ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Η ευρωαπάτη και τα κοινοτικά σκάνδαλα

 Press statement on behalf of the European Commission

Η είδηση όπως δημοσιεύθηκε στην Ημερησία:

" Την παραίτησή του υπέβαλε χθες ο επίτροπος που είναι αρμόδιος για τα θέματα Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά τις έρευνες που διεξήγε η υπηρεσία της Κομισιόν που ασχολείται με τον εσωτερικό έλεγχο και την καταπολέμηση της διαφθοράς (OLAF), ανακαλύφθηκε ότι ο Τζον Ντάλι είχε αναμειχθεί σε μια υπόθεση που αφορά τις καπνοβιομηχανίες, με τρόπο που κρίνεται τουλάχιστον ελέγξιμος.
Τα «λαγωνικά» της OLAF βρήκαν ότι ένας Μαλτέζος επιχειρηματίας, συμπατριώτης του Ντάλι, έκανε επανειλημμένως χρήση του ονόματός του και της γνωριμίας τους, προκειμένου να διασφαλίσει την υιοθέτηση ευνοϊκής νομοθεσίας για τα προϊόντα καπνού.
Συγκεκριμένα, ο εν λόγω επιχειρηματίας φέρεται να πρόσφερε -με το αζημίωτο, φυσικά- τη διαμεσολάβησή του στη σουηδική εταιρεία Swedish Match, προκειμένου αυτή να αποκτήσει απευθείας πρόσβαση στον Ντάλι.
Παρά το γεγονός ότι οι ελεγκτές «δεν κατέληξαν σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία για άμεση συμμετοχή του Ντάλι στην υπόθεση», συμπέραναν ότι «τα γεγονότα ήταν σε άμεση γνώση του» και, κατά συνέπεια, θεωρήθηκε υπεύθυνος. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο ίδιος αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε κατηγορία, ωστόσο υπέβαλε την παραίτησή του προκειμένου, όπως δήλωσε, να είναι σε θέση να υπερασπίσει τη θέση του και τη θέση της Κομισιόν"
Για μαφία των τσιγάρων μιλά και επεξηγεί το Κέρδος.
Δεν είναι πάντως πρώτη φορά που η Επιτροπή και οι Επίτροποι εμπλέκονται σε σκάνδαλα ανάγοντας το θέμα της διαφθοράς σε πρόβλημα της Ευρώπης. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 σκάνδαλα οδήγησαν σε παραίτηση όλης της Επιτροπής. Ενόψει αυτού μάλιστα έχει αναπτυχθεί ολόκληρο πλαίσιο νομοθετικών διατάξεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ως προς το ζήτημα αυτό αξίζει να πούμε μερικά πράγματα λοιπόν αναλυτικότερα.



Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ξεκίνησε να δομεί τη νομοθεσία της με βάση την αποφυγή της διαφθοράς αυτής καθ’εαυτής, αλλά θεώρησε ότι η διαφάνεια και ο ανταγωνισμός επιτυγχάνονται με τη διασφάλιση της ελεύθερης οικονομίας. Τούτο, προφανώς, διότι στους κόλπους της Ευρώπης το παραδοσιακό κράτος δεν είναι αυτοδικαίως ύποπτο. Βαθιές καταβολές δημοκρατικών παραδόσεων κατατείνουν στην πεποίθηση, ότι η κρατική εξουσία νομιμοποιείται μέσω του αντιπροσωπευτικού συστήματος και ο έλεγχος που διασφαλίζεται στην πολιτική εξουσία, μέσω των μηχανισμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, αρκεί για τη διασφάλιση των κανόνων της αγοράς. 
Η Συνθήκη χρησιμοποιεί τον όρο  «απάτη» που αποδίδει τον όρο fraude, ο οποίος δεν ταυτίζεται με την απάτη όπως είναι γνωστή στο ελληνικό αστικό ή το ποινικό δίκαιο. Η απάτη είναι έννοια του κοινοτικού δικαίου που συνδέει την σχέση των οικονομικών συμφερόντων με τα όργανα της Κοινότητας[1].
Τούτο βεβαίως δεν εμπόδισε τη δημιουργία μεταγενέστερα όρων όπως η «ευρωαπάτη»[2] αλλά και της θέσπισης εξειδικευμένων. Το 1997 είχε ήδη διαπιστωθεί σε κοινοτικό επίπεδο η αναγκαιότητα δημιουργίας μιας αυτόνομης πολιτικής κατά της ευρωαπάτης και εξέδωσε ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκθέτοντας τα κύρια στοιχεία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής κατά της διαφθοράς[3].
Η πάταξη της διαφθοράς ερείδεται πλέον στη Συνθήκη της ΕΕ, η οποία  αναφέρεται στην απάτη και όρισε στο άρθρο 209 Α ότι:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων…».
Ένα ιδιαίτερο πλέγμα διατάξεων εισάγεται πλέον ακόμη και στο επίπεδο της Συνθήκης όπως το άρθ. 255 ΣυνθΕΚ, η 41 Δήλωση της Συνθήκης του Άμστερνταμ για τη διαφάνεια και την πρόσβαση στα έγγραφα και την καταπολέμηση της απάτης[4]. Σημαντικό μέρος ειδικών διατάξεων αφορά το καθεστώς των ενισχύσεων. Επί τη βάσει του άρθρου 255 ΣυνθΕΚ που κατοχυρώνει την πρόσβαση στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει καταστατική έδρα σε ένα κράτος μέλος διασφαλίζεται η ευχέρεια διάγνωσης της απάτης και της διαφθοράς καθώς η διαφάνεια επιτρέπει τη διάγνωση τυχόν διαφθοράς με ευκολία[5].. Είναι συνεπώς η διαφάνεια προαπαιτούμενο για την καταπολέμηση της διαφθοράς αλλά δεν υπάρχει εννοιολογική ταύτιση μεταξύ των εννοιών. Τούτο καταδεικνύεται και στη Δήλωση αρ. 41[6].

Κατά το άρθρο 280, παράγραφοι 1 και 4, ΕΚ:
«1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη
[...]
4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, και μετά από διαβούλευση με το Ελεγκτικό Συνέδριο, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη».
Η Συνθήκη χρησιμοποιεί τον όρο  «απάτη» που αποδίδει τον όρο fraude, ο οποίος δεν ταυτίζεται με την απάτη όπως είναι γνωστή στο ελληνικό αστικό ή το ποινικό δίκαιο. Η απάτη είναι έννοια του κοινοτικού δικαίου που συνδέει την σχέση των οικονομικών συμφερόντων με τα όργανα της Κοινότητας, όπως τούτη προσδιορίζεται με το άρθρο 280 ΣυνθΕΚ. Πρέπει να τονιστεί ότι η απάτη και η διαφθορά είναι όροι συγγενείς  αλλά δεν ταυτίζονται. Οι όροι αυτοί διαφοροποιούνται περαιτέρω και από τη διαφάνεια, η οποία είναι και ως όρος και ως νομική έννοια διακριτή και διαφορετική.
Τούτο βεβαίως δεν εμπόδισε τη δημιουργία μεταγενέστερα όρων όπως η «ευρωαπάτη» αλλά και της θέσπισης εξειδικευμένων οργάνων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Το 1997 είχε ήδη διαπιστωθεί σε κοινοτικό επίπεδο η αναγκαιότητα δημιουργίας μιας αυτόνομης πολιτικής κατά της ευρωαπάτης και για το λόγο αυτό η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκθέτοντας τα κύρια στοιχεία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής κατά της διαφθοράς.
Η έννοια της απάτης είναι πλέον έννοια του κοινοτικού δικαίου, ειδικά οριζόμενη από αυτό και δεν είναι δυνατό να εμπίπτει σε αυτήν οποιαδήποτε συμπεριφορά χωρίς απόδειξη της ύπαρξής της. Εξίσου οφείλει να αποδεικνύεται η βλάβη των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.
To άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφέρει ειδικά ότι:

Ορισμός απάτης

 
Άρθρο 1
Γενικότητες
1. Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης, απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνιστά:
α) όσον αφορά τις δαπάνες, κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη, σχετικά με:
- τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την αχρεώστητη είσπραξη ή παρακράτηση πόρων που προέρχονται από το γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων ή από τους προϋπολογισμούς των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους,
- την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα,
- την μη κατά προορισμό χρήση αυτών των πόρων, για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους χορηγήθηκαν αρχικώς
β) όσον αφορά τα έσοδα, κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη σχετικά με:
- τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους,
- την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα,
- την μη κατά προορισμόν χρήση ένος νόμιμα αποκτηθέντος πλεονεκτήματος με τα αυτά αποτελέσματα.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για τη μεταφορά των διατάξεων της παραγράφου 1 στο εσωτερικό ποινικό του δίκαιο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι αναφερόμενες σ' αυτές συμπεριφορές να χαρακτηρίζονται εγκλήματα.
3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ωσαύτως τα αναγκαία μέτρα ώστε η εκ προθέσεως κατάρτιση ή χορήγηση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων με τα αποτελέσματα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 να τιμωρούνται ως ποινικό αδίκημα, εάν δεν τιμωρούνται ήδη είτε ως κύριο έγκλημα, είτε ως συνέργεια, είτε ως ηθική αυτουργία, είτε ως απόπειρα απάτης, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1.
4. Ο εκ προθέσεως χαρακτήρας πράξεως ή παραλείψεως, στον οποίο αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 3, μπορεί να προκύπτει από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις.

Ειδικά εξάλλου ορίζεται η έννοια της παρατυπίας με τον Κανονισμό  (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου  της 18ης Δεκεμβρίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[7] η οποία συμπληρώνει αυτήν της απάτης κατά τα ως άνω.
Την ιδιαίτερη μέριμνα για την πάταξη της διαφθοράς και της απάτης εκφράζει η Ένωση μέσω της σύστασης ειδικών οργάνων τα οποία έχουν ως βασικό τους σκοπό την μέριμνα για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού.

 Τέτοιο όργανο είναι και η ΟLAF  η οποία ασχολήθηκε με το πρόσφατο ευρωσκάνδαλο. Αλλά για το κοινοτικό αυτό όργανο αξίζει να επανέλθουμε πιό εκτενώς. 

Για όποιον ενδιαφέρεται για μια εκτενή προσέγγιση  εδώ



[1] Βλ. μια αρχική προσέγγιση της Συνθήκης ως προς το ζήτημα σε Θεοχαροπούλου σε Σκουρή Β., Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Αντ. Σάκκουλας 2003, σελ. 1589 επ.

[2] Βλ. σε Μηλιώνη Ν. ανωτέρω σελ. 280, με αναλυτικές παραπομπές σε υποσημείωση αρ. 29 – 36.

[3] Καρκαλή Ι., Το νέο νομικό καθεστώς για την καταπολέμιση της δωροδοκίας και της ευρωαπάτης, ΕΕΕυρΔ, 2001, σελ.533 επ, Κρεμλή Γ., Ευρωενωσιακό θεσμικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, σε «Η καταπολέμιση της διαφθοράς των κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, Διεθνές Συνέδριο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Εφετείο Αθηνών Αθήνα 22-23 Οκτωβρίου 1999, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001, σελ.241 επ.

[4] Ν. 2691/1999, Κύρωση της Συνθήκης του Άμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς πράξεις, καθώς και των σχετικών πρωτοκόλλων και των δηλώσεων που περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη (ΦΕΚ Α'47 12.3.1999) Η Συνθήκη αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαϊου 1999 με την Ανακοίνωση Υπ.Εξωτερικών Φ.0546/26/ΑΣ 276/Μ.4770 (ΦΕΚ Α 87).

[5] Μουαμελετζή, σε Σκουρή Β.,  Ερμηνεία Συνθηκών, οπ. αν και σχετική βιβλιογραφία σελ.1531 επ.
[6] «41. Δήλωση σχετικά με τις διατάξεις για τη διαφάνεια, την πρόσβαση στα έγγραφα και την καταπολέμηση της απάτης
Η Διάσκεψη θεωρεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν δρουν στα πλαίσια της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, θα πρέπει να εμπνέονται από τις διατάξεις στον τομέα της διαφάνειας, της πρόσβασης σε έγγραφα και της καταπολέμησης της απάτης οι οποίες ισχύουν στο πλαίσιο της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».
[7]  Κανονισμός αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου   της 18ης Δεκεμβρίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Άρθρο 1

1. Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.
2. Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημειωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: