H περιπέτεια [1]της κυρίας Γεννηματά [2] έχει απασχολήσει την τελευταία εβδομάδα τα ΜΜΕ και τον ιστοχώρο έντονα για λόγους τόσο νομικούς όσο και πολιτικούς. Κάποιοι[3] έθεσαν εναργώς και ηθικό θέμα το οποίο όμως, όπως και αυτό της ποιότητας του πολιτικού λόγου[4] θα αποφύγω να προσεγγίσω.
Και εξηγούμαι:
Υπάρχει κώλυμα για την κυρία Γεννηματά επιτέλους?
Έκανε πράγματι κάποιου είδους νομική υπέρβαση των ειωθώτων ο Άρειος Πάγος και γιατί?
Ποιος από τους συνταγματολόγους έχει τάχα δίκαιο?
Αυτά νομίζω συνοψίζουν τα νομικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά βέβαια δεδομένου του πολιτικού ρόλου των συνταγματολόγων στα σύγχρονα κόμματα στην Ελλάδα αποκτούν και πολιτική διάσταση. Διότι: Δεν ήξερες Δεν ρώταγες?
Διατυπώθηκαν πολλές νομικές απόψεις συνταγματολόγων και μη[5]. Ενδιαφέρουσες θέσεις φιλοξένησε και ο ιστοχώρος[6] επώνυμα και ανώνυμα. Βροντερή σιγή εξάλλου ακούσθηκε από τους απέχοντες να προβούν σε δηλώσεις γνωστούς στα ΜΜΕ νομικούς/συνταγματολόγους και δεν αναφέρομαι στους εξ αυτών πολιτευόμενους που ήταν απασχολημένοι ή στον υπηρεσιακό υπουργό που ομοίως δεν του ήταν δυνατό να ομιλήσει αυτή τη στιγμή. Για τον καθένα εξ αυτών μπορεί έκαστος να υποθέσει κάποια αιτία, δεδομένου ότι όλοι μα όλοι δεν δυστάζουν να προβαίνουν σε δηλώσεις ιδίως αν το θέμα είναι ζουμερό.
Είναι λοιπόν δυνατό να έγινε ένα τόσο μεγάλο πολιτικό λάθος και γιατί? Ποιος είναι επιτέλους ο ρόλος του επαϊοντος σε μια δημοκρατική πολιτεία?
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά:
Μετά την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε ειδική και νέα παράγραφος στο άρθρο 56. 1 του Συντάγματος κατά την οποία:
Τα ανώτερα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν, ακόμη και αν παραιτηθούν.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή οι νομάρχες[7] δεν μπορούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να ανακηρυχθούν βουλευτές ακόμη και αν παραιτηθούν. Η μεταβολή του καθεστώτων των νομαρχών από μετακλητούς δημοσίους υπαλλήλους σε αιρετά όργανα δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης απαίτησε τη ρύθμιση του κωλύματος εύλογα. Η αναφορά όμως στη διατύπωση «ακόμη και αν παραιτηθούν» είναι ιδιαίτερα καινοτόμος. Για το λόγο αυτό άλλωστε δεν υπήρξε μέχρι σήμερα και νομολογία του ΑΕΔ ως προς το ζήτημα ή ανάλογό του.
Τούτο σημαίνει ότι μέχρι σήμερα πράγματι η συνταγματική διατύπωση όριζε τυποποιημένα «δεν μπορούν να ανακηρυχθούν ούτε να εκλεγούν εκτός αν παραιτηθούν» για άλλους κωλυόμενους οπότε όλοι grosso modo ανακηρύσσοντο και εναπόκειτο στο ΑΕΔ να κρίνει τη νομιμότητα της διαδικασίας τον τρόπο και χρόνο της παραίτησης κλπ. Από τη στιγμή όμως που δεν μπορεί ούτε να παραιτηθεί ο κωλυόμενος ο Άρειος Πάγος δεν έχει τρόπο να ανακηρύξει κάποιον που εμφανίζεται ως υποψήφιος. Ούτε φυσικά θέμα να επιλύσει το ΑΕΔ. Εννοείται εξάλλου ότι το Σύνταγμα στην παράγραφο 1 του άρθ. 56 δεν συμπεριέλαβε εξαίρεση για τους βουλευτές επικρατείας όπως έκανε σε άλλη παράγραφο του ίδιου άρθρου ειδικά, ανεξάρτητα της ορθότητας ή μη αυτής της ρύθμισης.
Η απάντηση συνεπώς στο νομικό ζήτημα προκύπτει αβίαστα από το γράμμα της αναθεωρηθείσας διάταξης. Ομοίως από την ίδια την αναθεωρηθείσα διάταξη[8] προκύπτει ως συνέπεια το τίμημα της καινοτομίας: δεν μπορεί να έχει παρελθόν και προηγούμενο.
Με αυτά τα λίγα λόγια νομίζω ότι συνοψίζεται το συνταγματικό θέμα από τη στιγμή που το κώλυμα ισχύει και αν ακόμη παραιτηθεί ο κωλυόμενος.
Πολλά θα μπορούσε να αναλύσει κανείς για τη φύση της ανακήρυξης και το άρθρο 33 της εκλογικής νομοθεσίας, τη δυνατότητα να ασκηθούν ένδικα μέσα κατά της ανακήρυξης κλπ. Διότι είναι σαφές ότι το νομικό ζήτημα επικεντρώνεται όχι στο αν υφίσταται ή όχι κώλυμα αλλά στο ερώτημα αν ήταν επιτρεπτή η μη η ανακήρυξη από τον Άρειο Πάγο στην παρούσα φάση. Ιδίως στο μέτρο που η κυρία Γεννηματά παραμένει προς το παρόν απροστάτευτη δικαστικά. Είναι δηλαδή και αυτό ένα μείζον νομικό θέμα το κατά πόσον είναι θεμιτή ή μη η παροχή δικαστικής προστασίας στο στάδιο της ανακήρυξης και πότε αυτή παρέχεται στον θιγόμενο. Δεν ανήκει όμως στο εύρος του σχολίου αυτού η τεχνική αυτή ανάλυση.
Πολλά επίσης θα μπορούσε να συζητήσει κανείς με αφορμή το ζήλο πολλών νομικών στην παραπομπή στο ΑΕΔ του θέματος όταν σε θεωρητικό επίπεδο αναφέρεται συνήθως ότι δεν είναι ότι το πλέον εύλογο να ανατρέπεται το προϊόν της λαϊκής βούλησης από το ΑΕΔ όταν ο ανακηρυχθείς κωλυόμενος εκλέγεται και μετά η εκλογή του ακυρώνεται. Δεν είναι λίγο άκομψος ο «τζόγος» όταν πρόκειται για τη λαϊκή βούληση?
Παραμένει εναργές το πολιτικό ζήτημα δεδομένου ότι μου είναι παντελώς αδύνατο να πιστέψω ότι κανείς δεν αντιλήφθηκε τι έπραξε θέτοντας την κυρία Γεννηματά αρχηγό του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Ιδίως μου είναι αδύνατο να εξεύρω τα κίνητρα. Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο στο βουλευτή το κατανοώ ως έκφραση της κακοδαιμονίας των κομματικών υπαλλήλων έναντι των επαγγελματιών αλλά και της υποκρισίας που επιτρέπει στη σύζυγο ή τέκνο ή αδελφό να κρατούν το γραφείο όταν ο μπαμπάς εκπροσωπεί το έθνος. Το 14.9 Σ. και τις σπαραχτικές του συνέπειες τις καταλαβαίνω ως έκφραση οργής του πολιτικού που αναζητά στήριγμα στα Μέσα όταν αυτά ζητούν μεγάλα ανταλλάγματα για το ζητούμενο από εκείνον. Υπερίσχυσαν τα συναισθήματα αυτά της καλής γνώσης του κοινοτικού δικαίου και της ΕΣΔΑ με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το «κάψιμο» όμως της κυρίας Γεννηματά από τόσο σοβαρούς νομικούς ή/ και πολιτικούς δεν το αντιλαμβάνομαι.
Και διάδοχος πολιτικού πατρός είναι.
Και βαρύ όνομα, αναγκαίο ως φαίνεται στον πολιτικό στίβο, φέρει.
Και έχει εκλεγεί υπερνομάρχης σε καιρούς δύσκολους.
Και την κομματική νομιμότητα τηρεί.
Και γυναίκα είναι και παιδιά έχει. Και στην Ηλεία πρώτη έσπευσε.
Δεν την χρειάζεται το κόμμα?
Και καλά την κυρία Γεννηματά… Με τόσους νομικούς που το απαρτίζουν το ΠΑΣΟΚ και το κοσμούν κάποιους να ειδικεύονται μάλιστα και στα κωλύματα, δεν το σκέφθηκαν το ΠΑΣΟΚ και τη φήμη τους?
Τούτο είναι που με θλίβει περισσότερο.
Γιατί ελπίζω η κυρία Γεννηματά να μην πάει χαμένη. Ο τόπος μας όμως από τότε που ενηλικιώθηκα διαπιστώνω ότι χρειάζεται συχνά για τον πολιτικό του βίο συνταγματολόγους.
Πότε τα «ομοιόχρωμα», πότε η «αναπλήρωση του πρωθυπουργού», πότε η «διαφάνεια», πότε τα Ειδικά Δικαστήρια, τόσα θέματα αλήθεια που πλέον ούτε που τα θυμάμαι…επιλύθηκαν από συνταγματολόγους.
Και πόσες σπουδαίες αναθεωρήσεις κάναμε στο μεταξύ!
Και ιδού:
Ακόμη και για τις φωτιές φταίει το άρθρο 24 του Συντάγματος του οποίου προτάθηκε η αναθεώρηση. Συνταγματικό ζήτημα δηλαδή και οι φωτιές.
Γι’ αυτό συμπάσχω με την κυρία Γεννηματά.
Γιατί το πρόβλημά της είναι εν ταυτώ το πρόβλημα της Ελλάδας.
[1] Mε απόφαση της πενταμελούς συνθέσεως του Α' Τμήματος του Αρείου Πάγου, που ελήφθη ομόφωνα, υπό την προεδρία του Δημ. Λοβέρδου (αντιπροέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου), από τους Βασ. Ρήγα, Δημ. Δαλιάνη, Ιωάνη-Σπύρο Τέντε (εισηγητή) και Δημ. Πατινίδη, κρίθηκε ότι η Φώφη Γεννηματά δεν έχει το δικαίωμα να θέσει σχετική υποψηφιότητα στις επικείμενες εκλογές, βάσει του άρθρου 56 του Συντάγματος, παράγραφος. 1. Και τούτο διότι η πρόεδρος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς δεν μπορεί να ανακηρυχθεί, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 56, αφού είναι ανώτερο αιρετό μονοπρόσωπο όργανο των Οργανισμών Αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού και δεν έχει λήξει ακόμα η θητεία της. Η δε παραίτησή της από το ανωτέρω αξίωμα «δεν έχει έννομη επιρροή σύμφωνα με την ίδια συνταγματική διάταξη».[2] http://www.fofigennimata.gr/ypernomarxia.asp[3] Αντί πολλών βλ. http://htsoukas.blogspot.com/2007/09/blog-post_8462.html
[4] Σχετικά οι δηλώσεις της κ. Γεννηματά στην ιστοσελίδα του ΠΑΣΟΚ ¨έχουμε να κάνουμε με μια παλιά, παλιά αδίστακτη δεξιά….[5] Οι πιο κάτω αναφορές προέρχονται όλες από τα δημοσιεύματα στον τύπο και δεν είναι υποθέτω εξαντλητικές. Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Σπυριδάκης, λέει:«Κατά τη γνώμη ορισμένων καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου, αρμοδιότητα για το ζήτημα αυτό δεν έχει ο Αρειος Πάγος αλλά μόνο το Εκλογοδικείο, δηλαδή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο που λειτουργεί ως Εκλογοδικείο. Ομως η γνώμη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 56 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι δεν ανακηρύσσονται υποψήφιοι βουλευτές οι νομάρχες. Αρμόδιος για την ανακήρυξη είναι ο Αρειος Πάγος. Αν προέβαινε σε ανακήρυξη της κυρίας Γεννηματά θα παραβίαζε το Σύνταγμα και τότε θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για δικαστικό πραξικόπημα. Ο Αρειος Πάγος δεν μπορεί να απαντήσει στις διάφορες κριτικές, ενώ από την πλευρά της κυρίας Γεννηματά τού γίνεται δριμύτατη επίθεση. Θα μπορούσε κανένας να πει στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιώντας τη φράση του συρμού, ότι “ο Αρειος Πάγος βρίσκεται μπροστά σε μια ασύμμετρη επίθεση”».Για «λάθος» που έγινε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 έκανε λόγο στον ΕΤ ο συνταγματολόγος Ανδρέας Δημητρόπουλος. Και εξήγησε: «Η απαγόρευση που αφορά στους νομάρχες αντί να τεθεί στην παράγραφο 3 του άρθρου 56 του Συντάγματος -που περιέχει το τοπικό κώλυμα- τέθηκε στην παράγραφο 1 που προβλέπει το γενικό κώλυμα. Αν ακολουθήσουμε τη γεωγραφία του Συντάγματος, δηλαδή σε ποια παράγραφο έχει τεθεί αυτή η απαγόρευση, τότε υπάρχει γενικό κώλυμα και για τους νομάρχες. Στην περίπτωση του τοπικού κωλύματος ένας νομάρχης δεν μπορεί να βάλει υποψηφιότητα στην περιφέρεια που έχει εκλεγεί. Ο Άρειος Πάγος τοποθετήθηκε υπέρ της λύσης του γενικού κωλύματος. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε δεν είναι ορθή. Θα έπρεπε να το είχε ξεκαθαρίσει αυτό το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπονται αιτιάσεις εναντίον της Δικαιοσύνης, όταν μάλιστα στρέφονται και εις βάρος ενός ολόκληρου τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Από την άλλη, ο συνταγματολόγος Γιάννης Δρόσος παραδέχεται ότι «υπάρχει κώλυμα», αλλά εκτιμά ως «πρωτοφανές» το γεγονός ότι «αυτό κρίνεται στη συγκεκριμένη φάση από τον Άρειο Πάγο».Ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Λυκουρέζος λέει ότι «αποτελεί βαρύτατο ολίσθημα ο εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρισμός της απόφασης ως “δικαστικό πραξικόπημα”». Η Αλληλεγγύη Δικηγόρων θεωρεί την απόφαση του Αρείου Πάγου «πολιτικά ύποπτη, νομικά απαράδεκτη και θεσμικά επικίνδυνη».Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αντώνης Μανιτάκης είναι κατηγορηματικός, ότι υπάρχει κώλυμα σύμφωνα με το άρθρο 56 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέα Δημητρόπουλο, η ορθότητα ή μη της απόφασης είναι θέμα ερμηνείας. Όπως είπε χαρακτηριστικά στον ALPHA «σύμφωνα με τη γεωγραφία της διάταξης και με μια περισσότερο τυπική ερμηνεία, είναι ορθή η πρώτη άποψη, δηλαδή του γενικού κωλύματος. Σύμφωνα με μια λογική ερμηνεία, θα μπορούσε να ενταχθεί η απαγόρευση στο τοπικό κώλυμα». Ο κ. Μανιτάκης από την πλευρά του είναι ότι «από το άρθρο 56 του Συντάγματος προκύπτει απόλυτο κώλυμα της κ. Γεννηματά. Η υποψηφιότητα της εμπίπτει στο ρητό και ειδικό κώλυμα του άρθρου αυτού, κατά συνέπεια όχι μόνο δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής, αλλά ούτε και να ανακηρυχθεί υποψήφια, ακόμη και αν παραιτηθεί». Υπάρχει όμως και η άποψη, ότι η υπόθεση έπρεπε να κριθεί στο Εκλογοδικείο. Αυτό υποστηρίζει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κώστας Χρυσόγονος, ο οποίος μιλώντας στον ALPHA είπε ότι «στο πρόσωπο της κ. Γεννηματά συντρέχει κώλυμα, λόγω της ιδιότητας της ως Υπερνομάρχη, το οποίο δεν αίρεται με την παραίτηση της, αλλά μόνος αρμόδιος να το διαπιστώσει, είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μετά την διεξαγωγή των εκλογών και ύστερα από υποβολή ενστάσεως».Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, υπεύθυνος Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης του Κοινοβουλευτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, υπονόησε ότι πίσω από την απόφαση του Αρείου Πάγου κρύβεται πολιτική σκοπιμότητα:«Κατά παράδοση τα πολιτικά δικαστήρια, δηλαδή τα Πρωτοδικεία, ως προς τους υποψηφίους των εκλογικών περιφερειών και ο Αρειος Πάγος, ως προς τους υποψηφίους βουλευτές Επικρατείας, δεν ελέγχουν κατά την φάση της ανακήρυξης την συνδρομή τυχόν κωλύματος, αλλά εστιάζονται στον έλεγχο των λεγομένων θετικών προσόντων εκλογιμότητας».Η ανατροπή της πρακτικής αυτής την ύστατη στιγμή, χωρίς περιθώριο δικονομικής επανόρθωσης, έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει από το ΠΑΣΟΚ την επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας, που όπως συμβαίνει σε όλα τα κόμματα, επωμίζεται έναν πολύ κρίσιμο ρόλο για το σύνολο της προεκλογικής εκστρατείας», δήλωσε ο Ευ.Βενιζέλος. Και κατέληξε: «Ο καθένας συνεπώς μπορεί να βγάλει εύκολα τα συμπεράσματά του, βλέποντας ποιο είναι το επιδιωκόμενο πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της δικαστικής κρίσης». Την απόφαση του Α΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου υπερασπίστηκε και ο πρώην πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Β. Κόκκινος, ο οποίος δήλωσε ότι το τμήμα ήταν αρμόδιο να ελέγξει το κώλυμα και με βάση το άρθρο 56, «ορθώς έκρινε ότι δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφια η κ. Γεννηματά». Στο ίδιο μήκος κύματος…(με τον κ. Χρυσόγονο) κινείται ο συνταγματολόγος και υποψήφιος Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ Γ.Παπαδημητρίου, ο οποίος θεωρεί ότι το ανώτατο δικαστήριο ενήργησε καθ΄' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του. Ο Α.Λοβέρδος σχολίασε ότι «για πρώτη φορά στα 33 αυτά χρόνια, ο Αρειος Πάγος εξετάζει προ των εκλογών τα κωλύματα εκλογιμότητας. Πρόκειται για απόλυτο αιφνιδιασμό τον οποίο επιχειρεί η δικαιοσύνη στο πολιτικό σύστημα της χώρας».[6] Ηδη από τις 17 Ιουλίου του 2007 ! http://press-gr.blogspot.com/2007/06/blog-post_581.html
Και ενδεικτικάhttp://policritos.blogspot.com/2007/09/blog-post.html, http://klearchosguidetothegalaxy.blogspot.com/
http://arkoudos.com/blog/?p=991 , http://xasodikis.blogspot.com/2007/09/go-home.html
http://sandbox.cs.uchicago.edu/blog_el/?p=338
http://beatrikn.spaces.live.com/Blog/cns!DB0283FF0E23F3B2!596.entry
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=1747
http://giaskepsou.blogspot.com/ με πλήρες κείμενο της απόφασης ανακήρυξης συνδυασμών 4/2007 καθώς και επιχειρηματολογία και νομικές παραθέσεις
[7] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ΑΕΔ είχε υπαγάγει τους νομάρχες στην ρύθμιση του άρθ. 56 για τα κωλύματα ήδη από το 1995 με την απόφαση 42/1995 (ΔιΔικ 1995 σ, 947 και 949 και ΑΕΔ 59/1997 ΔιΔικ 1998, σ. 432- 435) διευρύνοντας τη ρύθμιση. Για το ζήτημα αυτό έχει διεξαχθεί έντονη επιστημονική συζήτηση ήδη από την περίοδο της αναθεώρησης και αμέσως μετά. Η συλλογιστική αυτή που εστιάζεται ειδικά στους νομάρχες και πολλώ μάλλον στους υπερνομάρχες συνδέεται με το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα οι νομάρχες διορίζονταν και ήταν μετακλητοί δημόσιοι υπάλληλοι ενώ από το 1994 είναι αιρετά όργανα του β βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης(ν. 2218/1994 "ίδρυση νομαρχιακής αυτοδιοίκησης κλπ." (ΦΕΚ 153) καθώς και τους μεταγενέστερους νόμους 2273/94 (ΦΕΚ 233), 2284/95 (ΦΕΚ 14), 2297/95 (ΦΕΚ 50), 2307/95 (ΦΕΚ 113) κλπ., οι διατάξεις δε των νόμων αυτών κωδικοποιήθηκαν με το πρ.διάταγμα 30/1996 (ΦΕΚ 21) . Αυτό απαίτησε και την ιδιαίτερη μεταχείριση από τη νομοθεσία (ΑΕΔ 2/2000 ΔιΔικ 2001 σ. 540.
[8] Η οποία πάντως έχει τύχει σοβαρού θεωρητικού σχολιασμού σε συνέδρια και νομικά περιοδικά από πολλούς συνταγματολόγους όπως τον κ. Κώστα Μποτόπουλο, τον κ. Θανάση Ξηρό, την κ. Χρύσα Χατζή και την κ. Π. Φουντεδάκη
10 σχόλια:
Kαλή επιστημονική εργασία αγαπητή Ελένη, αλλά μία νομική ανάλυση ίσως χρειάζεται ταυτόχρονα και πολιτική επιστημονική ανάλυση. Δλδ τα νομικά δεδομένα να συνεξετάζονται με τα πολιτικά. Αυτά μπορεί να είναι η προβολή της αδικημένης πολιτικού σε πρώτο πλάνο που προετοιμάζει μελλοντικά ένα νέο ρόλο με την επανόρθωση της αδικίας. Επίσης η Α.Διαμαντοπούλου έπιασε 2ο ρόλο έν όψει εκλογών κα μετεκλογικών υποθέσεων. Νομίζω μια καλή νομικός έχει δικαιωμα να χρησιμοποιεί γεγονότα με οπτικες άλλων επιστημών εφόσον η αναλυτική μέθοδος δεν αφορά το αντικειμενο αλλά τη μεθοδο έρευνας. Πρώτα είμαστε επιστήμονες και μετά ακολουθεί η εξειδίκευση.(;)
Επιθυμώ να επισημάνω ότι με αφορμή αυτό το ποστ διαπίστωσα ότι υπάρχουν σημαντικά κείμενα στον ιστοχώρο άξια της καλύτερης επιστημονικής προβολής καθώς είναι και επίκαιρα και πρωτότυπα. Αδίκησα την πολύ καλή δουλειά του e-lawyer στο ίδιο θέμα καθώς την ανακάλυψα με καθυστέρηση μέσω του Netpen! Ομολογώ ότι η έκπληξη ήταν ιδιαιτέρως θετική.
gd winzip
καλώς όρισες. Μου άρεσε το αγαπητή Ελένη... προσφώνηση ανθρώπων που γνωρίζονται, αλλά έτσι είναι ο ιστοχώρος. Εκτός και αν όντως γνωριζόμαστε...
Εχεις δίκαιο στις παρατηρήσεις σου. Είχα μείνει με την εντύπωση ότι με τα εργαλεία της δουλειάς μου οδηγήθηκα και σε πολιτικά συμπεράσματα. Ισως χωρίς ένταση. Από την άλλη μεριά νομίζω ότι δεν χωρά ο νους του ανθρώπου τη σκοπιμότητα αυτής της επιλογής εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ. Και φυσικά η άγνοια, όσο και αν ισχύει, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί σε ένα κόμμα με ευάριθμους συνταγματολόγους. Δεν μπορεί ΟΛΟΙ να μισούν τόσο πολύ και την κ. Γεννηματά και τον αρχηγό τους...
Εξάλλου σε σοβαρά ιστολόγια (δες το ΝΕΤPEΝ)διάβασα ότι ήταν γνωστό το θέμα εκ των προτέρων. Ακόμη περισσότερο λοιπόν δεν μπορώ να καταλάβω τη σκοπιμότητα.
Θα με βοηθούσε η ποίηση ίσως...
- κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε !
Mάλλον πρόκειται για κίνηση στρατηγικής πολιτικής που κατανοείται απο τον λατικό τύπο, Cui bono e cui non bono. Αν η Φ.Γ. ωφελείται τότε, cherchez l'autre femme cui non bono.
Eπίσης αναζητιούνται οι πιθανές μετεκλογικές κινήσεις ντόμινο έν όψη σεναρίου ήττας, τις οποίες και δεν θεωρώ πιθανές ανεξαρτήτως εκλογικής έκβασης.
Προτίμησα αγαπητή αντί κυρία, δεν είναι καλύτερα;
Η γνωριμία μας μάλλον άρχισε απο σχόλιο με "πισίνα".
Αγαπητή κυρία Τροβά, ευχαριστώ για την θετική παρουσίαση και της δικής μου τοποθέτησης.
Θα με ενδιέφερε ιδιαίτερα μια τοποθέτηση στην δεύτερου επιπέδου αναζήτησή μου (θέμα για το οποίο αφήνετε ένα μικρό υπονοούμενο) ως προς τον δίκαιο χαρακτήρα της ορθότητας και της σκοπιμότητας του άρθρου 56, τις ανισότητες που περιέχει για τους αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης έναντι των ανώτατων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων και, εν τέλει, ενόψει του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Σε σχέση με το ζήτημα αυτό πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι νομικά είναι μάλλον απλό. Τούτο προκύπτει άλλωστε και από την ανάλυση που γίνεται στο post. Η συνταγματική διάταξη είναι σαφής και επιβάλει τα ανώτερα αιρετά όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού να μην ανακηρύσσονται καν υποψήφιοι βουλευτές. Από τη στιγμή μάλιστα που γίνεται αναφορά στην ανακήρυξη προκύπτει ευθέως η αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου να αποφασίσει σχετικά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται κατά το συγκεκριμένο στάδιο της εκλογικής διαδικασίας. Το μόνο που στην προκειμένη περίπτωση έχει ενδιαφέρον είναι το κατά πόσο είναι πραγματικά επιθυμητό να περιοριστεί η δικαστική προστασία του συγκεκριμένου επίδοξου υποψήφιου. Δηλαδή κατά πόσο μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι εν προκειμένω η κ. Γεννηματά δε θα έχει τη δυνατότητα να προσβάλει τη συγκεκριμένη απόφαση και να προβάλει τα δικά της επιχειρήματα, επιδιώκοντας να την ανατρέψει.
Αν θελήσει κανείς να μπει στο διάλογο σε σχέση με τη διάταξη αυτή του Συντάγματος και τη σκοπιμότητά της ή να σταθμίσει και να εκτιμήσει την ορθότητά της, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Άλλωστε δε θα ήταν η πρώτη φορά που διαπίστωνε ότι μία συνταγματική διάταξη θα μπορούσε να είναι και προβληματική. Για το λόγο αυτό άλλωστε τα συντάγματα ερμηνεύονται και τις περισσότερες φορές τούτο γίνεται, για να διορθωθούν λάθη ή παραλείψεις του συνταγματικού ή αναθεωρητικού νομοθέτη. Αυτός ο προβληματισμός όμως ανάγεται σε άλλα επίπεδα και δεν ακουμπάει το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο είναι περισσότερο πολιτικό παρά νομικό. Και ως πολιτικό πρόβλημα οδηγεί δυστυχώς σε πολύ δυσάρεστα συμπεράσματα.
αγαπητέ gd winzip
η αποστροφή μου διόλου δεν είχε να κάνει με τον πληθυντικό. Το απλό Ελένη αρκεί και περισσεύει. Με προβλημάτισε μήπως γνωριζόμαστε επειδή από τη στιγμή που γράφω επωνύμως δεν μπορώ να υποθέσω ποιός είναι ο συνομιλητής με ψευδώνυμο.
Η πισίνα που αναφέρεστε δεν μου θυμίζει κάτι. Θα ψάξω όμως καλύτερα.
e-lawyer
Δεν σας προλαβαίνω. Η σκέψη σας καλπάζει δημιουργικά. Χρωστάω μια απάντηση
λοιπόν ως προς το χαρακτήρα του άρθ. 56 θεωρώ ότι οι συγγράφοντες αναθεωρητικοί για κωλύματα οφείλουν να είναι συγκρατημένοι. Οχι δεν μου αρέσει να κωλύονται οι πάντες διότι αυτό ευνοεί τελικώς μόνον του καθηγητές ΑΕΙ που φροντίζουν να εξαιρούνται. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι πρέπει να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ευρύ. Φυσικά αυτές είναι δικές μου σκέψεις. Οι ανισότητες που αναφέρετε υπάρχουν αλλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε το υφιστάμενο σύνταγμα παρά με τη γνωστή διαδικασία. Η σε εξέλιξη αναθεώρηση νομιζω δεν έχει τοποθετηθεί...
Ως προς το άρθ. 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλου πράγματι είναι όπως το λέτε αλλά προς το παρόν είναι ένα ζήτημα αν υπερισχύει του Συντάγματος. Εδώ καλέ μου φίλε (αν μου επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός) τρομάξαμε με το κοινοτικό δίκαιο να καταλήξουμε που έχει και σαφή νομολογία το ΔΕΚ.
Αλλά σας θυμίζω ότι στη χώρα μας το Σύνταμα έχει και έναν ιδιαίτερο εκδικητικό/εξορκιστικό χαρακτήρα: αν οι εχθροί μας δεν εξολοθρεύονται αλλιώς τους κάνουμε διάταξη στο σύνταγμα για να ψοφήσουν...
Μ'αυτά και εκείνα προτιμώ να αποφεύγω τον προβληματισμό de lege ferenda!
Μπήκα και γω το καημένο να κάνω σχόλιο και έπεσα πάνω σε ένα σωρό εξαίρετους νομικους.
;D
Η γνώμη ενός μηχανικού ενος θετικου μυαλού αν το θέλετε είναι η εξής:
Για μένα όταν κάτι φτάνει να γίνει νόμος του κράτους ή ακόμη περισσότερο μέρος του Συντάγματος, έχουν επιλυθεί όλα τα επιμέρους οικονομικά, πολιτικά κοινωνικά και άλλα ζητήματα ή πτυχές.
Είναι ΝΟΜΟΣ. Οφείλουμε όλοι να τον γνωρίζουμε και να τον ακολουθουμε.
Τον συνταγματολόγο θέλω να τον δω να εργάζεται πριν την σύνταξη του Συντάγματος και όχι για την ερμηνεια του μετά. Μετά το Σύνταγμα πρέπει να ειναι ξεκάθαρο. Απλό και ξεκάθαρο.
Και στην προκειμένη περίπτωση είναι και απλό και ξεκάθαρο και κατανοητό από τον οιοδήποτε ως οφείλει να είναι.
Τωρα αν κάποιοι πιστεύουν οτι επειδή έχουν μαζέψει όλους τους ακαδημαϊκούς συνταγματολόγους στις εκλογικές τους λίστες, μπορούν να παίζουν πολιτικά παιχνίδια και να εμφανίζονται υπεράνω του νόμου ή μάλλον να παρανομουν εις γνώση τους και απλά να περιμένουν να δικαστούν μετά το πέρας της παρανομίας, εγώ αυτό όχι απλά δεν το κατανοώ, αλά το ερμηνεύω ως ξεκάθαρη δήλωση αλλαζονείας και περιφρόνησης της κοινης νοημοσύνης του ελληνικου λαού.
Τέλος. Τώρα ρίχτε τα βέλη σας πάνω στο ανυπεράσπιστο νομικά κορμί μου!
;D
Ευχαριστώ πολύ για την τοποθέτηση, κυρία Τροβά. Για τη σχέση ΕΣΔΑ-Συντάγματος, μπορεί να μην μας έχει απασχολήσει ιδιαίτέρως, αλλά νομίζω ότι στην περίπτωση Λυκουρέζου η έλλειψη μεταβατικής διάταξης για την εφαρμογή του κωλύματος αφορούσε το ίδιο το συνταγματικό κείμενο.
Στον philo θα έλεγα ότι αντιμετωπίζει με σχετική αυτο-υποτίμηση την εμβληματικότητα της έννοιας "νόμος". Υπενθυμίζω ότι ένας βυζαντινός αυτοκράτορας είχε εκδώσει διάταγμα περί απαγόρευσης ερμηνείας των νόμων από τους νομικούς, αλλά οι τελευταίοι το παρέκαμψαν δια της ερμηνείας.
Δημοσίευση σχολίου