Μεγάλη κουβέντα γίνεται και πάλι τον τελευταίο καιρό
σχετικά με τις αποκρατικοποιήσεις στη χώρα μας. Για την ακρίβεια πρόκειται για
μια συζήτηση που δεν τελείωσε ποτέ. Χαρακτηριστικό είναι το ότι εξαγγέλονται και νέες επενδύσεις, ενώ ο οικονομικός στόχος φαίνεται να γίνεται πιο ρεαλιστικός.
Τελευταίο μείζον θέμα είναι το κατά πόσο οι
τελικές συμβάσεις αποκρατικοποιήσεων θα πρέπει να κυρωθούν από τη Βουλή.
Το θέμα αυτό προβληματίζει για ποικίλους λόγους. Πρώτο
διότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο μία σύμβαση να κυρώνεται νομοθετικά, ακόμη
και αν τούτο αποτελεί εξαιρετικά συνηθισμένο φαινόμενο στη δική μας χώρα. Σε άλλες
χώρες δεν τίθεται ποτέ και για κανένα λόγο τέτοιο ζήτημα. Άλλωστε είναι
προφανές ότι μία σύμβαση με αυτό το περιεχόμενο προφανώς και δε θα ελεγχθεί επί
της ουσίας από το Κοινοβούλιο, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν σε παρόμοιες
περιπτώσεις. Το μόνο ζήτημα που ίσως ανακύψει είναι η διαφωνία ή συμφωνία των
βουλευτών με την ίδια τη σύμβαση και όχι με τις επιμέρους προβλέψεις της.
Επόμενο ερώτημα ειδικά σε σχέση με τις αποκρατικοποιήσεις
είναι το γιατί παρά το γεγονός ότι ιδρύθηκε στη χώρα μας ειδικός οργανισμός, ο
οποίος έχει πλήρη και σαφή αρμοδιότητα να διεξάγει όλες τις διαδικασίες, δηλαδή
το ΤΑΙΠΕΔ, θα πρέπει παρόλα αυτά οι αποφάσεις του να περάσουν και από τη Βουλή.
Τούτο αναφέρεται ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι εδώ και αρκετό καιρό έχουν
χορηγηθεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες που σχετίζονται με την αποφασιστική
αρμοδιότητα για την κάθε αποκρατικοποίηση ή ιδιωτικοποίηση, η οποία ουδέποτε
ενέπλεκε το κοινοβούλιο. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε μετά κόπων και
βασάνων το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο έχει παραχωρηθεί η αποκλειστική αρμοδιότητα από το
νομοθέτη να οργανώσει και να ολοκληρώσει τις αποκρατικοποιήσεις. Το κατά πόσο
κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με την επιλογή αυτή, η οποία σημειωτέον είναι της προηγούμενης
κυβέρνησης, είναι ένα θέμα. Η αρμοδιότητα όμως παραμένει.
Τα ανωτέρω αναφέρονται διότι σε πολλές περιπτώσεις
συμβάσεων που κυρώθηκαν από τη Βουλή στο παρελθόν υπήρχαν νομικά προβλήματα (όπως
για παράδειγμα η έλλειψη αρμοδιότητας του εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου που
συμβαλλόταν), τα οποία λύνονταν δια της νομοθετικής κύρωσης. Με άλλα λόγια στις
περιπτώσεις αυτές ο νομοθέτης που εκφράζει ως γνωστόν την ύψιστη δημοκρατική
διαδικασία, καλούνταν να καλύψει εκ των υστέρων διάφορες παρανομίες, οι οποίες
καθιστούσαν άκυρο το σύνολο των συμφωνηθέντων. Εν προκειμένω πάντως τέτοιο
ζήτημα ουδόλως φαίνεται να τίθεται. Ούτως ή άλλως πάντως σε καμία περίπτωση δεν
είναι δουλειά του κοινοβουλίου να διορθώνει αυτά τα λάθη.
Προσωπική μου άποψη πάντως είναι ότι η προσέγγιση του
ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται με γνώμονα το αν ο επενδυτής θα εξαρτήσει τηνεπένδυση από την επικύρωση ή όχι του κοινοβουλίου, ή αν συμφωνούν με την επιλογή οι δανειστές μας αλλά κυρίως από την εικόνα
και το ρόλο που αποφασίζουμε να δώσουμε στο κοινοβούλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου