Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του Σ 1975/1986/2001, «τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες». Σχετική πρόβλεψη συναντάται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Τροιζήνος του 1827[1], και έκτοτε απαντάται με παρεμφερή διατύπωση σε όλα τα ελληνικά συντάγματα, εντασσόμενη μάλιστα στη διάταξη που κατοχυρώνει την ισότητα των πολιτών (με εξαίρεση το Σύνταγμα του 1844, όπου - λόγω και της μοναρχικής αρχής που τούτο καθιερώνει – εντάσσεται στο «περί του Βασιλέως» κεφάλαιο) [2].
Β. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Κατά την έννοια που ανέκαθεν είχε η συνταγματική διάταξη, εκείνο το οποίο απαγορεύεται είναι όχι κάθε απονομή τιμής ή βαθμού, αλλά η απονομή ή η αναγνώριση υπαρχόντων (με οποιοδήποτε τρόπο, λ.χ. με κληρονομικό δίκαιο) προσωπικών ή οικογενειακών τίτλων ευγενείας ή διακρίσεως, όπως είναι οι γνωστοί σε άλλες χώρες από την κληρονομική συγκρότηση της αριστοκρατίας, είτε αντιστοιχούν σε αυτούς ορισμένα προνόμια ή δικαιώματα, είτε όχι[3]. Έτσι, δεν καταλαμβάνεται από τη συνταγματική απαγόρευση η αναγνώριση ή απονομή ακαδημαϊκών τίτλων («διδάκτωρ», «επίτιμος διδάκτωρ»), που συνδέονται και με το άρθρο 16 Σ/1975 και την εκείσε απορρέουσα προαγωγή της έρευνας και της επιστήμης, χάριν της ηθικής δικαίωσης, ή τίτλων και αξιωμάτων σε διατελέσαντες λειτουργούς ή αξιωματούχους του Κράτους («ομότιμος καθηγητής», «επί τιμή», «εν αποστρατεία»), που πρέπει να θεωρηθούν περισσότερο ως ηθικές αμοιβές, ούτε υπαλληλικών και ιεραρχικών τίτλων, πολιτικών και στρατιωτικών, εφόσον αντιστοιχούν σε κατεχόμενη θέση ή λειτουργία ή υπηρεσία οργάνου του Κράτους[4],[5].
Σημειώνεται επίσης ότι δεν καταλαμβάνεται από την απαγόρευση αυτή η απονομή παρασήμων σε στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και πολίτες εν γένει ως αναγνώριση και επιβράβευση για εξαίρετες υπηρεσίες προς την πατρίδα ή για λαμπρές επιδόσεις σε κάποιο τομέα της δημόσιας ζωής, των γραμμάτων, τεχνών, επιστήμης και της οικονομίας· κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 Σ «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απονέμει τα προβλεπόμενα παράσημα σύμφωνα με τις διατάξεις του σχετικού νόμου».
Ως προς τους Βασιλείς και Διαδόχους, πριν το 1974, πρόβλημα με την απαγόρευση δεν υπήρχε, διότι η ιδιότητά τους προβλεπόταν ευθέως στο Σύνταγμα και συνοδευόταν με σειρά αρμοδιοτήτων, προνομιών και υποχρεώσεων. Ως προς τα μέλη όμως της βασιλικής οικογένειας, πριν το 1974, αυτά απολάμβαναν μεν «τιμητικών δικαιωμάτων» και προνομίων (περιουσία, κατάθεση ως μαρτύρων κλπ), αλλά εθεωρούντο υπήκοοι, υποκείμενοι στους νόμους όπως και οι άλλοι πολίτες, μη αποτελώντας ιδιαίτερη προνομιούχο τάξη· η σχετική απαγόρευση καταλάμβανε και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας[6]. Για το λόγο αυτό, το Β.Δ. της 22.8.1868 το οποίο απένειμε την «προσωνυμία» «Δούξ της Σπάρτης» στον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο και γενικά στους μελλοντικούς Διαδόχους θεωρήθηκε αντισυνταγματικό[7].
Ζήτημα ετέθη και ως προς την απονομή του «αξιώματος» του «Στρατάρχου» στον Στρατηγό Αλ. Παπάγο. Κατά την επικρατήσασα τελικά άποψη, θεωρήθηκε ότι επρόκειτο περί τιμητικού τίτλου, καίτοι μη γνωστού στη στρατιωτική ιεραρχία, και όχι «αξιώματος», παρά το γράμμα του νόμου[8].
Γ. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η απαγόρευση απονομής και αναγνώρισης τίτλων ευγένειας ή διάκρισης εντάσσεται συστηματικά στο άρθρο 4 Σ που κατοχυρώνει τη γενική αρχή της ισότητας (παρ. 1) και ειδικότερες εκφάνσεις της και αποτελεί – τουλάχιστον κατά την αρχική σύλληψη του περιεχομένου της σχετικής διάταξης στο ισχύον και στα προϊσχύσαντα συντάγματα - την κοινωνική της διάσταση ή άλλως κοινωνική ισότητα[9]. Ο συντακτικός νομοθέτης του Σ 1975 συμπεριέλαβε ρητώς τη διάταξη αυτή στις κατ’ άρθρο 110 παρ. 1 Σ θεμελιώδεις και μη αναθεωρήσιμες διατάξεις, όπως επίσης και στις μη δυνάμενες να ανασταλούν κατ’ άρθρο 48 παρ. 1.
Η διάταξη αυτή, της οποίας η θέσπιση ανάγεται στο πρώιμο στάδιο της συνταγματικής ιστορίας, και μάλιστα στην επαναστατική της φάση[10], αποτέλεσε ιστορικά μέσο άμυνας της ανερχόμενης αστικής τάξης έναντι των φορέων κληρονομικών εξουσιών και ταξικών προνομίων. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στη θέσπισή της έχουν πλέον εκλείψει, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί μάλλον απαρχαιωμένη[11]. Συγκριτικά άλλωστε, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι τίτλοι ευγενείας εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο, σε λίγες μόνο χώρες με βασιλικό πολίτευμα διατηρήθηκε η απονομή τίτλων ευγενείας υπό τον όρο ότι οι (παλαιοί και νέοι) τίτλοι δεν θα συνοδεύονται με κανένα προνόμιο[12],[13]· ορισμένες χώρες με συνταγματική διάταξη απαγορεύουν την απονομή τίτλων ευγενείας[14], ενώ στα περισσότερα σύγχρονα συντάγματα δεν γίνεται σχετική μνεία[15]. Η θέση αυτή, η οποία μπορεί να στηριχθεί πρωτογενώς στο πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν τη δημοκρατική αρχή, τη λαϊκή κυριαρχία και την πρωταρχική θέση του πολίτη (άρθρα 1 και 2 Σ/1975), ενισχύεται και από την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η οποία εμπέδωσε στο άρθρο 25 την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Πάντως, δεν πρέπει να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η διάταξη αυτή φαίνεται να απέκτησε με τη μεταπολίτευση του 1974 και την εγκαθίδρυση της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας έναντι της Βασιλευομένης νέο νοηματικό περιεχόμενο, αναγόμενο στη διασφάλιση της μορφής του πολιτεύματος[16].
[1] Άρθρο 27 εδ. α΄: «Κανένας τίτλος ευγενείας δεν δίδεται από την Ελληνικήν Πολιτείαν»· άρθρο 28: «Τα επίθετα Εκλαμπρότατος, Εξοχώτατος κτλ δεν δίδονται εις κανένα Έλληνα εντός της Επικρατείας. Εις μόνον τον Κυβερνήτην δίδεται το επίθετον Εξοχώτατος· αλλά και τούτο συμπαύει με το αξίωμά του».
[2] Άρθρο 33 παρ. 2 Σ/1844: «Ο Βασιλεύς […] δεν δύναται […] να χορηγή τίτλους ευγενείας και διακρίσεως, ουδέ να αναγνωρίζει τοιούτους απονεμομένους παρά ξένου Κράτους εις πολίτας Έλληνας».
Άρθρο 3 Σ/1864/1911 in finem: «Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται»
Άρθρο 6 παρ. 3 εδ. β΄ Σ/1927: «Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ή παράσημα, πλην των μεταλλίων πολέμου, ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται». Όμοια είναι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β΄ του θνησιγενούς Σ/1925-1926. Αξιοσημείωτη είναι η συμπερίληψη στην απαγόρευση της απονομής παρασήμων που ανάγεται στο κλίμα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Άρθρο 3 παρ. 4 Σ/1952: «Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται».
[3] Α. Σβώλος-Γ. Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Ερμηνεία – Ιστορία – Συγκριτικόν Δίκαιον, Μέρος Ι, Τόμος Α΄, 1954 (Αθήναι, Έκδοσις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1978) σελ. 236 επ.
[4] Π. Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2η αναθ. έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ 1291 επ.· Ηλίας Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον Β΄, 4η έκδ. 1991, σελ. 192 επ.· Α. Σβώλος-Γ. Βλάχος, όπ.π., σελ 237.
[5] Έτσι και Σ. Στεφανόπουλος, ειδικός αγορητής της πλειοψηφίας κατά τη συζήτηση του Σ/1975 εις Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, Αθήναι 1975, σελ. 396 (Β΄ Υποεπιτροπή).
[6] Ν. Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιο, Τόμος Α, 3η έκδοση, 1915, σελ. 199.
[7] Α. Σβώλος-Γ. Βλάχος, όπ.π., σελ 237· Ηλίας Κυριακόπουλος, όπ.π., σελ. 192.
[8] Κυριακόπουλος, όπ.π., σελ 192· Α. Σβώλος, όπ.π., σελ. 237.
[9] Π. Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., σελ. 1196.
[10] Βλ. άρθρο ΙΙ section 9 subsection 8 του συντάγματος των ΗΠΑ του 1787/1789· άρθρο 1 εδ. β΄ της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1789.
[11] Έτσι και Π. Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., σελ. 1291.
[12] Π.χ. άρθρο 113 του βελγικού συντ/τος· άρθρο 83 του δανικού συντ/τος· άρθρο 40 του λουξεμβουργιανού συντ/τος.
[13] Το άρθρο 109 του Συντάγματος της Βαϊμάρης (1919) απέκλεισε μεν τη δυνατότητα απονομής νέων τίτλων ευγενείας, διατήρησε όμως τους μέχρι τούδε απονεμηθέντες τίτλους ως απλό συστατικό μέρος του ονόματος, καταργώντας παράλληλα όλα τα απονεμηθέντα προνόμια
[14] Π.χ. άρθρο 149 παρ. 1 του αυστριακού συντ/τος (το οποίο καταργεί ταυτόχρονα τους παλαιούς τίτλους)· άρθρο 40 παρ. 2 του ιρλανδικού συντ/τος· άρθρο 28 παρ. 3 και 4 του κυπριακού συντ/τος.
[15] Βλ. περισσότερα για τους τίτλους ευγενείας εις http://en.wikipedia.org/wiki/Nobility.
[16] Με αφορμή τη διαμάχη για τη λεγόμενη «βασιλική περιουσία», ζήτημα τέθηκε ως προς τη χρήση της ονομασίας «τέως βασιλεύς» από τον έκπτωτο Βασιλιά Κωνσταντίνο ενόψει του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 2215/1994 (που ρύθμισε το θέμα της «βασιλικής περιουσίας» καταργώντας το ν. 2086/1992) σύμφωνα με το οποίο «Ένδικα βοηθήματα ή μέσα, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, απορρίπτονται ως απαράδεκτα, αν ο διάδικος χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του παλαιούς τίτλους ευγενείας ή την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που κατείχε, ακόμη και με την ένδειξη πρώην ή τέως ή άλλη συναφή». Η πλειοψηφία της απόφασης 4575/1996 ΟλΣτΕ (όμοιες οι 4576, 4577, 4578/1996) δέχθηκε ότι «ο αιτών, τέως βασιλιάς των Ελλήνων, έκπτωτος ήδη, σύμφωνα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, στερείται επωνύμου λόγω των ιστορικών περιστάσεων και ειδικότερα γιατί οι βασιλιάδες των Ελλήνων δεν είχαν επώνυμο (βλ. συναφώς Ψήφισμα της Β των Ελλήνων Συνέλευσης της 18.3.1963, σύμφωνα με το οποίο ο ιδρυτής της δυναστείας Χριστιανός, Γουλιέλμος, Φερδινάνδος, Αδόλφος, Γεώργιος, δευτερότοκος γιος του πρίγκηπα Χριστιανού της Δανίας, ανακηρύσσεται "Συνταγματικός βασιλεύς των Ελλήνων με το όνομα "Γεώργιος Α Βασιλεύς των Ελλήνων", καθώς και το έγγραφο του Γραφείου Πρωθυπουργού της Δανίας με ημερομηνία 1.7.1983, το οποίο πιστοποιεί ότι "από το βασιλιά Christian IX και εφεξής κανείς Δανός βασιλιάς ή μέλος της δανικής βασιλικής οικογένειας δεν φέρει ή έφερε το όνομα Γλίκσμπουργκ ή οποιοδήποτε άλλο επώνυμο"). Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις ο αιτών έχει δικαίωμα να τύχει δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, απευθυνόμενος στο δικαστήριο με το κύριο όνομά του, αρκεί να προκύπτει κάθε φορά, από το περιεχόμενο του δικογράφου, η ταυτότητά του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει, στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο, πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή, "πρώην βασιλιάς", αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου. Έχει, δηλαδή, την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος που διατέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του πιο πάνω προσώπου, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας. Υπό τις ανωτέρω λοιπόν περιστάσεις, και από την άποψη ειδικώς του άρθρου 20 του Συντάγματος, ο αιτών, εφόσον η ταυτότητά του προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου, νομιμοποιείται, ευθέως βάσει του άρθρου 20 του Συντάγματος, να ζητήσει δικαστική προστασία, όταν προσβάλλεται δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του». Κατά τη μειοψηφία τεσσάρων Συμβούλων όμως «μετά την έκβαση του δημοψηφίσματος του έτους 1974 υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο νομοθέτης της πιο πάνω διάταξης του ν. 2215/1994 θεωρεί ότι ο αιτών, ο οποίος, για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, χρησιμοποιεί την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που κατείχε, έστω και με την ένδειξη πρώην ή τέως, αμφισβητεί ή δεν αναγνωρίζει το πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το οποίο καθορίστηκε η μορφή του πολιτεύματος. Έτσι, με την παραπάνω διάταξη, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, "τίθεται φραγμός στη δικανική χρήση τίτλων και προσδιοριστικών στοιχείων του καταργηθέντος πολιτειακού αξιώματος που θίγουν την ευαισθησία του ελληνικού λαού". Συνεπώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η πιο πάνω διάταξη του νόμου 2215/1994 θέτει προϋπόθεση που βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 1 του Συντάγματος, γιατί αποβλέπει στην παρεμπόδιση των πιο πάνω αμφισβητήσεων του πολιτεύματος, και δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 αυτού. Εξάλλου, από την άποψη αυτή δεν έχει σημασία ότι ο αιτών, όπως ισχυρίζεται, δεν έχει επώνυμο, αφού μπορεί να χρησιμοποιήσει, για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, αλλά προσδιοριστικά στοιχεία εκτός από την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που κατείχε». Τη γνώμη της πλειοψηφίας ακολούθησε το ΑΕΔ (απόφαση 45/1997).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του Σ 1975/1986/2001, «τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες». Σχετική πρόβλεψη συναντάται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Τροιζήνος του 1827[1], και έκτοτε απαντάται με παρεμφερή διατύπωση σε όλα τα ελληνικά συντάγματα, εντασσόμενη μάλιστα στη διάταξη που κατοχυρώνει την ισότητα των πολιτών (με εξαίρεση το Σύνταγμα του 1844, όπου - λόγω και της μοναρχικής αρχής που τούτο καθιερώνει – εντάσσεται στο «περί του Βασιλέως» κεφάλαιο) [2].
Β. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Κατά την έννοια που ανέκαθεν είχε η συνταγματική διάταξη, εκείνο το οποίο απαγορεύεται είναι όχι κάθε απονομή τιμής ή βαθμού, αλλά η απονομή ή η αναγνώριση υπαρχόντων (με οποιοδήποτε τρόπο, λ.χ. με κληρονομικό δίκαιο) προσωπικών ή οικογενειακών τίτλων ευγενείας ή διακρίσεως, όπως είναι οι γνωστοί σε άλλες χώρες από την κληρονομική συγκρότηση της αριστοκρατίας, είτε αντιστοιχούν σε αυτούς ορισμένα προνόμια ή δικαιώματα, είτε όχι[3]. Έτσι, δεν καταλαμβάνεται από τη συνταγματική απαγόρευση η αναγνώριση ή απονομή ακαδημαϊκών τίτλων («διδάκτωρ», «επίτιμος διδάκτωρ»), που συνδέονται και με το άρθρο 16 Σ/1975 και την εκείσε απορρέουσα προαγωγή της έρευνας και της επιστήμης, χάριν της ηθικής δικαίωσης, ή τίτλων και αξιωμάτων σε διατελέσαντες λειτουργούς ή αξιωματούχους του Κράτους («ομότιμος καθηγητής», «επί τιμή», «εν αποστρατεία»), που πρέπει να θεωρηθούν περισσότερο ως ηθικές αμοιβές, ούτε υπαλληλικών και ιεραρχικών τίτλων, πολιτικών και στρατιωτικών, εφόσον αντιστοιχούν σε κατεχόμενη θέση ή λειτουργία ή υπηρεσία οργάνου του Κράτους[4],[5].
Σημειώνεται επίσης ότι δεν καταλαμβάνεται από την απαγόρευση αυτή η απονομή παρασήμων σε στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και πολίτες εν γένει ως αναγνώριση και επιβράβευση για εξαίρετες υπηρεσίες προς την πατρίδα ή για λαμπρές επιδόσεις σε κάποιο τομέα της δημόσιας ζωής, των γραμμάτων, τεχνών, επιστήμης και της οικονομίας· κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 Σ «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απονέμει τα προβλεπόμενα παράσημα σύμφωνα με τις διατάξεις του σχετικού νόμου».
Ως προς τους Βασιλείς και Διαδόχους, πριν το 1974, πρόβλημα με την απαγόρευση δεν υπήρχε, διότι η ιδιότητά τους προβλεπόταν ευθέως στο Σύνταγμα και συνοδευόταν με σειρά αρμοδιοτήτων, προνομιών και υποχρεώσεων. Ως προς τα μέλη όμως της βασιλικής οικογένειας, πριν το 1974, αυτά απολάμβαναν μεν «τιμητικών δικαιωμάτων» και προνομίων (περιουσία, κατάθεση ως μαρτύρων κλπ), αλλά εθεωρούντο υπήκοοι, υποκείμενοι στους νόμους όπως και οι άλλοι πολίτες, μη αποτελώντας ιδιαίτερη προνομιούχο τάξη· η σχετική απαγόρευση καταλάμβανε και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας[6]. Για το λόγο αυτό, το Β.Δ. της 22.8.1868 το οποίο απένειμε την «προσωνυμία» «Δούξ της Σπάρτης» στον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο και γενικά στους μελλοντικούς Διαδόχους θεωρήθηκε αντισυνταγματικό[7].
Ζήτημα ετέθη και ως προς την απονομή του «αξιώματος» του «Στρατάρχου» στον Στρατηγό Αλ. Παπάγο. Κατά την επικρατήσασα τελικά άποψη, θεωρήθηκε ότι επρόκειτο περί τιμητικού τίτλου, καίτοι μη γνωστού στη στρατιωτική ιεραρχία, και όχι «αξιώματος», παρά το γράμμα του νόμου[8].
Γ. ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η απαγόρευση απονομής και αναγνώρισης τίτλων ευγένειας ή διάκρισης εντάσσεται συστηματικά στο άρθρο 4 Σ που κατοχυρώνει τη γενική αρχή της ισότητας (παρ. 1) και ειδικότερες εκφάνσεις της και αποτελεί – τουλάχιστον κατά την αρχική σύλληψη του περιεχομένου της σχετικής διάταξης στο ισχύον και στα προϊσχύσαντα συντάγματα - την κοινωνική της διάσταση ή άλλως κοινωνική ισότητα[9]. Ο συντακτικός νομοθέτης του Σ 1975 συμπεριέλαβε ρητώς τη διάταξη αυτή στις κατ’ άρθρο 110 παρ. 1 Σ θεμελιώδεις και μη αναθεωρήσιμες διατάξεις, όπως επίσης και στις μη δυνάμενες να ανασταλούν κατ’ άρθρο 48 παρ. 1.
Η διάταξη αυτή, της οποίας η θέσπιση ανάγεται στο πρώιμο στάδιο της συνταγματικής ιστορίας, και μάλιστα στην επαναστατική της φάση[10], αποτέλεσε ιστορικά μέσο άμυνας της ανερχόμενης αστικής τάξης έναντι των φορέων κληρονομικών εξουσιών και ταξικών προνομίων. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στη θέσπισή της έχουν πλέον εκλείψει, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί μάλλον απαρχαιωμένη[11]. Συγκριτικά άλλωστε, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι τίτλοι ευγενείας εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο, σε λίγες μόνο χώρες με βασιλικό πολίτευμα διατηρήθηκε η απονομή τίτλων ευγενείας υπό τον όρο ότι οι (παλαιοί και νέοι) τίτλοι δεν θα συνοδεύονται με κανένα προνόμιο[12],[13]· ορισμένες χώρες με συνταγματική διάταξη απαγορεύουν την απονομή τίτλων ευγενείας[14], ενώ στα περισσότερα σύγχρονα συντάγματα δεν γίνεται σχετική μνεία[15]. Η θέση αυτή, η οποία μπορεί να στηριχθεί πρωτογενώς στο πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν τη δημοκρατική αρχή, τη λαϊκή κυριαρχία και την πρωταρχική θέση του πολίτη (άρθρα 1 και 2 Σ/1975), ενισχύεται και από την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η οποία εμπέδωσε στο άρθρο 25 την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Πάντως, δεν πρέπει να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η διάταξη αυτή φαίνεται να απέκτησε με τη μεταπολίτευση του 1974 και την εγκαθίδρυση της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας έναντι της Βασιλευομένης νέο νοηματικό περιεχόμενο, αναγόμενο στη διασφάλιση της μορφής του πολιτεύματος[16].
[1] Άρθρο 27 εδ. α΄: «Κανένας τίτλος ευγενείας δεν δίδεται από την Ελληνικήν Πολιτείαν»· άρθρο 28: «Τα επίθετα Εκλαμπρότατος, Εξοχώτατος κτλ δεν δίδονται εις κανένα Έλληνα εντός της Επικρατείας. Εις μόνον τον Κυβερνήτην δίδεται το επίθετον Εξοχώτατος· αλλά και τούτο συμπαύει με το αξίωμά του».
[2] Άρθρο 33 παρ. 2 Σ/1844: «Ο Βασιλεύς […] δεν δύναται […] να χορηγή τίτλους ευγενείας και διακρίσεως, ουδέ να αναγνωρίζει τοιούτους απονεμομένους παρά ξένου Κράτους εις πολίτας Έλληνας».
Άρθρο 3 Σ/1864/1911 in finem: «Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται»
Άρθρο 6 παρ. 3 εδ. β΄ Σ/1927: «Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ή παράσημα, πλην των μεταλλίων πολέμου, ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται». Όμοια είναι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. β΄ του θνησιγενούς Σ/1925-1926. Αξιοσημείωτη είναι η συμπερίληψη στην απαγόρευση της απονομής παρασήμων που ανάγεται στο κλίμα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Άρθρο 3 παρ. 4 Σ/1952: «Εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται».
[3] Α. Σβώλος-Γ. Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Ερμηνεία – Ιστορία – Συγκριτικόν Δίκαιον, Μέρος Ι, Τόμος Α΄, 1954 (Αθήναι, Έκδοσις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1978) σελ. 236 επ.
[4] Π. Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2η αναθ. έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ 1291 επ.· Ηλίας Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον Β΄, 4η έκδ. 1991, σελ. 192 επ.· Α. Σβώλος-Γ. Βλάχος, όπ.π., σελ 237.
[5] Έτσι και Σ. Στεφανόπουλος, ειδικός αγορητής της πλειοψηφίας κατά τη συζήτηση του Σ/1975 εις Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, Αθήναι 1975, σελ. 396 (Β΄ Υποεπιτροπή).
[6] Ν. Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιο, Τόμος Α, 3η έκδοση, 1915, σελ. 199.
[7] Α. Σβώλος-Γ. Βλάχος, όπ.π., σελ 237· Ηλίας Κυριακόπουλος, όπ.π., σελ. 192.
[8] Κυριακόπουλος, όπ.π., σελ 192· Α. Σβώλος, όπ.π., σελ. 237.
[9] Π. Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., σελ. 1196.
[10] Βλ. άρθρο ΙΙ section 9 subsection 8 του συντάγματος των ΗΠΑ του 1787/1789· άρθρο 1 εδ. β΄ της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1789.
[11] Έτσι και Π. Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., σελ. 1291.
[12] Π.χ. άρθρο 113 του βελγικού συντ/τος· άρθρο 83 του δανικού συντ/τος· άρθρο 40 του λουξεμβουργιανού συντ/τος.
[13] Το άρθρο 109 του Συντάγματος της Βαϊμάρης (1919) απέκλεισε μεν τη δυνατότητα απονομής νέων τίτλων ευγενείας, διατήρησε όμως τους μέχρι τούδε απονεμηθέντες τίτλους ως απλό συστατικό μέρος του ονόματος, καταργώντας παράλληλα όλα τα απονεμηθέντα προνόμια
[14] Π.χ. άρθρο 149 παρ. 1 του αυστριακού συντ/τος (το οποίο καταργεί ταυτόχρονα τους παλαιούς τίτλους)· άρθρο 40 παρ. 2 του ιρλανδικού συντ/τος· άρθρο 28 παρ. 3 και 4 του κυπριακού συντ/τος.
[15] Βλ. περισσότερα για τους τίτλους ευγενείας εις http://en.wikipedia.org/wiki/Nobility.
[16] Με αφορμή τη διαμάχη για τη λεγόμενη «βασιλική περιουσία», ζήτημα τέθηκε ως προς τη χρήση της ονομασίας «τέως βασιλεύς» από τον έκπτωτο Βασιλιά Κωνσταντίνο ενόψει του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 2215/1994 (που ρύθμισε το θέμα της «βασιλικής περιουσίας» καταργώντας το ν. 2086/1992) σύμφωνα με το οποίο «Ένδικα βοηθήματα ή μέσα, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, απορρίπτονται ως απαράδεκτα, αν ο διάδικος χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του παλαιούς τίτλους ευγενείας ή την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που κατείχε, ακόμη και με την ένδειξη πρώην ή τέως ή άλλη συναφή». Η πλειοψηφία της απόφασης 4575/1996 ΟλΣτΕ (όμοιες οι 4576, 4577, 4578/1996) δέχθηκε ότι «ο αιτών, τέως βασιλιάς των Ελλήνων, έκπτωτος ήδη, σύμφωνα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, στερείται επωνύμου λόγω των ιστορικών περιστάσεων και ειδικότερα γιατί οι βασιλιάδες των Ελλήνων δεν είχαν επώνυμο (βλ. συναφώς Ψήφισμα της Β των Ελλήνων Συνέλευσης της 18.3.1963, σύμφωνα με το οποίο ο ιδρυτής της δυναστείας Χριστιανός, Γουλιέλμος, Φερδινάνδος, Αδόλφος, Γεώργιος, δευτερότοκος γιος του πρίγκηπα Χριστιανού της Δανίας, ανακηρύσσεται "Συνταγματικός βασιλεύς των Ελλήνων με το όνομα "Γεώργιος Α Βασιλεύς των Ελλήνων", καθώς και το έγγραφο του Γραφείου Πρωθυπουργού της Δανίας με ημερομηνία 1.7.1983, το οποίο πιστοποιεί ότι "από το βασιλιά Christian IX και εφεξής κανείς Δανός βασιλιάς ή μέλος της δανικής βασιλικής οικογένειας δεν φέρει ή έφερε το όνομα Γλίκσμπουργκ ή οποιοδήποτε άλλο επώνυμο"). Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις ο αιτών έχει δικαίωμα να τύχει δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, απευθυνόμενος στο δικαστήριο με το κύριο όνομά του, αρκεί να προκύπτει κάθε φορά, από το περιεχόμενο του δικογράφου, η ταυτότητά του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει, στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο, πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή, "πρώην βασιλιάς", αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου. Έχει, δηλαδή, την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος που διατέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του πιο πάνω προσώπου, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας. Υπό τις ανωτέρω λοιπόν περιστάσεις, και από την άποψη ειδικώς του άρθρου 20 του Συντάγματος, ο αιτών, εφόσον η ταυτότητά του προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου, νομιμοποιείται, ευθέως βάσει του άρθρου 20 του Συντάγματος, να ζητήσει δικαστική προστασία, όταν προσβάλλεται δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του». Κατά τη μειοψηφία τεσσάρων Συμβούλων όμως «μετά την έκβαση του δημοψηφίσματος του έτους 1974 υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο νομοθέτης της πιο πάνω διάταξης του ν. 2215/1994 θεωρεί ότι ο αιτών, ο οποίος, για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, χρησιμοποιεί την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που κατείχε, έστω και με την ένδειξη πρώην ή τέως, αμφισβητεί ή δεν αναγνωρίζει το πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το οποίο καθορίστηκε η μορφή του πολιτεύματος. Έτσι, με την παραπάνω διάταξη, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, "τίθεται φραγμός στη δικανική χρήση τίτλων και προσδιοριστικών στοιχείων του καταργηθέντος πολιτειακού αξιώματος που θίγουν την ευαισθησία του ελληνικού λαού". Συνεπώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η πιο πάνω διάταξη του νόμου 2215/1994 θέτει προϋπόθεση που βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 1 του Συντάγματος, γιατί αποβλέπει στην παρεμπόδιση των πιο πάνω αμφισβητήσεων του πολιτεύματος, και δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 αυτού. Εξάλλου, από την άποψη αυτή δεν έχει σημασία ότι ο αιτών, όπως ισχυρίζεται, δεν έχει επώνυμο, αφού μπορεί να χρησιμοποιήσει, για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, αλλά προσδιοριστικά στοιχεία εκτός από την ονομασία πολιτειακού αξιώματος που κατείχε». Τη γνώμη της πλειοψηφίας ακολούθησε το ΑΕΔ (απόφαση 45/1997).
5 σχόλια:
H εξαιρετική αυτή εργασία του Τάσου εκπονήθηκε με πολλαπλή στόχευση. Εν τέλει όμως και πριν από όλα τα άλλα αποτελεί ένα συνοπτικό επιστημονικό κείμενο που αφορά ένα ζήτημα με ελάχιστη θεωρητική προσέγγιση. Εκτός λοιπόν του ότι μου επιτρέπει να τον παραπέμψω στον προβληματισμό που αναπτύσσω σχετικά με τους Τίτλους σπουδών και τους Τίτλους ευγενείας (σε ένα αρθράκι στις Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου και ελπίζω περισσότερο)δίδει μια ευκαιρία για να πληροφορηθούν οι συμπολίτες μας μια πρωτοτυπία της εθνικής μας έννομης τάξης διόλου ευκαταφρόνητη.
Για μένα προσωπικά η δουλειά αυτή που έγινε με αφορμή μια ερώτησή μου ρουτίνας και με εξέπληξε με την επιστημοσύνη της είναι μια αφορμή να συνεχίσω να επιμένω ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια παράγουν και παιδιά για τα οποία αξίζει να μοχθούμε και να τα εμπιστευόμαστε!
Με κάλυψες πλήρως Ελένη.
Εξαιρετική δουλειά κρίνοντας και από τον πλούσιο αριθμό παραπομπών!
Τάσο να βλέπεις και τις απόψεις των τρίτων και να αποκτάς αυτοπεποίθηση που είσαι νέο παιδί και δεν τολμάς να πιστέψεις, όπως τόσοι στη χώρα μας, ότι η εκτίμηση προκύπτει από την ποιότητα της δουλειάς... καμιά φορά!
Μπράβο Τάσο για την εργασία αυτή. Βάζεις τα γυαλιά σε συνταγματολόγους τύπου...Βενιζέλου. Μπες στο blog του να δεις τί φούσκες γράφει για το ζήτημα της ιθαγένειας ειδικά...
Δημοσίευση σχολίου