ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΑΧΕΛΩΟΣ - Ο ΘΕΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ




Ο θεός ποταμός
(σκέψεις με αφορμή την ΣτΕ (Ολ) 3478/2000)


Ελένη Τροβά
Δν δικηγόρος




Ένα από τα κατορθώματα του Ηρακλή ήταν η νίκη του στην πάλη με τον ποταμό Αχελώο. Αιτία της μάχης αυτής ήταν η Δηϊάνειρα, την οποία είχε ζητήσει σε γάμο ο ποταμός, ενώ ο αδερφός της ο Μελέαγρος είχε δώσει εντολή στον Ηρακλή να την παντρευτεί αυτός. H πάλη του ημίθεου με τον ποταμό υποδηλώνει την αρχέγονη σημασία του ποταμού για τον άνθρωπο και την, εκ του λόγου αυτού, «θέωση» του φυσικού στοιχείου για τον εξευμενισμό του και τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη δύναμη της φύσης.

Ο Αχελώος στην αρχαιότητα παριστάνεται με τρεις μορφές: είτε ως ταύρος, είτε ως φίδι, είτε ως άνθρωπος με κεφάλι ταύρου. Στη μάχη απεικονίζεται με τη μορφή ταύρου και θρυλείται ότι ο Ηρακλής κατάφερε να του σπάσει το ένα κέρατο και να τον νικήσει. Για να το πάρει πίσω ο Αχελώος, σύμφωνα με το μύθο,  πρόσφερε στον Ηρακλή το Κέρας της Αμαλθείας, το οποίο ο τελευταίος το χάρισε στους Καλυδώνιους.  Η συναλλαγή αυτή και η προσφορά του κέρατος της Αμάλθειας υποδηλώνει τους συμβιβασμούς σε σχέση με τη διαχείριση των φυσικών στοιχείων, έστω και αν αντιμετωπίζονται ως θεϊκά, για την πρόοδο της ιστορίας.

Τόσο σε επίπεδο συμβολισμών, όσο και σε επίπεδο ιστορικό, οι εξελίξεις με αφορμή την τύχη του «θεού ποταμού» στην σύγχρονη Ελλάδα, επιτρέπουν την ανάπτυξη συλλογισμών και προβληματισμών από τη θεωρία μέσα από την μελέτη της πρόσφατης νομολογίας του ΣτΕ, αλλά και την προσέγγιση της ερμηνείας του Συντάγματος και ιδίως του άρθρου 24 αυτού[1], ενόψει της αναθεώρησής του υπό το πρίσμα των συμβολισμών αυτών.

Γνώριζαν τάχα οι μυθοπλάστες της αρχαιότητας σε ποιο βαθμό θα όριζε ο Αχελώος το πεπρωμένο της σύγχρονης Ελλάδας του τέλους του 20ου αιώνα ? Είναι βέβαιο πώς όχι. Θα γνώριζαν όμως σίγουρα και εκείνοι τη σημασία των υδάτινων πόρων για την ιστορία και την οικονομία ενός τόπου.

Ο Αχελώος δεν είναι ένας τυχαίος ποταμός. Και δεν είναι τυχαίο που αναφέρεται στην αρχαιότητα ως «θεός ποταμός». Η έκταση και η σημασία του ως υδάτινου πόρου για μια γεωγραφική περιοχή χωρίς επαρκή ύδατα και η γεωπολιτική του σημασία οδήγησαν  στη δημιουργία αυτών των αντιλήψεων. Ο Αχελώος αποτελεί το στοιχείο εκείνο που ενοποιεί την κυρίως Ελλάδα και έχει μήκος 280 χιλιόμετρα είναι δε ο μακρύτερος ποταμός που ρέει εξ ολοκλήρου στην ελληνική επικράτεια. Πηγάζει από το όρος Λάκμος κοντά στο Μέτσοβο και διασχίζει τον ορεινό όγκο της Νότιας Πίνδου που καλύπτεται από δάση κωνοφόρων και οξιάς στις υψηλές ζώνες και δάση  βελανιδιάς και μεσογειακής μακίας στα χαμηλότερα ενώ η κοίτη περιβάλλεται από πυκνή παρόχθια βλάστηση. Εισέρχεται στο νομό Αιτωλοακαρνανίας από το δυτικό άκρο της ορεινής Θεσσαλίας, καθορίζει επί ένα διάστημα τα σύνορα του νόμου με την Ευρυτανία, διαρρέει ολόκληρο το νομό Αιτωλοακαρνανίας και αφού δέχεται τα νερά των παραποτάμων του Μέγδοβα, Αγραφιώτη, Μπιζάκου, χύνεται τέλος στο Ιόνιο πέλαγος.

Ο Αχελώος απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για τη σύγχρονη Ελλάδα καθώς, ως υδάτινος πόρος που συνιστά στην αγροτική και ενεργειακή αυτονόμηση της χώρας, συνέτεινε στην εξέλιξη των νομικών αντιλήψεων στη χώρα, στη δημιουργία ρευμάτων σκέψης και έντονων αντιθέσεων, δεδομένου ότι το ζήτημα της εκτροπής του απασχόλησε την πολιτική πρακτική της περιόδου 1980-2000 με ιδιαίτερη ένταση.  Ο συγκεκριμένος ποταμός θα μας απασχολήσει στο πλαίσιο του παρόντος για τον εντοπισμό μέσα από δικαστικές αποφάσεις και θεωρητικές σκέψεις των βαθύτερων ζητημάτων που εκφράσθηκαν με αφορμή την εκτροπή του. Άξονας της διαδρομής αυτής θα είναι οι «δίκες του ποταμού Αχελώου», με έμφαση στην τελευταία αυτή δηλαδή που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης ΣτΕ 3478/2000, η οποία και δημοσιεύεται αμέσως μετά.

Είναι λοιπόν το κέρας της Αμάλθειας που δίδει ως αντάλλαγμα ο ποταμός στους Ηρακλείς του τέλους του 20ου αιώνα, για να ανακτήσει το κέρατο που έχασε στη μάχη, το τίμημα που φαίνεται να καταβάλει σήμερα μέσα από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού μας δικαστηρίου[2]. Ο Αχελώος απασχόλησε τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’επανάληψη. Θα μπορούσε δηλαδή ευπρόσωπα να μιλήσει κανείς για τις «δίκες του Αχελώου» και μέσα από αυτές να επιχειρήσει να συναγάγει κάποια ουσιαστικά συμπεράσματα.

Οι δίκες του Αχελώου ξεκίνησαν με πρώτη, αυτή που οδήγησε στην απόφαση ΣτΕ 2759/1994[3]. Με την απόφαση ΣτΕ (Ολ) 3478/2000 ολοκληρώθηκε ο αιώνας και η διαδρομή της νομολογίας του ΣτΕ σε σχέση με τα ζητήματα ερμηνείας του άρθρου 24 Σ., της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης[4] και εν γένει της προστασίας του περιβάλλοντος που προωθήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90. Τούτο ιδίως διαπιστώνεται με αφορμή το γεγονός ότι το άρθρο 24.Σ. μέσα στους μήνες που έπονται της έκδοσης της απόφασης θα έχει αναθεωρηθεί δραστικά. Αν το σύνολο των σημαντικών οικονομικών παρεμβάσεων που έγιναν στην Ελλάδα επικεντρώθηκαν γύρω από τις μεγάλες πόλεις και ιδίως την Αθήνα, η παρέμβαση που αφορούσε την εκτροπή του Αχελώου, έδωσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την ευκαιρία να εκφράσει δικανικό λόγο για την εξέλιξη της οικονομίας του τόπου στους χώρους που το ποτάμι διασχίζει, μακριά πολύ από τα αστικά κέντρα. Ίσως μάλιστα τούτο να δικαιολογεί και την έμφαση που έδωσε το δικαστήριο σε τεχνικές αναφορές, σε γεωφυσικές περιγραφές και αναπτύξεις μέσα στις αποφάσεις του σε σχέση με το συγκεκριμένο ποταμό. Κατ’αυτό έγκειται και η διαφορά ως προς τη σημασία των αποφάσεων του Αχελώου, καθώς επικεντρώνουν το νομικό ενδιαφέρον στην μεταβολή του χαρακτήρα μιας γεωργικής χώρας και την εξέλιξη της μη αστικής Ελλάδας.

Μακριά από τους μύθους, τους συμβολισμούς  και την γεωπολιτική του σημασία, ο ποταμός Αχελώος έδειξε με τις «δίκες του» τα όρια της ελληνικής οικονομίας και τα όρια της νομολογίας[5]. Η εξέλιξη της νομολογίας για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και της εξέλιξη των αντιλήψεων στη σύγχρονη Ελλάδα[6] για την προστασία του, αποτελούν ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας, το πλέον ίσως επίκαιρο νομικό ζήτημα της δεκαετίας. Στο ίδιο διάστημα κατέστη προφανής η προσπάθεια προσαρμογής της χώρας στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, είτε αφορούν τη βιωσιμότητα (οδηγία 85/337/ΕΟΚ όπως ισχύει) είτε αφορούν τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη (οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις)[7]. Ήταν λοιπόν η συνεύρεση των τάσεων αυτών που, με αφορμή τον Αχελώο, έφεραν σημαντικά νομικά θέματα στο προσκήνιο.

Τα πραγματικά ζητήματα

Οι «δίκες» του Αχελώου έχουν ως κύρια αφορμή την ένταση που υπήρξε με αφορμή την εκτροπή του ποταμού. Από πολλούς  θεωρήθηκε ότι με την εκτροπή θα επιτευχθεί μια μεγάλη οικονομική παρέμβαση στην περιοχή, η οποία θα οδηγήσει σε αυτάρκεια του θεσσαλικού κάμπου και ενδεχομένως συνολική αυτάρκεια της Ελλάδας, Όπως αναφέρεται στο έργο «Η δίκη του Αχελώου»  με επιμέλεια Ευθυμιόπουλου- Τσαντίλη – Χατζημπίρου[8],  η ιδέα της εκτροπής του Αχελώου για την άρδευση της πεδιάδας της Θεσσαλίας πρωτοδιατυπώθκε από τον καθηγητή Κουτσοκώστα το 1925. Στόχος της εκτροπής θα ήταν η αυτάρκεια τη Ελλάδας σε γεωργικά προϊόντα και είδη διατροφής με την άρδευση του θεσσαλικού κάμπου. Ακολούθησαν σειρά μελετών μέχρι την εξαγγελία της εκτροπής το 1983 από τον Α. Παπανδρέου στην επέτειο του Κιλελέρ στις 13.3.1983. Οι ποικίλες σκοπιμότητες, συνδεόμενες ιδίως με την κοινοτική χρηματοδότηση μετέτρεψαν όμως σταδιακά το έργο αυτό από αρδευτικό σε αμιγώς ενεργειακό.

Η αρχική σκέψη συνεπώς μεταβλήθηκε γρήγορα μαζί με τις οικονομικές παραδοχές, αλλά και τη συνολική μεταβολή του οικονομικού προγραμματισμού της χώρας, λόγω της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) . Το έργο εντάχθηκε στα Μεσογειακά Ολοκληρμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) το 1987 και προβλέφθηκε η εκτίμηση των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ. Είναι συνεπώς ένα έργο που χαρακτηρίζει τις πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις της χώρας, τονίζοντας αρχικά τον αγροτικό της χαρακτήρα, αλλά μετέπειτα ιδίως την ενεργειακή της αυτονόμηση. Λόγω της σημασίας του και του ευρωπαϊκού του χαρακτήρα, αλλά και της κοινοτικής του χρηματοδότησης, υπήρξε τόπος δοκιμής, αλλά και δοκιμασίας, των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και της εφαρμογής τους από την Ελλάδα στην κρίσιμη δεκαετία του 90.

Το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη γεωργική γη και να απορροφήσει ταυτόχρονα κοινοτικές ενισχύσεις. Οι εξελίξεις έμελλαν να βεβαιώσουν ότι η τύχη της χώρας στο πλαίσιο της κοινοτικής νομιμότητας δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη. Τούτο βεβαίως επιβεβαιώθηκε όχι μόνον ως προς την εφαρμογή των κανόνων της προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και ως προς το σύνολο των κανόνων ανταγωνισμού και δημοσίων συμβάσεων με έμφαση στην υπόθεση ΤΑΥEURO που θα εξετασθεί εκ παραλλήλου με συντομία, αλλά και τη ρύθμιση του νόμου 2299/1995, οπότε μέσω της κύρωσης διεθνούς συμβάσεως με την Δημοκρατία της Ρωσικής Ομοσπονδίας προβλέφθηκαν αναθέσεις προς ιδιωτικές εταιρίες μεταξύ των οποίων και του έργου «Μελέτη Προμήθεια Εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία του μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού των υδροηλεκτρικών σταθμών Συκιάς και Πευκοφύτου, των έργων εκτροπής Αχελώου…» (άρθ. 5 του νόμου Κύρωση Πρωτοκόλλου)[9].

Τα σχέδια για το «θεό – ποταμό» δεν περιορίσθηκαν λοιπόν στην εκτροπή του και τη μεταμόρφωσή του σε στοιχείο αγροτικής αξιοποίησης του θεσσαλικού κάμπου[10]. Προχώρησαν περαιτέρω δια της πολιτικής απόφασης να λάβει χώρα μια ευρύτερη οικονομική μεταβολή που αφορούσε στο σύνολό της την ελληνική επικράτεια. Αυτή της ενεργειακής αυτονόμησης της  χώρας δια του συγκεκριμένου υδάτινου πόρου.

Με αφορμή αυτές τις επιδιώξεις προκλήθηκαν, όπως προαναφέρθηκε τρεις σημαντικές δίκες. Οι δύο αφορούν τα ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος που προκύπτουν από την εκτροπή αυτή. Η τρίτη αφορά το ζήτημα της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών. Και οι τρεις δίκες συμπληρώθηκαν από έντονες διαμαρτυρίες ενώπιον των οργάνων της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία και παρενέβησαν καθοριστικά, ιδίως σε σχέση με τα ζητήματα των αναθέσεων. Το σύνολο των δράσεων που έλαβαν χώρα στόχευαν στην αναχαίτιση της εκτέλεσης του σχετικού έργου της εκτροπής του Αχελώου, είτε μέσα από την διαπίστωση περιβαλλοντικών παραβάσεων, είτε μέσα από την ακύρωση των διαδικασιών ανάθεσης[11]. Είναι βέβαιο ότι με τις διαδικασίες αυτές επιτεύχθηκε μια μεγάλη καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου, παράλληλα δε και μια ουσιαστική μεταβολή ως προς τους αρχικούς στόχους. Βέβαιο είναι εξάλλου ότι οι εταιρίες που εκτελούν τις εργασίες που είναι σε πρόοδο δεν είναι αυτές στις οποίες αρχικά ανατέθηκε.

….η  πρώτη δίκη του Αχελώου…

Η πρώτη απόφαση του «Αχελώου» είναι η διάσημη πλέον ΣτΕ 2759/1994 (Ε τμήμα) [12], με την οποία ακυρώθηκε υπουργική απόφαση εκτίμησης των περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία αφενός σήραγγας 18.5 χλμ, για τη διοχέτευση υδάτων του Αχελώου ποταμού στη Θεσσαλία και αφετέρου φραγμάτων και των αντιστοίχων ταμιευτήρων ύδατος καθώς και άλλων συναφών έργων στις θέσεις Πύλη και  Μουζάκι που βρίσκονται στους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας αντίστοιχα.

Η απόφαση αυτή προέβη σε ερμηνεία του άρθρου 24 Σ. με βάση την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης (παρ. 10 αυτής)[13]   κρίνοντας  ότι το Σύνταγμα καθιερώνει την υποχρέωση να προηγείται κάθε έργου ή σειράς έργων που συγκροτούν το σύνολο της εκάστοτε επιχειρούμενης παρέμβασης στον περιβάλλοντα χώρο και από της φύση τους επηρεάζουν το φυσικό ή ανθρωπογενές περιβάλλον, η σύνταξη ενιαίας μελέτης για τις προσδοκώμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ώστε να αποφευχθεί η βλάβη ή η υποβάθμισή του[14]. Η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να υποκατασταθεί ή αναπληρωθεί από μερικότερες αποσπασματικές μελέτες επί μέρους έργων. Μελέτες οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν ενιαία το σύνολο των επιχειρούμενων παρεμβάσεων που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένου στόχου και αποτελούν τις συνιστώσες του, όσο και τις τυχόν βλάβες, αλλοιώσεις ή υποβαθμίσεις του περιβάλλοντος, δεν κρίνονται ως επαρκείς. Η νομολογία [15] αυτή εκφράζει το συντονισμό των κανόνων του Συντάγματος, των διεθνών συνθηκών και, ιδίως, του κοινοτικού δικαίου με έμφαση στην εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, έτυχε πλήρους θεωρητικής αποδοχής στην περίοδο της έναρξής της και χαιρετίστηκε από τη θεωρία με τρόπο συχνά ιδιαίτερα φορτισμένο [16]. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σημαντική απόφαση της περιόδου εκείνης, η πρώτη απόφαση του Αχελώου, εξ αφορμής και του γεγονότος ότι ήταν ακυρωτική, συνέτεινε στη σύγκρουση της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας για τα ζητήματα περιβάλλοντος, ανέδειξε ένα ολόκληρο θεωρητικό ζήτημα και την επικαιρότητά του και υπήρξε τομή για την εξέλιξη της συνολικής νομολογίας της προστασίας περιβάλλοντος, εφόσον μετά από αυτήν, των περισσοτέρων ανάλογων ζητημάτων επιλήφθηκε πλέον η Ολομέλεια του Δικαστηρίου επιδεικνύοντας μια σημαντική τάση αναδίπλωσης.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απόφαση αυτή ανέδειξε ένα σύνολο προσώπων[17] και αρχών, ως σημαντικών για την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας, αλλά δημιούργησε και ένα σύνολο κρίσεων και εντάσεων, ιδίως σε σχέση με το ρόλο του Ε τμήματος του ΣτΕ. Συνέχεια της απόφασης ΣτΕ 1038/1993, η απόφαση αυτή, πάντως, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι δεν οδήγησε σε συνολικές θέσεις τη νομολογία του ΣτΕ για ανάλογα έργα, αφού με την εξαίρεση της ακύρωσης του πρώτου διαγωνισμού για την ανάθεση της Δυτικής Περιφερειακής Λεωφόρου Υμηττού, το σύνολο των λοιπών αναλόγου ενδιαφέροντος και αντικειμένου δικών μεταξύ των οποίων η ΣτΕ (Ολ) 6066/1996 (Αεροδρόμιο Σπάτων), ΣτΕ (Ολ) 3823-6/1997 ( Ζεύξη Ρίου – Αντιρρίου), και ΣτΕ (Ολ) 4362-7/1997 (Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού)[18], με τελευταία την ΣτΕ  (Ολ) 2240/1999[19] σε σχέση με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη νομιμότητα της ΜΠΕ για τη ζεύξη του Μαλλιακού Κόλπου, απορρίφθηκαν στο σύνολό τους και τα έργα προχώρησαν. Τούτο βεβαίως οφείλεται ιδίως στην «αφύπνιση» της εκτελεστικής, αρχικά εξουσίας, και στην υπακοή της νομοθετικής σε αυτήν με την συνεπή υιοθέτηση της με νόμο κύρωσης των περιβαλλοντικών όρων των έργων αυτών, η οποία οδήγησε τις σχετικές με αυτά αιτήσεις ακυρώσεως να κρίνονται ως απαράδεκτες.

Ο Β. Ρώτης [20]θεωρεί, στο σχολιασμό του της απόφασης του 1994, την απόφαση αυτή ως arrêt de principe με καταλυτικές συνέπειες για την ελληνική έννομη τάξη και την ακολουθούμενη αναπτυξιακή στρατηγική. Η νομολογία αυτή εντάχθηκε, και εύλογα, στη σειρά των μεγάλων περιβαλλοντικών αποφάσεων της περιόδου 1993- 1997[21] που κατέστησαν το Ε τμήμα του ΣτΕ αιχμή της προστασίας του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, οι οποίες και οδήγησαν αναπόφευκτα στην επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 24 Σ. με την υπό επεξεργασία αναθεώρηση[22], [23]. Χωρίς δισταγμούς, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2000- 2001 αναφέρθηκε στο ρόλο του ΣτΕ και στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος ενόψει του περιορισμού της ακτιβιστικής νομολογίας την οποία θεωρήθηκε ότι προώθησε.

Όμως η πρώτη απόφαση του Αχελώου είχε και άλλες αλλά ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες. Αν η γνωστή απόφαση ΣτΕ 2537/1996 «Πετρόλα» σήμανε την επίσημη υιοθέτηση της βιωσιμότητας από την ελληνική έννομη τάξη, η πρώτη απόφαση του «Αχελώου» σήμανε το συνολικό εξευρωπαϊσμό και εξορθολογισμό του δικαίου περιβάλλοντος και την πλήρη εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου για την επίτευξη της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης σε έργα υποδομής και σημαντικής οικονομικής σημασίας[24]. Συνέπεια αυτής της θέσης υπήρξε όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, η υιοθέτηση από το νομοθέτη με την ψήφιση του ν. 2338/95 της με νόμο κύρωσης των περιβαλλοντικών όρων ανάλογης σημασίας έργων και έκτοτε παγίως. Η υπαγωγή στην εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 1.5 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ ώστε να μην τηρηθεί το σύνολο των διαδικασιών που αυτή προβλέπει, δια της με νόμο κύρωσης των περιβαλλοντικών όρων σχολιάστηκε έντονα, αν και, ως φαίνεται, υπήρξε αποτελεσματική για την πρόοδο της εκτέλεσης των μεγάλων έργων στη χώρα. Όμως η «λύση» αυτή δεν μπορεί παρά να θεωρείται πλέον ως οριακή ιδίως μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΕΚ 287/98 της 19/9/2000[25] . Το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να υιοθετήσει πλέον ευρηματικές  λύσεις μετά την απόφαση αυτή. Το έτος 2000 θα πρέπει να θεωρείται καθοριστικό για την εξέλιξη της νομικής αντιμετώπισης του περιβάλλοντος τόσο σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, όσο και σε επίπεδο εσωτερικού δικαίου. Θα διαπιστώσουμε τους λόγους αμέσως στη συνέχεια.

…και η δεύτερη απόφαση του Αχελώου…

Αρκετά χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης απόφασης, ο Αχελώος επανήλθε στο προσκήνιο της νομολογίας του ΣτΕ με δεδομένη πλέον την εξέλιξη των νομικών αντιλήψεων και το σχηματισμό ενός ρεύματος νομικής σκέψης σε σχέση με το περιβάλλον[26]. Η απόφαση ΣτΕ (Ολ) 3478/2000 θεωρείται από την άποψη αυτή η «δεύτερη δίκη» του Αχελώου. Η δεύτερη αυτή δίκη έκρινε για ανάλογο νομικό θέμα με την πρώτη εισάγοντας σειρά καινοτομιών.

Με την απόφαση ΣτΕ (Ολ) 3478/2000 το Συμβούλιο Επικρατείας επιλήφθηκε αιτήσεων ακυρώσεως περιβαλλοντικών ενώσεων στρεφόμενων κατά ΚΥΑ με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και συγκεκριμένα:
 α. του φράγματος, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Μεσοχώρα, β. σήραγγας μήκους 7.4000 μ. από Μεσοχώρα έως τη περιοχή Γλύστρα, γ. φράγματος, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Συκιάς, σήραγγας εκτροπής του ρου του ποταμού προς τη Θεσσαλία μήκους 17.400 χλμ. Και υδροηλεκτρικού σταθμού  Και ε. αναρρυθμιστικής δεξαμενής και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Μαυρομματίου Ν. Καρδίτσας. Οι αιτούντες στρέφονται εξάλλου με χωριστή αίτηση ακυρώσεως και κατά  υπουργικής απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού με την οποία εγκρίθηκε τελικώς η πραγματοποίηση των έργων εκτροπής που προβλέπονται στη ΜΠΕ σύμφωνα με τη μελέτη αυτή και με τους πρόσθετους όρους που συνέταξε η ειδική επιτροπή του ΥΠΠΟ. Οι αιτήσεις συνεκδικάσθηκαν λόγω συνάφειας.

Στην απόφαση γίνεται ευθέως μνεία στην νομολογία του 1994 και στον κύριο λόγο ακύρωσης της τότε προσβαλλομένης, δηλαδή στην μη ύπαρξη συνθετικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, η οποία να καλύπτει το σύνολο των έργων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος της εκτροπής του ποταμού, ώστε να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της συνολικής επίδρασης στο περιβάλλον από την αλλοίωση του υδρολογικού ισοζυγίου μεταξύ Δυτικής Ελλάδος και Θεσσαλίας και να εκτιμηθούν σε όλη τους την έκταση οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκτροπής. Με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο, επιχειρεί να αναδείξει τη συνέχεια και την ενότητα της νομολογίας του, αλλά και τη συμμόρφωση της διοίκησης στις επιταγές της νομολογίας με την σύνταξη ενιαίας ΜΠΕ για το σύνολο των έργων της εκτροπής. Η παράγραφος 5 της απόφασης στοχεύει συνεπώς να καταδείξει ότι επιτεύχθηκε ο στόχος της νομολογίας του 1994 και να ορίσει το ιστορικό της πέρας. Τούτο προδήλως για να αιτιολογήσει τη διαφορά της παρούσας θέσης του[27].

Αμέσως μετά την διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο, επαναλαμβάνει τη θέση που διατύπωσε με αφορμή τη γνωστή υπόθεση για το Ζαγάνι του αεροδρομίου των Σπάτων[28], [29]σταθμίζοντας μεταξύ των ρυθμίσεων του άρθρου 24 Σ. και 106 και 22 παρ. 1 Σ με τρόπο που η προστασία του περιβάλλοντος να συμπορεύεται με σταθμίσεις γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, ώστε να εξασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς όμως να παρεμποδίζεται η εκτέλεση μεγάλων τεχνικών έργων απαραίτητων για την εθνική άμυνα ή την εθνική οικονομία και που ικανοποιούν ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση[30].

Η ίδια απόφαση χάραξε τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου για την εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης ορίζοντας ότι: «Η ευθεία αξιολόγηση από μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζόμενη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ’ακολουθίαν, παράβαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την παραπάνω συνταγματική αρχή».

Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου ως προς τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι σήμανε επίσημα το τέλος  του δικαστικού ακτιβισμού που τόσο έντονα σχολιάσθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα[31].

Η απόφαση στη συνέχεια, αφού απέρριψε ένα σοβαρό αριθμό λόγων ακυρώσεως, ακύρωσε τελικώς τις προσβαλλόμενες πράξεις διότι υπήρξε παράλειψη αξιολόγησης σε σχέση με τη Σύμβαση της Γρανάδας  τα πολιτιστικά στοιχεία που βρίσκονται στην περιοχή Συκιάς και να εξετασθούν οι εναλλακτικές λύσεις για την εκτέλεση των τεχνικών έργων της περιοχής αυτής[32]. Κατά το σκέλος αυτό, αποτελεί συνέχεια μιας παγειωμένης πλέον νομολογίας ειδικότερη και πρόσφατη αναφορά της οποίας είναι και η ΣτΕ 1950/1999 (αεροδρόμιο Χίου)[33]. Ο ναός του αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλλων, λόγω της θέσης του και της αξίας του ως μνημείου, αλλά και λόγω των άλλων μνημείων της περιοχής, θεωρήθηκε ότι όφειλε να υπαχθούν στο εξειδικευμένο καθεστώς της Σύμβασης της Γρανάδας[34]. Για το λόγο αυτό ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, επιτρέποντας στη Διοίκηση να επανέλθει άμεσα με νεώτερη στάθμιση σε σχέση με τα μνημεία αυτά, αφού εξετάσει εναλλακτικές λύσεις, και να επανεκδώσει τις προσβαλλόμενες. Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ελευθέρωσε ολωσδιόλου τη διοικητική δράση από το σύνολο των εκκρεμών σταθμίσεων σε σχέση με την εκτροπή του ποταμού και τις συνέπειές της και την περιόρισε σε εξειδικευμένη στάθμιση ως προς τη θέση των έργων ιδίως σε σχέση με μνημεία που πάντως θα πρέπει εκ παραλλήλου να προστατεύονται.

Από την απόφαση αυτή θα πρέπει, ιδίως, κανείς να συγκρατήσει την επανάληψη και παγίωση της νομολογίας ΣτΕ 2300/1997 για το Ζαγάνι με βάση την οποία γίνεται στάθμιση των αγαθών του άρθρου 24 Σ. και 106 και 22. 1 Σ. καθώς και την τοποθέτηση του δικαστηρίου για την έκταση του ακυρωτικού ελέγχου, ως προς την εφαρμογή της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης[35].

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η θέση του ΣτΕ σε σχέση με την παράβαση των οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ  για την υπαγωγή ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου, σύμφωνα με την οποία δεν στοιχειοθετήθηκε παράβασή τους, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν ολοκληρωθεί η κατάρτιση του καταλόγου των προστατευομένων περιοχών με σχετική απόφαση της Επιτροπής, αλλά και πριν ακόμη την υποβολή της σχετικής πρότασης της Ελλάδος. H θέση αυτή του ΣτΕ δεν βρίσκεται σε αρμονία με την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ, όπως αυτή ενδεικτικά εκφράζεται στις αποφάσεις C-166/97 (18/3/1999), C- 96/98 (25/11/1999), C- 256/98 (6/4/2000), C-374/98 (7/12/2000), C-372/98 (7/11/2000), κλπ[36].

Η έκφραση νομικού ρεαλισμού εκ μέρους του ΣτΕ και η προώθηση μιας περισσότερο αυτοπεριοριζόμενης νομολογίας θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνέπεσε χρονικά με την προώθηση της αναθεώρησης του άρθρου 24 Σ., αλλά και με την καταδίκη της Ελλάδας με την απόφαση του ΔΕΚ 387/97 της 4/7/2000) σύμφωνα με την οποία, η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διάθεση των στερεών αποβλήτων στην περιοχή των Χανίων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των ανθρώπων και να βλάπτεται το περιβάλλον, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί των στερεών αποβλήτων αυτών, και μη έχοντας καταρτίσει για την περιοχή αυτή σχέδια διαθέσεως των αποβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 75/442, και προγράμματα διαθέσεως των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 78/319/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί των τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων, δεν εφάρμοσε όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 1992, C-45/91, Επιτροπή κατά Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 171 της Συνθήκης ΕΚ και καταδικάσθηκε να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως χρηματική ποινή, 20 000 ευρώ ημερησίως, για κάθε ημέρα καθυστερήσεως της εκτελέσεως των απαραίτητων μέτρων συμμορφώσεως προς την απόφαση του ΔΕΚ. Η καταδίκη αυτή της Ελλάδας καθιστά σαφές ότι η εκπλήρωση των δεσμεύσεων της κοινοτικής νομοθεσίας στα ζητήματα προστασίας περιβάλλοντος ακόμη απέχει πολύ από το να έχει ολοκληρωθεί. Συνεπώς η αναδίπλωση της νομολογίας του ΣτΕ δεν είναι εντελώς δικαιολογημένη.

Η ρευστότητα της νομικής αντιμετώπισης της προστασίας του περιβάλλοντος και η ένταση μεταξύ κοινοτικού και εσωτερικού δικαίου καθιστά πρόδηλο ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η ουσιαστική ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου και των αντιλήψεων που τη συνοδεύουν στην ελληνική έννομη τάξη. Ο διάλογος παραμένει οξύς. Εξίσου οξύς παραμένει ο διάλογος του αναθεωρητικού νομοθέτη με τη δικαστική εξουσία. Η ικανοποίηση συνεπώς της Ολομέλειας για την εκπλήρωση των όρων που έθετε η πρώτη απόφαση του Αχελώου θα πρέπει να θεωρείται ως προσωρινή και μάλιστα με ορατό ορίζοντα την επόμενη δίκη που θα προκύψει με αφορμή το αυτό θέμα.

…και η τρίτη δίκη του Αχελώου…

Η τρίτη δίκη του Αχελώου αφορά το συμβατικό πλαίσιο της ανάθεσης της εκτέλεσης των έργων για την εκτροπή του. Ο διαγωνισμός έλαβε χώρα και οδήγησε σε σχηματισμό συμβατικής βούλησης με ουσιαστικότατες αποκλίσεις από τα τεύχη δημοπράτησης, παρά το γεγονός ότι ετύγχανε πλήρους εφαρμογής κατά την περίοδο αυτή το κοινοτικό δίκαιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων[37]. Στις 22/3/1993 υπογράφθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Κοινοπραξίας με την επωνυμία TAYEURO  εργολαβική σύμβαση για την εκτέλεση του έργου «φράγμα και Ταμιευτήρας Συκιάς, Σήραγγα και Σταθμός Παραγωγής Συκιάς, Σήραγγα εκτροπής Αχελώου στη Θεσσαλία και σταθμός Παραγωγής Πευκοφύτου». Η σύμβαση αυτή τελούσε υπό τον όρο της κύρωσής της με νόμο. Η κύρωση αυτή ουδέποτε έλαβε χώρα. Της σύναψης της σύμβασης αυτής δεν προηγήθηκε έγκριση περιβαλλοντικών όρων.

Μετά τις εκλογές του 1993 που έφεραν και πάλι στην εξουσία την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και, μετά από επέμβαση της Επιτροπής της ΕΕ, η ελληνική κυβέρνηση ματαίωσε τα αποτελέσματα του διενεργηθέντος διαγωνισμού και την κύρωση με νόμο από τη Βουλή.  Η Κοινοπραξία TAYEURO  προσέφυγε κατά την απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης να μην προβεί σε κύρωση της σύμβασης αυτής με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας[38].

Με την απόφαση του ΣτΕ (Ολ.) 4944/1995 το ΣτΕ έκρινε ότι η υπογραφείσα σύμβαση, στην οποία προβλέπεται η κύρωσή της με νόμο, δεν δεσμεύει στο ελάχιστο τη νομοθετική εξουσία να προβεί σε κύρωση με νόμο της συμβατικά ανειλημμένης υποχρέωσης του Δημοσίου. Η άρνηση της Κυβέρνησης να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία, σε οποιονδήποτε λόγο και αν οφείλεται, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 95.1 Σ. προσβλητή ενώπιον του ΣτΕ. Με το σκεπτικό αυτό το ΣτΕ απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως.

Η απόφαση αυτή, παρά το νομικώς πρόδηλο ζήτημα που πραγματεύεται, την αδύνατη δηλαδή δέσμευση της Κυβέρνησης να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία, εκ του λόγου ότι τούτο αναλήφθηκε ως εκ συμβάσεως υποχρέωση του Δημοσίου, θέτει ενώπιον του μελετητή ένα μείζον θέμα των συμφωνιών στην οποίες προέβη το ελληνικό Δημόσιο σε όλη τη διάρκεια της σύναψης συμβάσεων σημαντικών έργων μετά το 1975, δηλαδή αυτό της κύρωσης με νόμο των οικείων συμβάσεων[39]. Φαινόμενο γνωστό στο ελληνικό δίκαιο και από παλαιότερες εποχές[40], έλαβε ιδιαίτερη έκταση ενόψει της υποχρέωσης τήρησης των κανόνων του κοινοτικού δικαίου μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Ήδη από την υπογραφή της σύμβασης του Μετρό της Αθήνας κατέστη πρόδηλη η ανάγκη της με νόμο κύρωσής της μεταξύ άλλων και για λόγους προστασίας της σύμβασης από τον ακυρωτικό δικαστή ή τα κοινοτικά όργανα[41]. Η πρακτική αυτή συνεχίσθηκε σε όλη τη δεκαετία του 90 και φαίνεται να έπεται συνέχειά της και τον 21ο αιώνα.

Η ανατροπή των συμπεφωνημένων εκ μέρους του Δημοσίου με την άρνηση προώθησης για κύρωση της σχετικής σύμβασης, κατέδειξε την έκταση του νομικού και πολιτικού ζητήματος που τίθεται για την ελληνική πραγματικότητα σε μια περίοδο που ο ορθολογισμός και η διαφάνεια θα όφειλαν να τηρούνται λόγω του ευρωπαϊκού, ιδίως, προσώπου της χώρας. Δεν είναι τυχαίο βεβαίως ότι τη σύμβαση του Αχελώου που αρνήθηκε να κυρώσει η κυβέρνηση είχε ήδη κρίνει η Επιτροπή της ΕΕ ως αντικείμενη στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου με προειδοποιητική επιστολή[42].

Η τρίτη αυτή δίκη του Αχελώου, αν και δεν αφορά ζήτημα προστασίας περιβάλλοντος, θέτει, όπως και οι δύο προηγηθείσες αποφάσεις, το θέμα της τήρησης των όρων νομιμότητας και ιδίως της κοινοτικής νομιμότητας, κατά την εκτέλεση σημαντικών παρεμβάσεων υποδομής. Η υποχρέωση εκπόνησης ΜΠΕ, όπως και η υποχρέωση τήρησης των όρων του ανταγωνισμού και της διαφάνειας είναι ευρωπαϊκής προέλευσης κανόνες στους οποίους αντιστάθηκε η Ελλάδα σθεναρά. Τούτο το ζεύγος σημείων αντίστασης εμφανίσθηκε για το σύνολο των μεγάλων έργων- παρεμβάσεων υποδομής της αυτής περιόδου και οδήγησε ενώπιον του ΣτΕ, τόσο τον νέο διεθνή αερολιμένα των Σπάτων, όσο και τη ζεύξη Ρίου- Αντιρρίου, και την Αττική Οδό και το Μετρό Θεσσαλονίκης.
Δεν θα πρέπει πάντως να παραλείψει κανείς να αναφέρει ότι ένα μέρος των έργων της ΔΕΗ στην περιοχή, ρυθμιζόμενων δυνάμει των διατάξεων του ν. 2299/1995, εκτελούνται δυνάμει συμβάσεως της οποίας η συμβατικά προβλεπόμενη με νόμο κύρωση δεν έλαβε χώρα προς το παρόν[43].

Ένας θεός υπό εκτροπή

Είναι αμφίβολο αν η συνολική εκτροπή του ποταμού θα ολοκληρωθεί και αν ναι, ποιοι θα είναι οι σκοποί τους οποίους η εκτροπή αυτή θα επιτελέσει. Η αβεβαιότητα αυτή εντείνεται από το γεγονός ότι με την πάροδο των δεκαετιών μεταβάλλονται οι οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες, η Ελλάδα είναι όλο και λιγότερο γεωργική χώρα και η φύση και ο ρόλος της στο χάρτη της περιοχής είναι πλέον υπό επανεξέταση. Το βέβαιο είναι πως μετά το πέρας της περιόδου της τηρήσεως των προσχημάτων έναντι της κοινοτικής νομιμότητας, η Ελλάδα περνά στην περίοδο της δημιουργίας ισορροπιών, στο πλαίσιο των οποίων, θα πρέπει να συγκεράσει την ιδεολογία και την πράξη, την εθνική πολιτική και το άνοιγμα στις διεθνείς αγορές, την προστασία των υδάτινων πόρων και την «εκτροπή των θεών».

Ο Αχελώος και η εκτροπή του μας δίδει τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να προσεγγίσουμε την Ελλάδα που οικοδομείται, και ίσως όσο μένει χρόνος μέχρι την επόμενη αίτηση ακυρώσεως,  σχηματίσουμε ένα όραμα συνεκτικό και ουσιώδες. Θα πρέπει να θεωρούμε πάντως ότι οι δίκες του Αχελώου συνετέλεσαν στην αναθεώρηση του Συντάγματος υπό το πρίσμα του οποίου θα εξετασθεί κατά πάσα πιθανότητα η επόμενη δίκη του ποταμού.

To περιβάλλον αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια το μεγάλο άλλοθι σημαντικών κοινωνικών συμβιβασμών. Για το σκοπό αυτό έτυχε του θερμού εναγκαλισμού της άρχουσας παγκόσμιας ιδεολογίας και υιοθετήθηκε ως αυτονόητο δόγμα από την εξουσία[44].  Το άνοιγμα στην παγκόσμια οικονομία των αγορών έθεσε με ενάργεια το ζήτημα του σχηματισμού μιας κοινής πεποίθησης για τον κόσμο. Η εκτροπή του Αχελώου συνιστά πράξη με ιστορικό νόημα και γεωπολιτική σημασία. Η απόφαση γι’αυτήν δεν μπορεί παρά να ληφθεί με συναίνεση του συνόλου των φορέων που εμπλέκονται, είτε είναι η ΕΕ η οποία την χρηματοδοτεί, είτε η πολιτική εξουσία που εκφράζει τα τοπικά και εθνικά συμφέροντα, είτε οι φορείς της παγκόσμιας οικονομίας, οι ιδιωτικές εταιρίες που με την ισχύ τους επιδιώκουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, είτε τέλος οι φορείς της σύγχρονης κοινωνίας πολιτών,[45] οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που πυροδοτούν τις συγκρούσεις με τις ενέργειές τους δικαστικές ή μη. Είναι φανερό ότι η συναίνεση αυτή, δεν έχει δημιουργηθεί προς το παρόν και για το λόγο αυτό δημιουργούνται διαφορές στο πεδίο της δικαστηριακής σύγκρουσης.  
(ΆΡΘΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΤΡΟΒΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ  ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΤΗ. Με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις ανανεώνεται το ενδιαφέρον μας!


[1] . Για το διάλογο σε σχέση με τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος και του Συντάγματος βλ. αντί πολλών Μενουδάκου Κ., Προστασία του περιβάλλοντος στο Ελληνικό δημόσιο δίκαιο. Η συμβολή της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νόμος και φύση 1/1997, σελ 74 επ., Παπαδημητρίου Γ., Περιβαλλοντικό Σύνταγμα, Θεμελίωση, περιεχόμενο και λειτουργία, Νόμος και Φύση, τ. 1 1994, σ. 375 επ, Σιούτη Γ., Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, 1985.
[2] . Για τις τάσεις της νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας σε ζητήματα προστασίας περιβάλλοντος σε σχέση με το Σ. 1975 ήδη από το 1980 βλ. Ι. Σαρμά, Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείς, Α. Σάκκουλας, 1994, καθώς και για μια πρώτη θεωρητική προσέγγιση του θέματος, Γ. Σιούτη, Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, Α. Σάκκουλας 1985.
[3] . Αντί πολλών για τη σημασία της απόφασης αυτής βλ. Μ. Δεκλερή, Ο Δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος, Α. Σάκκουλας1996, σ. 141 επ.
[4] . Αντί πολλών για το θέμα βλ. Σιούτη Γ., Βιώσιμη ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα, 1995.
[5] . Με αφορμή τον Αχελώο ποταμό έχουν εκδοθεί βεβαίως και άλλες σημαντικές αποφάσεις πλην αυτών που παρουσιάζονται στο παρόν σημείωμα ως «δίκες του Αχελώου». Ειδικά μάλιστα κάποιες αφορούν ζητήματα περιβαλλοντικής σημασίας και συμπληρώνουν ουσιωδώς το παρόν σημείωμα. Ενδεικτικά αναφέρεται η Μ ΠΡΜεσολ 134/1997, Περιβάλλον και Δίκαιο 1997, σ. 111 και σχόλιο Μ. Χαϊνταρλή στο αυτό σε σ.207 επ. Η επιλογή των αποφάσεων καθορίσθηκε από το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί από το ΣτΕ και από το περιεχόμενό τους, το οποίο κατά την άποψή μας καταδεικνύει τη σχέση του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης στην Ελλάδα της δεκαετίας του 90.
[6] . Το ζήτημα της εξέλιξης της νομολογίας στα ζητήματα προστασίας περιβάλλοντος απασχόλησαν ήδη την επιστήμη προ του 1990. Σχετικά βλ. Σκουρή Β., Τάχου Α., Η προστασία του περιβάλλοντος στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1988.
[7] . Σχετικά με το ζήτημα βλ. Ε. Τροβά, Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και το δίκαιο της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, Α. Σάκκουλας , 2000 σ. 27 επ.
[8] . Η δίκη του Αχελώου, Επιμέλεια Η. Ευθυμιόπουλου, Δ. Τσαντίλη, Κ. Χατζημπίρου, Στοχαστής ΔΠΕ
[9] . Πιθανώς η ρύθμιση αυτή να στόχευε στην εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου ιδίως λόγω υπαγωγής στο άρθρο 5.1 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ.
[10] . Αντί πολλών για το θέμα βλ. Λεκάκη Φ., Κοινή αγροτική πολιτική και περιβάλλον, Περιβάλλον και δίκαιο, 1998, σ. 339 επ.
[11] Ανάλογη ένταση και προβληματισμός αλλά και αντίστοιχες δίκες υπήρξαν για το σύνολο των έργων υποδομής στη διάρκεια της δεκαετίας 1990- 2000. Η περίπτωση του Αχελώου, παραμένει κατά τη γνώμη μας πρωτοποριακή όμως, για ένα σύνολο λόγων που θα αναφερθούν στην παρούσα.
[12] . Βλ. Νόμος και Φύση 1/1995 σ. 162 επ. με σχόλια Β. Ρώτη.
[13] . «Επειδή, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, η Πολιτεία έχει υποχρέωση να προστατεύει το φυσικό περιβάλλον και να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξή του. Με τη συνταγματική αυτή διάταξη θεσπίζεται η θεμελιώδης αρχή της πρόληψης της βλάβης του φυσικού περιβάλλοντος χάριν της οικολογικής ισορροπίας και της διατήρησης αυτού και των φυσικών πόρων προς όφελος όχι μόνο της παρούσας γενεάς αλλά και των επομένων. Επομένως, από την ίδια διάταξη απορρέουν οι περιορισμοί εκείνοι στην αναπτυξιακή πολιτική της πολιτείας που είναι αναγκαίοι για την πρόληψη της βλάβης του φυσικού περιβάλλοντος, σε τρόπο ώστε όχι κάθε ανάπτυξη αλλά μόνον η βιώσιμη, δηλαδή εκείνη που δεν επιφέρει βλάβη στο περιβάλλον και άρα είναι διατηρήσιμη και όχι πρόσκαιρη, να είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα. Ειδικότερα, ναι μεν η κατασκευή δημόσιων έργων μπορεί να αποτελεί μέρος αναπτυξιακών προγραμμάτων, πλην, έχοντας άμεση επίδραση στο φυσικό περιβάλλον, μπορεί να αποτελεί, επίσης, μέγιστο κίνδυνο σοβαρής αλλοίωσης ή ακόμη και ανεπανόρθωτης καταστροφής αυτού, αν δεν γίνεται με περίσκεψη και πλήρη επιστημονική μελέτη όλων των επιπτώσεών της στο περιβάλλον, οπότε και μόνον είναι επιτρεπτή.»
[14] Ειδικότερα το ΣτΕ αναφέρει στη σκέψη 14 ότι «14. Επειδή από όσα αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη συνάγεται ότι το εγχείρημα της εκτροπής μέρους των υδάτων του Αχελώου ποταμού προς το Θεσσαλικό κάμπο αποτελεί σύνθετο και μάλιστα πολύπλοκο τεχνικό έργο μεγάλης κλίμακας και έχει επιπτώσεις που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στο φυσικό περιβάλλον. Είναι δε πρόδηλο ότι η συνολική επίδραση του στο φυσικό περιβάλλον των επηρεαζόμενων περιοχών Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας δεν ισούται προς το άθροισμα των τοπικώς μόνο εκτιμώμενων συνεπειών των επιμέρους τεχνικών έργων που απαιτούνται για την πραγματοποίησή του, αλλ' είναι πολλαπλάσιο τούτου λόγω του δυναμικού και μη γραμμικού χαρακτήρα των εντεύθεν διαταρασσόμενων και σε αλληλεπίδραση τελούντων φυσικών και ανθρωπογενών οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, για την καταγραφή και αξιολόγηση των επιπτώσεων του εγχειρήματος αυτού δεν αρκεί η σύνταξη μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων για καθένα από τα προγραμματιζόμενα επιμέρους τεχνικά έργα, αλλά είναι αναγκαία η σύνταξη, κατά τη διαδικασία που θεσπίζεται με τις διατάξεις αυτές, συνολικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην οποία με την κατάλληλη επιστημονική μέθοδο θα συσχετίζονται και θα συνεκτιμώνται οι προεκτεθείσες επί μέρους συνέπειες καθώς και οι εντεύθεν απώτερες συνέπειες για το περιβάλλον προς εξεύρεση και αξιολόγηση της συνολικής επίδρασης του έργου στο περιβάλλον από την αλλοίωση του υδρολογικού ισοζυγίου μεταξύ Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας. Μόνο με τέτοια συνθετική μελέτη θα καταστεί δυνατό να διαγνωστούν σε όλη τους την έκταση οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκτροπής και ενόψει αυτών αφενός μεν να κριθεί αν είναι καν επιτρεπτή η εκτέλεση του έργου ή αν τούτο αποκλείεται λόγω βλάβης του περιβάλλοντος αφετέρου δε να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα του έργου στο πλαίσιο και της αναμενόμενης μορφής ανάπτυξης της Θεσσαλίας και να αξιολογηθούν πλήρως τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 1 του προαναφερόμενου άρθρου 5 ν. 1650/1986 στοιχεία και κριτήρια, μέσω των οποίων ελέγχεται και η τήρηση των επιταγών που απορρέουν από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος κατά τα διαλαμβανόμενα σε προηγούμενη σκέψη, καθώς επίσης, και να προσδιοριστούν οι περιοχές, στις οποίες επέρχονται συνέπειες από το παραπάνω εγχείρημα και, κατ' επέκταση οι νομοί, για τους οποίους απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 5 και στα άρθρα 2 και 3 της προαναφερόμενης κοινής απόφασης 75308/5512/26-10-1990 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων 'Εργων και του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας.»
[15] . Όπως και οι ΣτΕ 1038/93 και ΣτΕ 2357/96.
[16] . Αντί άλλων για το θέμα βλ. Ασημακοπούλου Μ., Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νόμος και Φύση 1/94, σ.142 επ, Ευστρατίου Π.Μ., Η ενσωμάτωση της οδηγίας για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (85/337/ΕΟΚ) στο ελληνικό δίκαιο, ΔιΔικ, 1998, σ. 561 και επ., Ζύγουρα Ο., Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, τόμος, Η διείσδυση του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Α. Σάκκουλας, 1994, Αθήνα, Καλλία - Αντωνίου Α., Η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινοτική πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης και προστασίας περιβάλλοντος, Α. Σάκκουλας, Αθήνα 1999, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία, , Καράκωστα Ι. - Σιούτη Γ., Εισαγωγή στο κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος, 1993, Κουτούπα -Ρεγκάκου Ε., Η διοικητική διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη, 1995, Κramer L. - Παλαιολόγου Ν., Η συνθήκη ΕΟΚ και η προστασία του περιβάλλοντος 1992, Λαζαρέτου Θ., Σκέψεις για την πληρέστερη νομοθετική ρύθμιση του θεσμού της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, ΔιΔικ, 1991, σ. 741 επ., Παπαδημητρίου Γ., Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την οδηγία 85/337/ΕΟΚ. Ένα παράδειγμα στρεβλής προσαρμογής του ελληνικού προς το κοινοτικό δίκαιο, ΕΕΕυρΔ 1992, σ. 243 επ., Παρασκευόπουλου Α., Περιβαλλοντικές Μελέτες, Νόμος και Φύση 1/98 σ. 73 επ., Ρώτη Β., Ανοίγματα της νομολογίας για την προστασία του περιβάλλοντος, Δίκαιο και Περιβάλλον, 3, Α. Σάκκουλας, Αθήνα 1984, Ρώτη Β., Επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το περιβάλλον, έτη 1984- 1993, Νόμος και Φύση, 1, σ. 51- 112, Α. Σάκκουλας, Αθήνα 1994, Σκουρή Β.- Τάχου Α., Η προστασία του περιβάλλοντος στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, Τάχου Α., Δίκαιο Προστασίας Περιβάλλοντος, 1992.
[17] . Μεταξύ των οποίων και τον Υφυπουργό Περιβάλλοντος κ. Ευθυμιόπουλο, Σχετικά βλ. Η δίκη του Αχελώου, ανωτέρω.
[18] . Σχετικά βλ. Νόμος και Φύση 1997 σ. 682 επ. με σχόλια Α. Τάχου.
[19] . Βλ σχετικά Νόμος και Φύση 1-2/2000, σ. 138 επ. με σχόλιο Χ. Λιάκουρα.
[20] Βλ. Νόμος και Φύση 1/1995 σ. 162 επ.
[21] . Η περίοδος αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κλείνει ουσιαστικά με την έκδοση της ΣτΕ  2300/1997, οπότε και το δικαστήριο εισάγει πλέον την έννοια της στάθμισης σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη. Σχετικά με τη στροφή της νομολογίας του ΣτΕ σε σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη μετά το 1992, βλ, Σγουρέλλη Μ., Βιώσιμη ανάπτυξη και διεύρυνση του προστατευτικού πεδίου του άρθρου 24.1 Σ. στην πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ, Περιβάλλον και Δίκαιο, 1998, σ. 364 επ.
[22] . Βλ. μεταξύ άλλων για τον προβληματισμό αυτό Α. Τάχου, Η περιφρόνηση του Συντάγματος, Η περίπτωση της μη προστασίας του περιβάλλοντος, Νόμος και Φύση, 1998, σ. 281 επ. Βλ. επίσης την ανάλυση του  Γ. Δεληγιάννη, Οι οχλούσες δραστηριότητες στη νομολογία του ΣτΕ, Νόμος και Φύση 1997, σ. 261επ.
[23] . Για τις ρυθμίσεις της επικείμενης αναθεώρησης και το σχολιασμό τους βλ. αντί πολλών,  Βενιζέλου Ε., Το σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος, Α. Σάκκουλας 2000, Παπαδημητρίου Γ., Η προστασία του περιβάλλοντος στην πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος, Νόμος και Φύση 1998, σ, 803 επ., Σκουρή Β., Ζητήματα έννομης προστασίας στην αναθεώρηση του Συντάγματος, Α. Σάκκουλας 2000, Περιβάλλον και Δίκαιο τ. 4, 2000.
[24] . για το κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος αντί πολλών βλ. Γ. Δελλή, Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος, Α. Σάκκουλας 1998, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία.
[25]   C-287/98, Berthe Linster, Aloyse Linster, κλπ σύμφωνα με την οποία :
«1. Όταν εθνικό δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα διαδικασίας απαλλοτριώσεως, λόγω δημοσίας ωφελείας, ακινήτων ανηκόντων σε ιδιώτη, στο πλαίσιο διανοίξεως αυτοκινητοδρόμου, μπορεί να ελέγξει αν ο εθνικός νομοθέτης τήρησε τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που χαράσσει η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, ιδίως όταν δεν πραγματοποιήθηκε η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου στο περιβάλλον, όταν οι πληροφορίες που συνελέγησαν δυνάμει του άρθρου 5 δεν τέθηκαν στη διάθεση του κοινού και όταν οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους πριν αρχίσει ηπραγματοποίηση του σχεδίου, παρά τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337.
2)Χρήζουν αυτοτελούς ερμηνείας οι έννοιες της ειδικής εθνικής νομοθετικής πράξεως και του σχεδίου, που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 85/337.
3)Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 85/337 έχει την έννοια ότι αποτελεί ειδική εθνική νομοθετική πράξη υπό την έννοια της διατάξεως αυτής ένας κανόνας που θεσπίζεται από Κοινοβούλιο μετά από σχετική δημόσια συζήτηση ενώπιόν του, όταν η νομοθετική διαδικασία κατέστησε δυνατή την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οδηγία σκοπών, περιλαμβανομένου του σκοπού της παροχής πληροφοριών, και όταν οι πληροφορίες που διέθετε το Κοινοβούλιο κατά τον χρόνο της λεπτομερούς εγκρίσεως του σχεδίου ήταν ανάλογες προς εκείνες οι οποίες έπρεπε να δοθούν στην αρμόδια αρχή στο πλαίσιο μιας συνήθους διαδικασίας εγκρίσεως ενός τέτοιου σχεδίου.»

[26] . Αντί πολλών βλ. την πρόσφατη έκδοση  Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, Α. Σάκκουλας 2000 με αναλυτική βιβλιογραφία και παραπομπές.
[27] . Αντί πολλών για το ζήτημα βλ. Belaid S., Essai sur le pouvoir créateur et normative du juge, Paris LGDJ, 1974, Chenot B., L’existentialisme et le droit, RFSP, 1953, σ. 57 επ. Gaudemet Y., Les méthodes du juge administratif, Paris LGDJ, 1972, κλπ.
[28] . ΣτΕ Ολ. 2300/1997, η οποία αφορούσε τη γνωστή «ταπείνωση» νεολιθικού τύμβου στο χώρο του νέου διεθνούς αερολιμένα των Σπάτων, η οποία και συνετελέσθη σύμφωνα με τη σχετική απόφαση.

[29] Σχετικά βλ.  Νόμος και Φύση 1998, σ, 164, με σχόλιο Ειρ. Σταυρουλάκη σύμφωνα με την οποία η απόφαση εφαρμόζει χωρίς να την επικαλείται την αρχή της αναλογικότητας. Βλ ομοίως και Α. Παπακωσταντίνου, Η σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και το Σύνταγμα , Με αφορμή την απόφαση 2300/1997 και 3113/1998, Νόμος και Φύση 1/99, σ. 47 επ. Η απόφαση αυτή παραλείπεται από τον Μ. Δεκλερή από την παρουσίαση της νομολογίας επί της Αρχής της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Στο Δίκαιο της Βιώσιμης Ανάπτυξης, Γενικές αρχές, Α. Σάκκουλας, 2000, χωρίς παρά ταύτα να λησμονηθεί από τη νομολογία του ΣτΕ και να επαναληφθεί με αφορμή την σχολιαζόμενη απόφαση.
[30] . Γενικότερα για το ζήτημα της σχέσης και της στάθμισης του περιβάλλοντος ως «αγαθού» με άλλα αγαθά στη νομολογία του ΣτΕ και του ΔΕΚ, βλ. Α. Καλλία – Αντωνίου, Η αξιολόγηση του αγαθού «περιβάλλον» σε σχέση με τα λοιπά αγαθά στη νομολογία του ΣτΕ και του ΔΕΚ, Περιβάλλον και Δίκαιο, 1999, σ. 182 επ. αν και,  παραδόξως, χωρίς αναφορά στη νομολογία για το Ζαγάνι.
[31] . Αντί πολλών για το θέμα βλ. Βιδάλη Τ., Πέρα από τον προστατευτισμό:Αναζητώντας μια ατομική ελευθερία στο περιβάλλον, Το Σύνταγμα, Επιστημονικά Συνέδρια, 1, Τα Εικοσάχρονα του Συντάγματος 1975, Α. Σάκκουλας 1998, σ. 53 επ., Τασόπουλου Γ., Ο ρόλος του δικαστή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων: αυτοπεριορισμός ή ακτιβισμός? Σ. 339 επ.
[32] Για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος βλ. αντί πολλών Γ. Παπαδημητρίου, Νόμος και Φύση, 2/94, σ. 389 επ, Α. Τάχου, Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη 1990, Ε. Τροβά, Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το Σύνταγμα του 1975/86, Α. Σάκκουλας 1992, Γκέρτσου Β, Αρχαία Μνημεία και Διατηρητέα, Περιβάλλον και Δίκαιο, 1998, σ. 69 επ.,
[33] . Σχετικά βλ. Νόμος και Φύση 1999, σ, 510 επ με σχόλιο Α. Παπακωσταντίνου.
[34] . Ειδικά για τη Σύμβαση της Γρανάδας βλ. Α. Παπακωσταντίνου, Η Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και το Σύνταγμα, Νόμος και Φύση, 1/99 σ. 47 επ.
[35] . Οι θέσεις για το δικαστικό έλεγχο της βιωσιμότητας περιγράφονται με έμφαση σε Μ. Δεκλερή, Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως, Γενικές Αρχές, , Αντ. Σάκκουλας, 2000σ. 297 επ. χωρίς όμως να γίνεται καμία μνεία για τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου αυτής.
[36] . Αντί πολλών για το θέμα βλ. Γ. Δελλή, Το Περιβάλλον ως στοιχείο της κοινοτικής έννομης τάξης και η Συνθήκη του Αμστερνταμ, Περιβάλλον και Δίκαιο 1997, σ 295 επ,
[37] . Για το ζήτημα αντί άλλων βλ. Ζορμπαλά Μ., Το κοινοτικό καθεστώς της κατάρτισης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και οι επιπτώσεις του στην ελληνική νομοθεσία, Αντ. Σάκκουλας 1992, Κουτούπα – Ρεγκάκου Ε., Δημόσιες Συμβάσεις και Κοινοτικό Δίκαιο,  Σάκκουλας Θεσσαλονίκη, 1995 (όπου και αναλυτική βιβλιογραφία), Μάρδα Δ. /Σπαχή Α., Προμήθειες του Δημοσίου. Το  ολοκληρωμένο έργο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕΕυρΔ, 1993, 561, Παυλόπουλου Π., Η σύμβαση εκτέλεσης δημοσίου έργου, Άρθρα και γνωμοδοτήσεις, Σάκκουλας, Αθήνα, 1997, Ρίζου Δ., Αι κατά το ευρωπαϊκόν κοινοτικόν δίκαιον συμβάσεις δημοσίου δικαίου, Αρμενόπουλος 1980, σ. 349 επ., Σκουρή Β., Διοικητικές συμβάσεις και δημόσια έργα, Πρακτικές εφαρμογές με αφορμή ζητήματα ελληνικού και ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, β έκδ. Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, Σκουρή Β.-Φραγκάκη Ν., Κοινοτική έννοια οργανισμού δημοσίου δικαίου- Η οδηγία 92/50/ΕΟΚ και η επιλογή διαδικασίας ανάθεσης- Ανάθεση μελετών σε δημόσιες επιχειρήσεις . ΔΕΗ, ΝοΒ 46, σ. 168 επ., Τάχου Α., Η έννοια του δημοσίου έργου κατά το ελληνικό και κοινοτικό δίκαιο, ΕΕΕυρΔ 1994, σ, 453  επ,  Τροβά Ε.,  Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και το δίκαιο της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, Α. Σάκκουλας 2000,  Φραγκάκη Ν., Δημόσιες συμβάσεις και κοινοτικό δίκαιο. Η έννοια της αναθέτουσας αρχής και η άμεση εφαρμογή της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, (92/50/ΕΟΚ) Η εξαίρεση λόγω επείγουσας ανάγκης, ΝοΒ 44, σ. 785 επ.
[38] .  Για την ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ στις δημόσιες συμβάσεις βλ. αντί πολλών Μασουρίδη Ν., Αι συμβάσεις της διοικήσεως ενώπιον του ΣτΕ, ΕΔΔΔ, 1959, σ. 225 επ, Tζεβελεκάκη Ι., Συμβάσεις της Διοικήσεως και ακυρωτικές διαφορές, ΝοΒ 1989, σ. 145 επ., κλπ
[39] . Μεταξύ άλλων βλ. το ν. 2338/95, τον ν. 2445/96 κλπ.
[40] . Σχετικά βλ και Κ. Κεραμέως, Όροι τροποποιήσεως διοικητικής συμβάσεως κυρωθείσης δια νόμου, ΕΔΔΔ ,1977, σ. 263 επ. όπου και βιβλιογραφία, αλλά και Σ. Φλογαϊτη, Η διοικητική σύμβαση, Έννοια και φύση, Α. Σάκκουλας 1991, καθώς και ΣτΕ 1339/52, 378/1957, 197/1955, 3169/1974, κλπ.
[41] . Ν. 1951/1981
[42] Πρόκειται για την επιστολή του Αυγούστου 1993 του J.F. Mogg, στην οποία η ελληνική πλευρά απάντησε αρχικά με την επιστολή 65131/8.11.93 επί της οποίας η Επιτροπή επανήλθε με την από 9/2/94 επιστολή με ΑΠ 999, όπου και υπογραμμίζεται από τον J.F. Mogg ότι η σχετική σύμβαση δεν πρέπει να κυρωθεί από την ελληνική βουλή ή ενεργοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Ανάλογες καταγγελίες ενώπιον της Επιτροπής της ΕΕ έγιναν και για ζητήματα προστασίας περιβάλλοντος. Σχετικά βλ. Ν. Παλαιολόγου, Νόμος και  Φύση 2/1994, σ. 594.
[43] . Σύμβαση υπ. Αρ. ΔΜΚΘ- 99128, ΝΟ Φ09318/1353 της ΔΕΗ.
[44] . Βλ. σχετικά τη θέρμη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σε Ε. Τροβά, Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, ανωτέρω.
[45] . Αντί πολλών για το θέμα βλ. Σιούτη Γ., Το δικαίωμα πληροφόρησης των πολιτών σε θέματα περιβάλλοντος. Η διείσδυση του κοινοτικού δικαίου στην Ελλάδα, 1994, (επ. Γ. Παπαδημητρίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια: