Η σημερινή είδηση για την πρόθεση της κυβέρνησης να εισάγει το e-procurement στη διαδικασία ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων επιβάλει ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα για το θέμα
Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση
Με τον όρο ηλεκτρονική
διακυβέρνηση (e-government) χαρακτηρίζεται γενικά η εισαγωγή των
τεχνολογιών της πληροφορικής και των υπολογιστών στη δημόσια διοίκηση και οι νέες διοικητικές πρακτικές,
τις οποίες οι τεχνολογίες αυτές εισήγαγαν. Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε με τις
γενικότερες πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες τοποθετείται το επίθετο
«ηλεκτρονικό-ή» (“e”) με σκοπό να δώσει έμφαση στον
ηλεκτρονικό τρόπο παραγωγής και διανομής των υπηρεσιών (ηλεκτρονικό εμπόριο,
ηλεκτρονικό επιχειρείν, ηλεκτρονική μάθηση κλπ[1].
Για ορισμένους
η ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι η εφαρμογή εργαλείων και τεχνικών του
ηλεκτρονικού εμπορίου στη λειτουργία της διακυβέρνησης. Αυτή η αντίληψη εστιάζει
στην πρακτική αποδοτικότητα και τη μείωση του κόστους. Ως παράδειγμα μπορεί να
αναφερθούν τα ευεργετικά αποτελέσματα που μπορούν να προέλθουν από την
ηλεκτρονική κατάθεση της φορολογικής δήλωσης και τον ηλεκτρονικό εφοδιασμό. Για
άλλους η ηλεκτρονική διακυβέρνηση έχει τη δυναμική να βελτιώσει τη δημοκρατική
συμμετοχή και να υπερκεράσει την πολιτική αποστασιοποίηση. Η αντίληψη αυτή
εστιάζει σε πρωτοβουλίες που θα φέρουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των διάφορων
μορφών διακυβέρνησης και του πολίτη σε νέα επίπεδα.
Προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης και απλούστευσης των
διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων και την ουσιαστική εφαρμογή τους η
Κοινότητα έχει εκδώσει κανόνες για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση[2]. Έτσι με σκοπό τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και την ενίσχυση
των δημοκρατικών διαδικασιών και των διαδικασιών στήριξης των δημόσιων
πολιτικών έχει εκδοθεί η Ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Σεπτεμβρίου 2003
προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και
Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Ο ρόλος της ηλεκτρονικής
διακυβέρνησης («eGovernment») για το μέλλον
της Ευρώπης[3].
Μια από τις εφαρμογές της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης
είναι και η ηλεκτρονική διαπραγμάτευση και σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Η ηλεκτρονική δημοσίευση μιας προκαταρκτικής
προκήρυξης επιτρέπει τη μείωση της προθεσμίας παραλαβής των προσφορών κατά επτά
ημέρες στην περίπτωση των ανοικτών και κλειστών διαδικασιών. Το ίδιο ισχύει και
για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής στις περιπτώσεις διαδικασιών
διαπραγμάτευσης και ανταγωνιστικού διαλόγου.
Στην προαναφερθείσα μείωση
μπορεί να προστεθεί συμπληρωματική μείωση κατά πέντε ημέρες όταν τα έγγραφα της
σύμβασης είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, στην περίπτωση των ανοικτών και
κλειστών διαδικασιών.
Το ζήτημα της ηλεκτρονικής
διαπραγμάτευσης και σύναψης δημοσίων συμβάσεων είναι από τα πλέον επίκαιρα[4] ενόψει
των οδηγιών 2004/17 και 2004/18 οι οποίες για πρώτη φορά θέτουν ένα συνεκτικό
πλαίσιο για διαφανείς και χωρίς διακρίσεις διαδικασίες ανάθεσης με ηλεκτρονικά
μέσα[5].
Η νέα οδηγία θέτει τα
ηλεκτρονικά και τα παραδοσιακά μέσα σε ισότιμη βάση. Αφήνει στους παράγοντες
της αγοράς την επιλογή των μέσων επικοινωνίας που θα χρησιμοποιούν στις
διαδικασίες. Σε περίπτωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων, η αναθέτουσα αρχή μπορεί
να μειώσει τη σχετική προθεσμία κατά τα προαναφερόμενα[6].
Η χρήση των τεχνολογιών κατάλληλα μπορεί να συνεισφέρει στον περιορισμό του
κόστους και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα. Αυτός ήταν και ο σκοπός των
οδηγιών του 2004 για τις δημόσιες συμβάσεις. Η Επιτροπή μάλιστα εξέδωσε ένα
Πρόγραμμα Δράσης για να βοηθήσει τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν την οδηγία ορθά
και να λάβουν τα μέγιστα οφέλη από την ηλεκτρονική διαδικασία ανάθεσης. Σκοπός
του ήταν η επιβοήθηση της επιχειρηματικότητας με χρήση πληροφορικής και internet για την δημοπράτηση με τρόπο ηλεκτρονικό οπουδήποτε στην Ευρώπη αλλά με
καθαρούς όρους και διαδικασίες αλλά και με την αναγκαία ασφάλεια.
Για την επίτευξη της λειτουργικότητας των ρυθμίσεων της νέας οδηγίας
προβλέφθηκαν μέσα διευκόλυνσης όπως το νέο Κοινό Λεξιλόγιο (CPV) με τον Κανονισμό της 28 Νοεμβρίου του 2007 που εφαρμόζεται 6 μήνες μετά
τη δημοσίευσή του, νέα πρότυπα δημοσιεύσεων ανακοινώσεων με τον Κανονισμό της
Επιτροπής 1564/2005 της 7ης Σεπτεμβρίου 2005[7].
Για τη διευκόλυνση επίσης των διαδικασιών αυτών θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη από τα κράτη μέλη η Οδηγία
1999/93/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999,
σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές[8] και η Οδηγία 2000/31/EK του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές
πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού
εμπορίου, στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο")[9].
Οι διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων και οι κανόνες που εφαρμόζονται
στους διαγωνισμούς στον τομέα των υπηρεσιών, απαιτούν υψηλότερο επίπεδο
ασφάλειας και εμπιστευτικότητας από εκείνο που προβλέπεται στις εν λόγω
οδηγίες. Κατά συνέπεια, οι μηχανισμοί ηλεκτρονικής παραλαβής προσφορών,
αιτήσεων συμμετοχής, καθώς και των μελετών και σχεδίων, θα πρέπει να πληρούν
ειδικές πρόσθετες απαιτήσεις. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί κατά
το δυνατόν η χρήση ηλεκτρονικών υπογραφών και ιδίως των πιο προηγμένων από αυτές.
Εξάλλου, η ύπαρξη συστημάτων εθελοντικής πιστοποίησης θα μπορούσε να αποτελέσει
ευνοϊκό πλαίσιο για τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης των εν
λόγω μηχανισμών.
Το Σχέδιο Δράσης[10] ετοιμάσθηκε με στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη έχει ως σκοπό την
καλύτερη εκμετάλλευση των ηλεκτρονικών μεθόδων. Ως πρώτο στάδιο η Επιτροπή θα
εκδώσει ένα ερμηνευτικό έγγραφο και έναν κατάλογο των βασικών απαιτήσεων για να
διασφαλισθεί ότι τα κράτη μέλη θα συμμορφωθούν με το ίδιο νομικό καθεστώς και
τους τεχνικούς κανόνες οι οποίοι θα είναι μεταξύ τους συμβατοί Μέχρι το τέλος
του 2006 οπότε προβλεπόταν και η ενσωμάτωση των οδηγιών το Σχέδιο Δράσης.
Επόμενα στάδια προβλέπονται για την
ανάπτυξη μιας νέας γενιάς on line προτύπων για την δημοσιότητα των διακηρύξεων και ένα καλύτερο προϊόν της
κατάταξης (CPV) σύμφωνο με τους κανόντες της
ηλεκτρονικής διαδικασίας ανάθεσης.
Δεδομένου ότι έως σήμερα, η έλλειψη σαφών κοινοτικών
κανόνων έχει αποτελέσει εμπόδιο στην καθιέρωση της ηλεκτρονικής σύναψης
δημόσιων συμβάσεων στην Ευρώπη, καταβάλλεται προσπάθεια να προωθηθεί μια νέα δέσμη νομοθετικών μέτρων σχετικά
με τις δημόσιες συμβάσεις. Στα μέτρα αυτά
περιλαμβάνονται συγκεκριμένοι κανόνες για την ηλεκτρονική σύναψή τους.
Εκτιμάται ότι οι δημόσιες συμβάσεις είναι ένας τομέας στον οποίο η χρήση της
τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) μπορεί να προσφέρει
ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Οι παραδοσιακές διαδικασίες για τις δημόσιες συμβάσεις
είναι χρονοβόρες και πολύπλοκες και απαιτούν πολλούς πόρους. Επομένως, η χρήση
της ΤΠΕ στις δημόσιες συμβάσεις μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα, την
ποιότητα και τη σχέση κόστους/απόδοσης των δημόσιων συμβάσεων. Οι ρυθμίσεις
αυτές προσδοκάται ότι θα δώσουν ώθηση στη διάδοση των ηλεκτρονικών δημόσιων
συμβάσεων στην Ευρώπη. Ειδικότερα, όπως αναλύεται αμέσως κατωτέρω, ρυθμίσεις
σχετικά με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών στις
δημόσιες συμβάσεις περιλαμβάνονται τόσο στα κείμενα των οδηγιών όσο και σε
ανεξάρτητα νομοθετήματα.
Το πρώτο βήμα για
τη διευκόλυνση των ενδιαφερομένων φορέων έγινε με τη δημιουργία ενός δικτυακού
τόπου αποκλειστικά για τις δημόσιες συμβάσεις,
το λεγόμενο σύστημα πληροφόρησης για τις δημόσιες συμβάσεις (SIMAP)[11], το οποίο έχει τεθεί εξαρχής στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου. Ο δικτυακός
αυτός τόπος προσφέρει στους επαγγελματίες των προμηθειών του δημοσίου
πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες σύναψης συμβάσεων που υπάρχουν σε
διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και σχετικά με το προφίλ των αγοραστών
τριάντα περίπου χωρών. Ο δικτυακός τόπος SIMAP προτείνει ειδικά εργαλεία, όπως την υπηρεσία ηλεκτρονικής ειδοποίησης μέσω
του Διαδικτύου, και παρουσιάζει τους κανόνες και τις διαδικασίες τόσο σε
ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ενημερώνει επίσης τους οικονομικούς
παράγοντες σχετικά με τα μέσα προσφυγής που υπάρχουν στα κράτη μέλη σε
περίπτωση παράβασης των κοινοτικών κανόνων που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις.
Ήδη όπως αναφέρθηκε η Επιτροπή εξέδωσε
ένα νέο Κανονισμό με αρ. 1564/2005 της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 που
δημιουργεί νέα πρότυπα ανακοινώσεων ειδικά για τις οδηγίες 2004/17 και 2004/18[12]. Εξάλλου με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της
7ης Σεπτεμβρίου 2005 τροποποιήθηκε το προσάρτημα XX της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του προσαρτήματος VIII της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ[13].
Όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών η νέα οδηγία θέτει
τα ηλεκτρονικά και τα παραδοσιακά μέσα σε ισότιμη βάση.
Στο πλαίσιο της αρχής της διαφάνειας, η κοινοτική
νομοθεσία καθιστά υποχρεωτική τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης των προκηρύξεων διαγωνισμών των οποίων η αξία υπερβαίνει
ορισμένα κατώτατα όρια. Τα όρια αυτά ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της
σύμβασης. Οι προκηρύξεις δημοσιεύονται[14], δωρεάν για τους αγοραστές στις 20 επίσημες γλώσσες της Ένωσης, στο
Συμπλήρωμα S της ΕΕ.
Οι παράγοντες της αγοράς όμως είναι καταρχάς ελεύθεροι να
επιλέξουν τα μέσα επικοινωνίας που θα χρησιμοποιούν στις διαδικασίες. Τούτο
σημαίνει ότι τα ηλεκτρονικά και τα
παραδοσιακά μέσα τίθενται σε ισότιμη βάση. Σε περίπτωση χρήσης ηλεκτρονικών
μέσων ωστόσο παρέχεται στην αναθέτουσα αρχή η ευχέρεια να μειώσει τη σχετική
προθεσμία, σύμφωνα και με τα όσα έχουμε αναφέρει αμέσως ανωτέρω.
Με τις ρυθμίσεις της νέας οδηγίας εγκαθιδρύεται μια νέα
τεχνική αγοράς, το επονομαζόμενο δυναμικό σύστημα αγοράς το οποίο βασίζεται
αποκλειστικά σε ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.
Σημαντικό βήμα προς την ηλεκτρονική σύναψη των δημοσίων
συμβάσεων συνιστά και η διαδικασία των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Σύμφωνα με
τις νέες οδηγίες (άρθρο 54 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και άρθρο 56 της
Οδηγίας 2004/17/ΕΚ αντίστοιχα) οι αναθέτουσες αρχές, έχουν τη δυνατότητα να
προσφεύγουν για τη σύναψη μιας σύμβασης σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Η Οδηγία 2004/18/ΕΚ κάνει μάλιστα ειδική
αναφορά στη σημασία και το σκοπό των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών[16].
Απαραίτητη προϋπόθεση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές
συνιστά το να είναι δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός του αντικειμένου της
σύμβασης που πρόκειται να ανατεθεί. Εάν η σύμβαση ανατίθεται στην κατώτερη
τιμή, ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αφορά αποκλειστικά και μόνο στις
προσφερόμενες τιμές. Εάν πάλι η ανάθεση γίνεται στην πλέον συμφέρουσα
οικονομική προσφορά, αναγκαστικά εκτείνεται τόσο στις τιμές όσο και στις αξίες
των προσφορών που επισημαίνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Θα πρέπει πάντως να
σημειώσουμε ότι για ορισμένα είδη συμβάσεων δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή
ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Τέτοιες συμβάσεις είναι αυτές αφορούν σε παροχές
διανοητικής εργασίας (βλ. χαρακτηριστικά το άρθρο 1 παρ. 7[17] της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ)[18]. Είναι προφανές ότι το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί η χαμηλότερη δυνατή
τιμή, ενώ παράλληλα θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, ώστε να μην παραβιάζονται
οι βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, όπως αυτές της
ισότιμης μεταχείρισης, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας.
Ειδικότερα σύμφωνα με τους σχετικούς ορισμούς ο
ηλεκτρονικός πλειστηριασμός είναι μια επαναληπτική διαδικασία που βασίζεται σε
έναν ηλεκτρονικό μηχανισμό παρουσίασης νέων, μειωμένων τιμών ή/και νέων αξιών
όσον αφορά ορισμένα στοιχεία των προσφορών. Η διαδικασία αυτή διεξάγεται έπειτα
από προκαταρκτική πλήρη αξιολόγηση των προσφορών, επιτρέποντας την ταξινόμησή
τους με βάση αυτόματης μεθόδους αξιολόγησης. Πριν από την έναρξή της η
αναθέτουσα αρχή αποστέλλει στους ενδιαφερόμενους όλα τα κρίσιμα σχετικά με την
υπό ανάθεση σύμβαση στοιχεία. Στη συνέχεια οι υποβληθείσες προσφορές
αξιολογούνται. Οι οικονομικοί φορείς που υπέβαλαν παραδεκτώς προσφορές καλούνται
να προσφέρουν βελτιωμένες τιμές. Η πρόσκληση προσδιορίζει την ημερομηνία και
την ώρα έναρξης του πλειστηριασμού και, ενδεχομένως, τον αριθμό των φάσεων.
Αναφέρει επίσης το μαθηματικό τύπο βάσει του οποίου καθορίζεται η αυτόματη
κατάταξη, περιλαμβάνοντας τη στάθμιση των κριτηρίων ανάθεσης. Κατά τη διάρκεια
του πλειστηριασμού αυτού οι αναθέτουσες αρχές είναι υποχρεωμένες να ενημερώνουν
τον κάθε συμμετέχοντα σε σχέση με την κατάταξή του στη δεδομένη στιγμή, χωρίς
να δικαιούται να αποκαλύψει την ταυτότητά του στους λοιπούς διαγωνιζόμενους. Ο
πλειστηριασμός τερματίζεται όταν μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό όριο που έχει
οριστεί εξαρχής, παύσουν να γίνονται νέες βελτιωμένες προσφορές[19]. Το χρονικό αυτό όριο μπορεί να
είναι είτε μία ορισμένη ημερομηνία είτε η ολοκλήρωση των διαφόρων φάσεων του
πλειστηριασμού.
[1] Arrowsmith S., E-Commerce Policy and the EC
Procurement Rules: The Clash between Rhetoric and Reality, CMLR 2001, 38 (6), σελ.
1447-1477, Heinze F., Die eletronische Vergabe öffentlicher Aufträge, Φρανκφούρτη κ.α.,
2005, Janssen S.A./Dippel N. (επ.): Elektronische
Beschaffung und Vergabe in der öffentlichen Verwaltung: Rechtliche,
organisatorische und wirtschaftliche Aspekte, Κολωνία 2005.
[2] Arrowsmith S., E-Commerce
Policy and the EC Procurement Rules: The Clash between Rhetoric and Reality,
CMLR 2001, 38 (6), σελ. 1447-1477, Prieß H.J., Handbuch des
Vergaberechts, Carl Heymanns Verlag, Κολωνία κ.α., σελ. 91, Trepte P., Electronic Procurement Marketplaces: the Competition
Law Implications, Public Procurement Law Review, 2001, σελ. 10.
[3] COM(2003)
567 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα,
βλ. την ηλεκτρονική δημοσίευση σε: http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l24226b.htm
[4] Βλ. τη σχετική ηλεκτρονική δημοσίευση της
Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς της Επιτροπής ΕΕ σε: http://ec.europa.eu/internal_market/publicprocurement/e-procurement_en.htm#expli
[5] Βλ. σχετικά
την 35η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, σύμφωνα με την
οποία:
«…
(35) Λαμβανομένων υπόψη των νέων τεχνολογιών της
πληροφορίας και των επικοινωνιών καθώς και των απλουστεύσεων που μπορούν να
επιφέρουν στο επίπεδο της δημοσιότητας των συμβάσεων και στην
αποτελεσματικότητα και διαφάνεια των διαδικασιών σύναψης, τα ηλεκτρονικά μέσα
θα πρέπει να εξισώνονται με τα κλασικά μέσα επικοινωνίας και ανταλλαγής
πληροφοριών. Στο μέτρο του δυνατού, το μέσο και η τεχνολογία που επιλέγονται θα
πρέπει να είναι συμβατά με τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούν τα άλλα κράτη
μέλη. …».
[6] Βλ. σχετικά την 38η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ,
σύμφωνα με την οποία:
«…
(38) Η χρήση ηλεκτρονικών μέσων
εξοικονομεί χρόνο. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μείωση των
ελάχιστων προθεσμιών όταν χρησιμοποιούνται τα εν λόγω ηλεκτρονικά μέσα, υπό τον
όρο, ωστόσο, ότι οι προθεσμίες συμβιβάζονται με το συγκεκριμένο τρόπο
διαβίβασης που προβλέπεται σε κοινοτικό επίπεδο. …».
[7] Πρόκειται για τον Κανονισμό 213/2008 της Επιτροπής, της
28ης Νοεμβρίου 2007 , για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί του κοινού λεξιλογίου για τις
δημόσιες συμβάσεις (CPV) και των οδηγιών του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ περί των
διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, όσον αφορά την αναθεώρηση του CPV, βλ.:
[8] Οδηγία
1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου
1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές, βλ.: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2000:013:0012:0020:EL:PDF
[9] Οδηγία
2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000
για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως
του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό
εμπόριο»), βλ.: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2000:178:0001:0016:EL:PDF
[10] Σχέδιο Δράσης για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές
δημόσιες συμβάσεις Βρυξέλλες 13/12/2004 Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο,
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και
στην Επιτροπή Περιφερειών.
[12] Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1564/2005 της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για την κατάρτιση τυποποιημένων εντύπων προς δημοσίευση
προκηρύξεων και γνωστοποιήσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων
δυνάμει των οδηγιών 2004/17/EΚ και 2004/18/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, βλ.: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2005:257:0001:0126:EL:PDF
[13] Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, για την τροποποίηση του παραρτήματος XX της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του παραρτήματος VIII της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί
δημοσίων συμβάσεων, βλ.:
[16] Χαρακτηριστικές ως προς το ζήτημα αυτά είναι οι αιτιολογικές σκέψεις υπ’
αριθ. 12-14 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ,
[18] Kullack A./Terner R.,
EU-Legislativpaket: Die neue „klassische“
Vergaberechtskoordineirungsrichtlinie, ZfBR 2004, σελ. 244 και 346.
[19] Braun C., Neue Tendenzen im europäischen
Vergaberecht-Ein Ausblick, NZBau 2002, σελ. 377 κ. επ., Opitz M., Die Entwicklung des
EG-Vergaberechts in den Jahren 2001 und 2002, Teil 1-2, NZBau 2003, σελ. 184 κ. επ. Και 252 κ. επ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου