Μιχαήλ Σταθόπουλου,
Ακαδημαϊκού, Ομότιμου Καθηγητή
Ι. Εισαγωγή
Νομικοί και
φιλόσοφοι προβληματίζονται, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με άδικους νόμους, και
διερωτώνται αν υπάρχουν όρια στη νομοθετική εξουσία της Πολιτείας. Πρέπει να
γίνουν δεκτές αρχές υπερκείμενες του θεσπισμένου δικαίου, του λεγόμενου
θετικού δικαίου, αρχές που δεσμεύουν τον
νομοθέτη; Υπάρχουν κανόνες πριν και πάνω από το θετικό δίκαιο που υπερισχύουν
σε περίπτωση σύγκρουσης μαζί του; Όχι, απαντά ο
νομικός θετικισμός, ναι ο
νομικός
ιδεαλισμός και γενικότερα ο
αντιθετικισμός.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών τρόπων σύλληψης και κατανόησης του δικαίου
συνεχίζεται αιώνες τώρα και εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα. Οι
θετικιστές αρνούνται κάθε άλλη πηγή κανόνων δικαίου πέρα από τη νομοθετική
εξουσία της Πολιτείας ή από άλλες εξουσίες που διαμορφώνονται στην κοινωνία,
παράγοντας π.χ. εθιμικό δίκαιο. Ο δικαστής δεν μπορεί να αρνηθεί την εφαρμογή
ενός νόμου, επικαλούμενος αντίθεση του νόμου αυτού προς υπερκείμενες αρχές. Για
την αξία και την ποιότητα του θετικού δικαίου θα κρίνει όχι ο δικαστής, αλλά η
ιστορία.
Αντίθετα, ο νομικός αντιθετικισμός
θεωρεί ότι τα βαθύτερα θεμέλια του δικαίου βρίσκονται επέκεινα της κρατικής
εξουσίας, ότι προϋφίστανται αυτής σε ένα επίπεδο ανώτερο του νομοθέτη. Οι
υπερκείμενοι του θετικού δικαίου κανόνες περιέχουν αρχές ισχύουσες a priori ως αξιώματα, γιατί
πρόκειται για πανανθρώπινες ιδέες και αξίες, που δεν εξαρτούν την ισχύ τους από
την οποιαδήποτε θέσπισή τους από κρατική ή άλλη κοινωνική εξουσία. Σ’ αυτές τις
αρχές, που ανήκουν στο λεγόμενο φυσικό
δίκαιο (κατ’ αντιδιαστολή προς το θετικό), αναφερόταν ο Σοφοκλής, όταν
μιλούσε, στην πασίγνωστη περικοπή της Αντιγόνης, για τα «άγραπτα κἀσφαλή θεών νόμιμα»,
τα οποία, προσθέτει ο ποιητής, «αείποτε
ζη κουδείς οίδεν εξ ότου ’φάνη». Στη νεότερη εποχή και ιδίως σήμερα γίνεται
από τους αντιθετικιστές λιγότερο λόγος για φυσικό δίκαιο και περισσότερο για αρχές
της δικαιοσύνης που πάντως δεσμεύουν τον νομοθέτη.
ΙΙ. Ο θετικισμός των σοφιστών
1.
Οι απαρχές της διαμάχης νομικού ιδεαλισμού και νομικού θετικισμού στην ιστορία
του ευρωπαϊκού πνεύματος ανάγονται στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν οι
σοφιστές, που έρχονταν από άλλες πόλεις και δίδασκαν στην Αθήνα, με την
ανατρεπτική για τις ως τότε αντιλήψεις διδασκαλία τους τάραξαν τα νερά,
ξεκινώντας μια καινούργια πνευματική κίνηση, η οποία προκάλεσε τον ισχυρό
αντίλογο του Σωκράτη και στη συνέχεια του Πλάτωνα.
2.
Όταν γίνεται λόγος για τη διδασκαλία των σοφιστών, συχνά σκέφτεται κανείς την
αρνητική της πλευρά, π.χ. τα σοφίσματα με τη γνωστή μειωτική έννοια. Τούτο
όμως, δεν πρέπει να μας εμποδίζει να βλέπουμε ορισμένα καίρια χαρακτηριστικά
του σοφιστικού πνεύματος, τα οποία δικαιολογούν μια διαφορετική αξιολόγηση της διδασκαλίας
τους. Έτσι:
α) Πρώτον, οι σοφιστές ήταν εκείνοι
που έστρεψαν την προσοχή τους (πριν από τον Σωκράτη) στον άνθρωπο και στα
προβλήματά του ως μέλους της κοινωνίας. Ως τότε τους μεγάλους Ίωνες φιλοσόφους
τους απασχολούσε κυρίως η κατανόηση του κόσμου, η αναζήτηση της πρωταρχικής
ουσίας του, ενώ τους σοφιστές τους ενδιέφερε ο άνθρωπος. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», είπε ο πρώτος των σοφιστών Πρωταγόρας.
Άνοιξε έτσι ο δρόμος που οδηγούσε από την κοσμολογία και τον μακρόκοσμο του
σύμπαντος στον άνθρωπο και τη σχέση του με την ηθική, την πολιτική, την αλήθεια
και το δίκαιο.
β) Δεύτερο βασικό γνώρισμα των
σοφιστών, που -αυτό κυρίως- είχε καίρια επίπτωση στο Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη, είναι
η κριτική και η αμφισβήτησή τους για τα πάντα. Οι σοφιστές αμφισβήτησαν ιδίως
μεταφυσικές και υπερβατικές παραδοχές, που ως τότε θεωρούνταν αυτονόητες. Και
ακόμη: Η πλήρης αμφισβήτηση οδηγούσε στον σχετικισμό. Στη διδασκαλία των
μεγάλων σοφιστών οφείλεται η ανάπτυξη μιας πρώτης μορφής διαλεκτικής μεθόδου. Ο
Πρωταγόρας υποστήριζε ότι για κάθε επιχείρημα υπάρχει αντίθετο επιχείρημα.
Με την αντιπαράθεση επιχειρημάτων
έχει σχέση η πρωταγόρεια προτροπή «τον
ήττω λόγον κρείττω ποιείν», δηλαδή να καθιστούμε το ασθενέστερο επιχείρημα
ισχυρότερο. Η έκφραση αυτή, που συχνά παρεξηγείται, υποδηλώνει τη σχετικότητα
των προβαλλόμενων επιχειρημάτων και τη συνεχή δυνατότητα βελτίωσης και
εκλέπτυνσής τους ή ανεύρευσης καλλίτερου επιχειρήματος, έτσι ώστε με την
παρουσίαση του ενός αλλά και του άλλου λόγου να αναπτύσσεται η κριτική σκέψη
και να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να επιλέξει τελικά τον πιο πειστικό λόγο. Οι
σοφιστές ανέπτυξαν κατ’ εξοχήν την τέχνη της πειθούς, τη ρητορική τέχνη. Με τη
σημερινή ορολογία θα λέγαμε, τη δικηγορική τέχνη. Έτσι μπορεί να αντιληφθεί
κανείς και σήμερα την (επίσης παρεξηγημένη και όμως ουσιώδη) συμβολή των
δικηγόρων στην απονομή της δικαιοσύνης. Κάθε πλευρά υποστηρίζει τις δικές της
απόψεις, αντίθετες προς εκείνες της άλλης πλευράς, και μ’ αυτόν τον τρόπο οι
δύο πλευρές διευρύνουν τον ορίζοντα του δικαστή προς τα άκρα και τον
διευκολύνουν να επιλέξει, μέσα στα έτσι διευρυμένα όρια της σκέψης του, την
ορθή κατά την κρίση του λύση. Ο δικηγόρος, ως λειτουργός της δικαιοσύνης,
πρέπει να νοείται πάντοτε με παρόντα και αντεπιχειρηματολογούντα τον αντίδικο
δικηγόρο, όπως και στους σοφιστές ο κάθε λόγος συσχετίζεται με έναν αντίλογο.
3.
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά της διδασκαλίας των σοφιστών οδηγούν ευθέως στον
νομικό θετικισμό. Τον δρόμο προετοίμασε η προαναφερθείσα πρωταγόρεια αρχή «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των
μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν». Τούτο σημαίνει ότι οι
νόμοι και τα ήθη που ρυθμίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις πρέπει να έχουν προέλευση από τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι από
δεδομένες μεταφυσικές θέσεις. Σημαίνει όμως ακόμη ότι η λύση για τα κοινωνικά
ζητήματα αφήνεται στην υποκειμενική κρίση του ανθρώπου. Η πίστη σε αντικειμενικές αλήθειες παραχωρεί τη θέση της στον
υποκειμενισμό. Οι σοφιστές δεν δέχονται μία μόνο εκδοχή του αγαθού, μία
μόνο εκδοχή του δικαίου. Ποια εκδοχή τελικά θα ισχύσει, θα το πει ο νομοθέτης.
Έτσι ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι αυτά τα οποία θεσπίζει κάθε πόλη πιστεύοντάς
τα ως νόμιμα, είτε είναι δίκαια είτε άδικα, αυτά είναι πράγματι γι’ αυτήν τα
νόμιμα και σ’ αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ένας ιδιώτης
σοφότερος από άλλον ιδιώτη ούτε μία πόλη σοφότερη από άλλη πόλη («ουδέν σοφώτερον ούτε ιδιώτην ιδιώτου ούτε
πόλιν πόλεως»). Τα ίδια υποστηρίζουν ο Γοργίας και ο Αντιφών, κατά τους
οποίους το δίκαιο δεν καθορίζεται από τη φύση ή από τους θεούς ή από κάποια
αναγκαιότητα, αλλά είναι δημιούργημα των ανθρώπων, είναι συνθήκη μεταξύ τους
(μια πρώτη διατύπωση θεωρίας κοινωνικού συμβολαίου).
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στη
θετικιστική θέση του Θρασύμαχου, ο οποίος είχε πει: «Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος ξυμφέρον». Έχει
υποστηριχθεί ότι με το συμφέρον του «κρείττονος» ο Θρασύμαχος εννοεί το δίκαιο
του ισχυροτέρου. Πειστικά όμως, νομίζω, έχει αντικρουσθεί η ερμηνεία αυτή, μεταξύ
άλλων και σ’ αυτήν την αίθουσα από τον Γεώργιο
Μιχαηλίδη-Νουάρο, που υποστήριξε
(όπως και πολλοί άλλοι αλλοδαποί σχολιαστές του Θρασύμαχου) ότι ο σοφιστής
αυτός με το εν λόγω απόφθεγμα εκθέτει, κατά τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή
του, τη ρεαλιστική κοινωνιολογική άποψη. (Ο Νίτσε έχει πει ότι οι σοφιστές δεν
ήταν τίποτε άλλο παρά ρεαλιστές). Συγχρόνως δε με τη φράση αυτή ο Θρασύμαχος εκφράζει
την αρχή του κρατικού θετικισμού, ο οποίος, εννοεί ο Θρασύμαχος, απλώς εκδηλώνεται
σύμφωνα με τις απόψεις και τα συμφέροντα της κρατούσας στην κοινωνία εξουσίας.
Ο νομοθέτης είναι που αποφαίνεται για το δίκαιο, αυτός είναι που το δημιουργεί.
Ο Θρασύμαχος προφανώς διαπιστώνει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του,
χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαίως ότι την εγκρίνει.
4.
Και όμως οι σοφιστές δεν αρνούνται την ύπαρξη αυτού που αργότερα αποκλήθηκε
φυσικό δίκαιο. Δεν χρησιμοποιούν τον όρο φυσικό δίκαιο, αφού ως δίκαιο δέχονται
μόνο το θετικό, αλλά μιλούν για «τα της
φύσεως». Αυτά τα θεωρούν ευρισκόμενα εκτός δικαίου. Ο Αντιφών, αφού ορίζει τη
δικαιοσύνη ως «τα της πόλεως νόμιμα»,
προσθέτει ότι υπάρχουν και «τα της φύσεως»,
ή «ξύμφυτα». Το κυριότερο παράδειγμα
ξυμφύτων το δίνει σε ένα άλλο απόσπασμά του: «Φύσει πάντα πάντ<ες> ὁμοίως πεφύκ<α>μεν
και βάρβαροι και Ἓλλην<ες> εἶναι
....... οὒτε β<άρβα>ρος ἀφώρισ<ται>
ἡμῶν
ο<ὐδείς>
οὒτε
Ἓλλην<·>
ἀναπνέομέν
τε γάρ εἰς τον ἀέρ<α>
ἅπαντες
κατά το στόμ<α κ>αί κατ<ά> τάς ῥῑνας
κ<αί ἐσθίομε>ν χ<ερσίν ἅπαντες
...>». Έτσι, για πρώτη φορά διατυπώνεται τόσο απλά και εύγλωττα η μεγάλη
αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι. Κάτι ανάλογο επαναλαμβάνει και ο
σοφιστής και μαθητής του Γοργία Αλκιδάμας, ο οποίος διακήρυττε, κατά την
μαρτυρία του Αριστοτέλη, ότι «ελευθέρους
αφήκε πάντας θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν», κάτι που δεν το
βρίσκουμε ούτε στον ίδιο τον Αριστοτέλη ούτε στον Πλάτωνα.
Κριτική στους ισχύοντες νόμους με
επίκληση της φύσης ασκούν και άλλοι σοφιστές. Ο Ιππίας έχει πει ότι «ο νόμος, τύραννος ὤν τῶν
ἀνθρώπων,
πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται». Ο δε Θρασύμαχος που μίλησε για «το του κρείττονος συμφέρον», σε άλλο
σωζόμενο απόσπασμα υποστήριξε ότι οι θεοί δεν προσέχουν τα ανθρώπινα, γιατί
αλλιώς δεν θα παρέβλεπαν το μέγιστο αγαθό των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την οποία
οι άνθρωποι δεν εφαρμόζουν (δείγμα ότι ο Θρασύμαχος πράγματι δεν ενέκρινε τη
νομοθετική πραγματικότητα με το «του κρείττονος ξυμφέρον»).
5.
Ενόψει όλων αυτών (και ιδίως ενόψει της χειραφέτησης του σοφιστικού πνεύματος
από το υπερβατικό και το άλογο) δεν είναι τυχαίο ότι η κίνηση των σοφιστών
ονομάσθηκε διαφωτισμός (και μάλιστα ο πρώτος διαφωτισμός). Έτσι κι αλλιώς,
γεγονός είναι ότι σ’ εκείνη τη μεγάλη πνευματική άνθηση του ταραγμένου και
γεμάτου ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις
δεύτερου μισού του 5ου π.Χ. αιώνα οι σοφιστές άνοιξαν νέους δρόμους
και προκάλεσαν τη δημιουργία αντίθετου στοχασμού, ιδίως τη γέννηση του
σωκρατικού και του πλατωνικού ιδεαλισμού.
ΙΙΙ. Η απάντηση του ιδεαλισμού - Ιδίως ο
πλατωνισμός
1. Πράγματι, η σοφιστική και μαζί της ο
νομικός θετικισμός είχε μεγάλες αντιδράσεις σχεδόν από την αρχή της εμφάνισής
της. Ο Σωκράτης ήταν που πρώτος έδωσε την απάντηση του ιδεαλισμού. Είχε πολλά
κοινά με τους σοφιστές. Στράφηκε, όπως και εκείνοι, από τον κόσμο στον άνθρωπο
(έφερε τη φιλοσοφία, όπως γράφει ο Κικέρων, από τον ουρανό στη γη) και
χρησιμοποίησε κατά βάση την ίδια μέθοδο, της διαλεκτικής. Είχε όμως
διαφορετικούς στόχους. Αντικρούοντας τον υποκειμενισμό και σχετικισμό των
σοφιστών δίδασκε ότι ο άνθρωπος, ανατρέχοντας στη συνείδησή του, έχει τη δυνατότητα
να συλλαμβάνει σταθερές αντικειμενικές
αλήθειες για το τι είναι αγαθό, τι είναι αρετή, τι είναι δίκαιο, τι άδικο·
αναζητούσε καθολικό (γενικής ισχύος) ορισμό για τις ηθικές αρετές. Και όμως ο
Σωκράτης έμεινε στην ιστορία, περισσότερο με την ύστατη πράξη της ζωής του. Ο
φιλόσοφος που σ’ όλη του τη ζωή δίδασκε την αρετή και το αγαθό ως τελικό σκοπό
πάνω από τους νόμους του ανθρώπου ήταν αυτός που μετά την άδικη καταδίκη του σε
θάνατο, αρνούμενος προτάσεις φυγής και προτιμώντας να συμμορφωθεί με το δίκαιο της
πόλης του και να πιει το κώνειο, έδωσε μάθημα νομικού θετικισμού, μάθημα
υποταγής στους νόμους της πόλης και τις δικαστικές αποφάσεις της, όσο άδικες
και αν είναι. Ίσως όμως ο Σωκράτης πήρε αυτή τη θέση, επειδή αδικούμενος ήταν ο
ίδιος και όχι τρίτοι. Όπως έλεγε, προτιμούσε να αδικείται παρά να αδικεί («ει δ’ αναγκαίον είη αδικείν ή αδικείσθαι,
ελοίμην αν μάλλον αδικείσθαι ή αδικείν»). Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει,
ποια στάση θα τηρούσε ο φιλόσοφος που με ταπεινοφροσύνη εκήρυττε για τον εαυτό
του το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», αν ήταν άλλος αυτός που καταδικαζόταν τόσο
άδικα σε θάνατο.
2.
Ο ιδεαλισμός όμως φθάνει στο αποκορύφωμά του με τον Πλάτωνα, ο οποίος,
συνεχίζοντας τη σωκρατική κριτική στον σχετικισμό των σοφιστών, αναζητεί την αντικειμενική,
υπερβατική αλήθεια και τη βρίσκει σε μια μεταφυσική πηγή, στις ιδέες που προϋπάρχουν κάθε αισθητής
ύπαρξης, προϋπάρχουν κάθε νόμου και είναι αιώνιες και αμετάβλητες. Έτσι
γεννήθηκε στην ιστορία του πνεύματος η «ιδέα» ως αξία, ως αρχή, ως οντότητα· έτσι γεννήθηκε ο
ιδεαλισμός και μάλιστα σε μια απόλυτη έκφρασή του.
Για την κρίση τι είναι δίκαιο, τι άδικο ο Πλάτων προσφεύγει πάλι σε μια
ιδέα, την ιδέα της δικαιοσύνης, την
οποία θεωρεί ως αγαθό καθεαυτό που δεν αντλεί την αξία του από κάτι άλλο
(δικαιοσύνη «αυτή δι’ αυτήν»). Σημειωτέον
ότι στο τελευταίο έργο του, τους «Νόμους», ο Πλάτων φαίνεται να απολυτοποιεί
ακόμη περισσότερο τη μεταφυσική του, ανατρέχοντας στη θεία βούληση, όταν
αντιτάσσει στο πρωταγόρειο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» το δικό του αξίωμα
«θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον».
3. Αργότερα ο Αριστοτέλης
ανέλυσε ρεαλιστικότερα την έννοια της δικαιοσύνης, περιορίζοντας την
απολυτότητα του δασκάλου του, ανέπτυξε, πρώτος με πληρότητα, τη διάκριση μεταξύ
φυσικού δικαίου και θετικού «ιδίου» δικαίου, το έλεγε, και ανέδειξε την αρχή
της επιείκειας, ως τρόπο αντιμετώπισης από τον δικαστή των άδικων νόμων. Αυτό
που ο Πλάτων το έλυνε με τις δίκαιες αποφάσεις του σοφού νομοθέτη (νομοθέτες δε
έπρεπε να είναι οι άριστοι των πολιτών), ο Αριστοτέλης το αντιμετώπιζε με την
εκ μέρους του δικαστή χρήση της επιείκειας. Μεταξύ δικαίου και επιεικούς,
«κρείτον το επιεικές» έλεγε.
4.
Επιστρέφω όμως στον 5ο π.Χ. αιώνα που γέννησε την αντιπαράθεση θετικισμού
και ιδεαλισμού, για να πω συμπερασματικά ότι είναι γεγονός πως η αντιπαράθεση
αυτή, όποια θέση και αν παίρνει κανείς, έφθασε σε πνευματικές κορυφές τότε στην
Αθήνα και υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη για την παγκόσμια ιστορία του πνεύματος.
Εύγλωττα όσα γράφει η Romilly στο έργο της «Οι μεγάλοι
σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή», έστω υπερτονίζοντας κάπως την αντίθεση: «Έτσι», γράφει, «παρακολουθούμε το θαύμα, στην
ίδια πόλη και τα ίδια χρόνια να γεννιούνται δύο αντίθετες μορφές σκέψης: στη
μία τα πάντα υπάγονται στον άνθρωπο, στην άλλη τα πάντα είναι υπερβατικά· στη
μία κυριαρχεί η πρακτική σκοπιμότητα, στην άλλη ο ιδεαλισμός». Για τους
νομικούς τότε γεννήθηκε η φιλοσοφία του δικαίου, τότε ξεκινά το μεγάλο δίλημμα
και η δυσκολία της επιλογής: Ναι ή όχι στη συμμόρφωση στο, οποιουδήποτε
περιεχομένου, θετικό δίκαιο, ναι ή όχι στον θετικισμό;
IV. Ο θετικισμός στη σύγχρονη εποχή - Ιδίως η «καθαρή» θεωρία
περί δικαίου και η αναλυτική φιλοσοφία του δικαίου
Δεν είναι πρόθεση αυτής της ομιλίας η παρακολούθηση της έκτοτε πορείας
της αντιπαράθεσης αυτής και η έκθεση των ανά τους αιώνες ποικίλων σχετικών
θεωριών. Ενδιαφέρον έχει να λεχθεί, ποια είναι η σημερινή εικόνα στο πρόβλημα.
Με δυο λόγια μόνο θα πω ότι έως και τον 18ο μ.Χ. αιώνα αναπτύχθηκαν πολλές
σχολές φυσικού δικαίου, μεταξύ των οποίων, βέβαια, δεν υπήρχε ομοφωνία ως προς
τον προσδιορισμό της πηγής των υπερθετικών κανόνων. Η πηγή αυτή έχει
υποστηριχθεί ότι είναι άλλοτε η θεϊκή βούληση άλλοτε αργότερα ο ορθός λόγος ή ο
ηθικός κανόνας ή η φύση του ανθρώπου ή το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου στον
κόσμο κλπ.
Από τον 19ο μ.Χ. αιώνα, παράλληλα με την αλματώδη ανάπτυξη των θετικών
επιστημών ή και υπό την επήρεια της ανάπτυξης αυτής, επικράτησε γενικότερα
θετικιστικό πνεύμα και στον χώρο του δικαίου.
Από τις διάφορες θετικιστικές
θεωρίες θα αναφερθώ ενδεικτικά, για να δειχθεί το πνεύμα του σύγχρονου
θετικισμού, μόνο στην αγγλοσαξονικής προέλευσης αναλυτική θεωρία του δικαίου, κύριος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο
Άγγλος Herbert Lionel A. Hart. Η
θεωρία αυτή διαχωρίζει αυστηρά από την ηθική (και τη μεταφυσική) το δίκαιο, θεωρώντας
το ηθικά ουδέτερο. Για το δίκαιο σημασία έχει η περιγραφή και αναλυτική
επεξεργασία των κανόνων του χωρίς
αξιολογικές κρίσεις. Ο Ηart θεωρεί ότι οι κρίσεις αυτές έχουν αναγκαστικά
υποκειμενικό και συχνά ιδεολογικό χαρακτήρα και θέλει να προφυλάξει τη νομική
επιστήμη από τον κίνδυνο να την αλώσουν προσωπικές απόψεις, ιδεολογίες,
πολιτικές επιδιώξεις. Με την προσέγγιση αυτή ο αναλυτικός θετικισμός υπόσχεται
διαύγεια και προφάνεια.
Απομακρυνόμενος όμως ο Hart από προγενέστερους υποστηρικτές του αναλυτικού θετικισμού,
που θεωρούν ότι το θετικό δίκαιο εκπηγάζει πάντοτε από κάποια νομοθετική
εξουσία, και θέλοντας να θέσει όρια μπροστά στον κίνδυνο αυθαιρεσίας της
εξουσίας αυτής, απαιτεί την ύπαρξη ενός «κανόνα
αναγνώρισης», κατά τον οποίο πρέπει να γίνεται δεκτό στην πράξη ως κοινό
αγαθό, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουμε πως πρέπει να συμμορφωνόμαστε
με τις υποδείξεις του νόμου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους.
Η διδασκαλία του Hart
όμως έγινε αντικείμενο κριτικής και ευλόγως. Η ουδετερότητα της νομικής γλώσσας
και η κάθαρσή της από αξιολογήσεις αποκόπτει τους κανόνες δικαίου από τον
κοινωνικό και οικονομικό σκοπό τους, που δεν μπορεί παρά να είναι αξιολογικά
χρωματισμένος. Κυρίως όμως μένει άλυτο το σχετικό με την αποδοχή του κανόνα
αναγνώρισης ερώτημα, πώς (και από ποιον) οριοθετείται η αποδοχή αυτή από την
κοινωνία και πώς ελέγχεται η ύπαρξη τέτοιας αποδοχής και μάλιστα ανεπηρέαστης,
παρά τις κρατούσες γνωστές επικοινωνιακές συνθήκες κατευθυνόμενης πληροφόρησης.
Μήπως αρκεί αποδοχή και αναγνώριση κατά τις επικρατούσες στην κοινωνία απόψεις;
Και πώς προστατεύονται τότε οι μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των
ατόμων; Ο αναλυτικός θετικισμός δυσκολεύεται να λύσει, με συνέπεια προς τις
βασικές θέσεις του, το πρόβλημα της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.
V. Η αναγέννηση του ιδεαλισμού/αντιθετικισμού
Ιδίως μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο όμως σημειώθηκε διεθνώς στροφή προς
τον αντιθετικισμό, μάλιστα και υπό την επήρεια της τραυματικής εμπειρίας από τα
εγκλήματα του ναζισμού, μια ιδεαλιστική στροφή που χαρακτηρίσθηκε ως «αναγέννηση του φυσικού δικαίου», τώρα
όμως σε ηπιότερη μορφή, με αναφορά σε υπερθετικές αρχές περισσότερο παρά σε
σύστημα κανόνων φυσικού δικαίου, αρχές πάντως που δεσμεύουν τον νομοθέτη. Ο κανόνας
του θετικού δικαίου που βρίσκεται σε αντίθεση με τις αρχές αυτές χάνει την ισχύ
του. Τα δικαστήρια πρέπει να αρνηθούν να τον εφαρμόσουν. Ο Γερμανός φιλόσοφος
του δικαίου Gustav Radbruch, έγραφε το 1932, εξαίροντας την πίστη του δικαστή
στον νόμο: «Για τον δικαστή συνιστά
επαγγελματικό καθήκον να πραγματώνει τη βούληση του νόμου για ισχύ [«den Getungswillen des Gesetzes»], να θυσιάζει το προσωπικό του αίσθημα
δικαίου στην εξουσιαστική επιταγή του νόμου και να ερωτά μόνο τι είναι νόμιμο
και ποτέ αν αυτό είναι και δίκαιο». Ο ίδιος όμως ο Radbruch μετά
τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο ήταν από αυτούς που συνέβαλαν στη στροφή προς τον
ιδεαλισμό και παραδέχθηκε ότι όφειλε να αναθεωρήσει κάποιες από τις απόψεις
του. Έτσι έγραψε, μεταξύ άλλων: «Αν νόμοι
διαψεύδουν ενσυνείδητα τη βούληση για δικαιοσύνη, π.χ. αυθαίρετα απονέμουν ή
καταργούν ανθρώπινα δικαιώματα, τότε εξαφανίζεται η ισχύς αυτών των νόμων, τότε
ο λαός δεν τους οφείλει υπακοή, τότε και οι νομικοί οφείλουν να βρουν το θάρρος
να τους αρνηθούν τον χαρακτήρα δικαιικού κανόνα».
Στον αγγλοσαξονικό χώρο υπήρξε
επίσης αντίδραση στις θετικιστικές απόψεις του Hart, με
κυριότερο εκπρόσωπο της αντιθετικιστικής αυτής τάσης τον αμερικανό Ronald Dworkin. Το
δίκαιο, υποστηρίζει ο Dworkin, δεν εξαντλείται στους
κανόνες που θεσπίζουν τα νομοθετικά όργανα, αλλά βασικό μέρος του είναι οι
ηθικού χαρακτήρα αρχές του δικαίου.
Για την αναγνώριση της ισχύος των αρχών αυτών δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε,
υποστηρίζει ο Dworkin, την πηγή προέλευσής τους,
το αν ανήκουν στο θετικό δίκαιο ή έχουν υπερθετικό χαρακτήρα. Αρκεί ότι
χρειάζονται για τη θεμελίωση των πάσης φύσεως νομικών αποφάνσεων. Έτσι, όμως, η
γνώμη αυτή μάλλον παρακάμπτει ένα υπαρκτό πρόβλημα. Γιατί το ζήτημα του
(ασφαλούς και γενικά αποδεκτού) καθορισμού της πηγής προέλευσης των αρχών δικαίου
κάθε άλλο παρά στερείται σημασίας για το περιεχόμενό τους.
Στην Ελλάδα και στην εποχή μας ο αντιθετικισμός (και με τη μορφή του
νομικού ιδεαλισμού) είναι η κρατούσα θέση μεταξύ των θεωρητικών του δικαίου, με
κύριους εκπροσώπους τον Κωνσταντίνο Τσάτσο,
τον Γεώργιο Μητσόπουλο και τον Κωνσταντίνο
Δεσποτόπουλο, ενώ κύριος εκπρόσωπος του νομικού θετικισμού ο Αριστόβουλος Μάνεσης.
VI. Συγκρίσεις – Ασφάλεια δικαίου ή δικαιοσύνη;
Μια σύγκριση τώρα των δύο απόψεων
πριν από την έκφραση της ιδίας του ομιλούντος γνώμης:
Το κοινό γνώρισμα όλων των εκδοχών του νομικού αντιθετικισμού είναι η πίστη στην ιδέα της δικαιοσύνης και στις
ηθικές αρχές και αξίες, που πρέπει να γίνονται δεκτές ανεξάρτητα από
οποιαδήποτε θέσπισή τους. Αυτή είναι η μεγάλη ηθική δύναμη του ιδεαλισμού
που του δίνει κύρος και αίγλη. Κανένας σχετικισμός, κανένας ψυχολογισμός ή
υποκειμενισμός ή κοινωνιολογισμός, κανένας ιστορισμός ή θετικισμός δεν μπορεί
να εκτοπίσει το αίσθημα του δικαίου, την αναφορά στην ιδέα της δικαιοσύνης.
Αδυναμία όμως του αντιθετικισμού συνιστά η δυσχέρεια εξειδίκευσης της
ιδέας αυτής και των αρχών της και προσδιορισμού του περιεχομένου τους και
κυρίως η αβεβαιότητα ως προς την πηγή από όπου αντλούνται οι υπερθετικοί
κανόνες. Περαιτέρω, ερωτάται, ποιος θα
διαπιστώσει, σε περίπτωση διχογνωμίας, το περιεχόμενο των υπερθετικών
αρχών. Εφόσον μάλιστα αυτές ισχύουν αυτοδικαίως, ανεξάρτητα από θέσπισή τους,
και θέτουν εκποδών τους τυχόν αντίθετους κανόνες του θετικού δικαίου, μήπως πρέπει
να δεχθούμε ότι η αντίθεση αυτή, ανεξάρτητα από δικαστική διαπίστωσή της, δίνει
το δικαίωμα στον πολίτη να αρνηθεί την τήρηση του νόμου, άρα δικαίωμα ανυπακοής
ή και ενεργητικής αντίστασης; Δικαίωμα που γενικευόμενο μπορεί να οδηγήσει στην
αναρχία;
Η δυσκολία αντιμετώπισης αυτών των ερωτημάτων δείχνει ποιο είναι το πλεονέκτημα του θετικισμού: Η ασφάλεια
δικαίου. Σύμφωνα με το πνεύμα του θετικισμού είναι προτιμότερο να ανεχθούμε
ένα κακό νόμο παρά να υπάρχει κοινωνία χωρίς νόμους. Οι θετικιστές παραδέχονται
ότι το θετικό δίκαιο είναι ατελές ως ανθρώπινο έργο, αλλά το θεωρούν το μόνο
βέβαιο για τους πολίτες, το μόνο που έχει ασφαλή προέλευση.
Αδυνατεί όμως ο θετικισμός να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των καταφανώς άδικων
νόμων. Με τη θέση ότι ο νόμος είναι νόμος και πρέπει να τηρείται από όλους ανοίγει
η πόρτα για αυθαιρεσίες της κρατικής εξουσίας και για πολιτική χειραγώγηση της
κοινωνίας από τις εκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις. Η παντοδυναμία του
νομοθέτη, έστω και με αποδοχή από τις δυνάμεις που επικρατούν στην κοινωνία, είναι
το κατ’ εξοχήν «προπατορικό αμάρτημα» του νομικού θετικισμού.
Παραμένει λοιπόν μια σχέση έντασης
ανάμεσα στον θετικισμό και τον αντιθετικισμό, τελικά ανάμεσα στα δύο αγαθά, την ασφάλεια δικαίου και την ιδέα της
δικαιοσύνης. Όταν συγκρούονται, ποιο αγαθό θα υπερισχύσει;
VII. Υπέρβαση της αντιπαράθεσης: Θετικοποίηση των υπερθετικών
αξιών
1. Μια πρώτη παραδοχή είναι,
ότι ένα έλλογο και προικισμένο με συνείδηση άτομο, που αποδέχεται τη συμβίωσή
του στην κοινωνία, συλλαμβάνει και αποδέχεται, είτε με τη διαίσθησή του είτε με τον λόγο, αρχές, έστω γενικότατες, που τις θεωρεί ισχύουσες a priori, ανεξάρτητα δηλαδή από
οποιαδήποτε θέσπισή τους. Συγκεκριμένα:
Με τη διαίσθησή του το προικισμένο με λογική και συνείδηση άτομο αποκτά
άμεση γνώση, χωρίς προσφυγή σε συλλογισμούς και χωρίς διαπιστώσεις εμπειρικών
καταστάσεων. Πρόκειται για μια σύλληψη που δεν περνά από λογική επεξεργασία,
για έναν «εσωτερικό φωτισμό», μια ενόραση. Σ’ αυτόν τον τρόπο σύλληψης αρχών
της δικαιοσύνης αναφερόμαστε, όταν μιλάμε για «αίσθημα του δικαίου» ή για την
«περί δικαίου συνείδηση». Ακόμη και ο πιο ορθολογικός νους έχει ενοράσεις, έχει
π.χ. εξεγέρσεις της συνείδησής του μπροστά στο καταφανώς άδικο και πριν τυχόν
αναζητήσει κάποια λογική τεκμηρίωση.
Αλλά παράλληλα έχουμε την ικανότητα να συλλαμβάνουμε αρχές της
δικαιοσύνης με τον διαλογικό χαρακτήρα της λογικής σκέψης, με χρήση δηλαδή του λόγου
ως μέσου για να πείσουμε όχι μόνο τον εαυτό μας, αλλά και τους άλλους, ότι οι
αρχές που δεχόμαστε ισχύουν και γι’ αυτούς, είναι δεκτικές γενίκευσης. Και οι
τυχόν πρώτες λογικές συλλήψεις υποβάλλονται σε λογική διεργασία, σε
συλλογισμούς, σε επιχειρηματολογία, σε έλλογη τεκμηρίωση της δυνατότητας
γενίκευσής τους, η οποία μπορεί να είναι πειστική για όλους.
Η διαισθητική και η ορθολογική σύλληψη των αρχών της δικαιοσύνης δεν
αλληλοαποκλείονται. Αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοενισχύονται. Διαισθητικά
τις συλλαμβάνουμε αμέσως ως πρόδηλες
ηθικές αλήθειες. Επειδή όμως οι αλήθειες αυτές είναι πρόδηλες, είναι συγχρόνως
και ορθολογικά γενικεύσιμες. Το πρόδηλο είναι και πασίδηλο. Για το ποιες είναι
αυτές οι a priori
αρχές θα μιλήσω σε λίγο. Εδώ αρκεί η επισήμανση ότι κακώς τις αμφισβητεί ο
ακραίος θετικισμός. Το ερώτημα όμως είναι, αν αυτές οι a priori αρχές της δικαιοσύνης είναι
ως τέτοιες δεσμευτικές για τον νομοθέτη. Αυτό ακριβώς το ερώτημα διχάζει τους
μετριοπαθείς θετικιστές και τους αντιθετικιστές.
2. Η απάντηση, νομίζω, πρέπει
να είναι ότι το ερώτημα αυτό χάνει τη σημασία του, αν και από τη στιγμή που οι
προδικαιικές αρχές εισέρχονται στο θετικό
δίκαιο. Οι αρχές γίνονται τότε κανόνες δικαίου. Γιατί αποκτούν με τη θετικοποίησή τους, ούτως ή άλλως, νομική
ισχύ και δεσμευτικότητα. Το να πούμε ότι υπάρχει διπλός λόγος για να ισχύουν, πρώτον
ως a priori κανόνες
και δεύτερον ως αναγνωρισθέντες από το θετικό δίκαιο, δεν μεταβάλλει, δεν
«διπλασιάζει» την ισχύ τους. Αυτή παραμένει η ίδια.
Το ζήτημα είναι, ποια λύση προσήκει για ηθικές αξίες και αρχές που δεν
έχουν θετικοποιηθεί. Υπάρχουν όμως, και ειδικά μάλιστα στην ελληνική έννομη
τάξη, μη θετικοποιημένες αξίες της δικαιοσύνης; Αν αναζητήσει κανείς, ποιες
είναι οι αρχές και αξίες που απορρέουν από την ιδέα της δικαιοσύνης, είτε
διαισθητικά είτε ορθολογικά είτε και με τα δύο, θα διαπιστώσει ότι αυτές είναι ακριβώς
οι κατοχυρωμένες στο Σύνταγμά μας ως μη
αναθεωρήσιμες. Πράγματι, ο συντακτικός νομοθέτης έκρινε ότι ορισμένες διατάξεις
του Συντάγματος, λίγες αλλά οι πλέον θεμελιώδεις, σε αντίθεση με τις άλλες, πρέπει
να εξαιρεθούν από την αναθεώρηση. Τις κατέστησε έτσι αναλλοίωτα και ακατάλυτα
ισχύουσες δικαιικές αρχές. Ποιες είναι; Είναι αφενός η κατοχύρωση της αξίας
του ανθρώπου, των βασικότερων ελευθεριών του και της ισότητας ενώπιον του νόμου
και αφετέρου η κατοχύρωση της λαϊκής
κυριαρχίας. Είναι οι αρχές που αποτελούν την πεμπτουσία της δικαιοσύνης και
ενέχουν αξίες φυσικοδικαιικής προέλευσης·
είναι οι a priori αρχές, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως.
Αφού, επομένως, οι αρχές αυτές έχουν υιοθετηθεί σήμερα από το Σύνταγμά
μας (όπως άλλωστε και από τα περισσότερα Συντάγματα των προηγμένων χωρών, καθώς
και από διεθνείς συμβάσεις), αρκεί να αναφερόμαστε στο Σύνταγμα. Επίκληση
υπερθετικών αρχών είναι είτε περιττή είτε, αν οδηγεί σε αλλοίωση του θετικού
δικαίου, επικίνδυνη. Γιατί θα μπορούσε να νοθεύσει τις, κατά τα λεχθέντα, ενσωματωμένες
στο θετικό δίκαιο αρχές της δικαιοσύνης.
Αυτές οι μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις δεσμεύουν εξ ορισμού και
τον μελλοντικό νομοθέτη (και εκείνον που τυχόν θα αυτοανακηρυσσόταν ως συντακτικός
νομοθέτης), σε οσοδήποτε μεγάλη
πλειοψηφία του λαού και αν αυτός στηρίζεται. Διότι η αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας, που πραγματώνεται, βεβαίως, με εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας, είναι
ισότιμη με τις άλλες μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις που αφορούν τα
θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και βρίσκει τα όριά της σ’ αυτές. Αυτά δεν μπορούν
να παραμερισθούν από καμιά πλειοψηφία, από κανένα δημοψήφισμα, γιατί αφορούν
ακριβώς την προστασία του ατόμου, του κάθε μεμονωμένου ατόμου, προστασία και
έναντι της πλειοψηφίας.
Η διάκριση των μη αναθεωρήσιμων από τις αναθεωρήσιμες διατάξεις του
ελληνικού Συντάγματος έχει περαιτέρω πρακτική σημασία: Από τη σκοπιά της
ελληνικής έννομης τάξης θα πρέπει να θεωρηθεί, ακόμη και από εκείνους που
δέχονται κατ’ αρχήν την υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου και έναντι του
Συντάγματός μας, ότι τουλάχιστον οι μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις είναι και έναντι του κοινοτικού νομοθέτη
ακατάλυτες.
3. Η εισδοχή των αρχών της
δικαιοσύνης στο θετικό δίκαιο μεταφέρει βέβαια κατά ένα μέρος την αβεβαιότητα
του αντιθετικισμού (που είναι, όπως είδαμε, η αχίλλειος πτέρνα του) στον χώρο
της ερμηνείας του θετικού δικαίου. Γιατί, βεβαίως, δεν μπορούμε πλέον να επιστρέψουμε
σε μορφές φορμαλιστικού θετικισμού του παρελθόντος. Η κρίση για το αν ένας
νόμος προσκρούει στις θεσπισμένες στο Σύνταγμα αρχές της δικαιοσύνης είναι
συχνά εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί αξιολογήσεις, μερικές φορές
αλληλοσυγκρουόμενες.
Δεν θα είναι όμως θέμα του κάθε πολίτη, του κάθε ερμηνευτή να θέσει εκτός
ισχύος ένα νόμο και να μη δεχθεί την εφαρμογή του, επειδή ο ίδιος τον θεωρεί αντίθετο
προς τις κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα αρχές. Σε μια οργανωμένη κοινωνία υπάρχουν
αρμόδια όργανα γι’ αυτό. Στην ελληνική έννομη τάξη την αρμοδιότητα και την
ευθύνη αυτή την έχουν τα δικαστήρια, στα οποία βέβαια μπορεί να προσφύγει κάθε
ενδιαφερόμενος και θιγόμενος πολίτης. Αυτονόητο, ότι τούτο προϋποθέτει
εμπιστοσύνη του πολίτη στη δικαιοσύνη. Η δημιουργία αυτής της εμπιστοσύνης
εξαρτάται κυρίως από τους ίδιους τους δικαστές. Αυτό είναι το πρώτιστο χρέος
τους. Μεταξύ άλλων, πρέπει να δίνουν πρώτοι το παράδειγμα συμμόρφωσης προς τους
νόμους, έστω και αν νομίζουν ότι αυτοί τους αδικούν.
Η αβεβαιότητα ως προς το ποιο θα είναι το ερμηνευτικό πόρισμα σε δυσχερή
ζητήματα όπου ανακύπτουν έντονες διχογνωμίες είναι πάντως σημαντικά μικρότερη
από την αβεβαιότητα που είναι συνυφασμένη με τις υπερθετικές αρχές. Η μεταφορά
του προβλήματος στο πεδίο της ερμηνείας του θετικού δικαίου (και της συμπληρωτικής
ερμηνείας προς κάλυψη κενών) συνιστά, πράγματι, πρόοδο για την ασφάλεια του
δικαίου. Συγκεκριμένα: Με τη μεταφορά αυτή υπάρχει ασφάλεια ως προς την πηγή του δεσμευτικού κανόνα, η οποία είναι
ακριβώς το θεσπισμένο δίκαιο. Δεν χρειάζεται να ρωτάμε, όπως συμβαίνει με τον
υπερθετικό κανόνα, ποια είναι η πηγή προέλευσης του εφαρμοζόμενου κανόνα, δεν
χρειάζεται να συμφωνήσουμε στην πηγή. Γνωρίζουμε
ακόμη σε τι δεσμεύεται ο δικαστής. Δεσμεύεται να στηρίξει την απόφασή του
στο θετικό δίκαιο και στις αρχές που το διαπνέουν. Δεν μπορεί να επικαλεσθεί
αρχές που δεν τις θεμελιώνει στο Σύνταγμα ή τους νόμους. Και τέλος, υπάρχει ασφάλεια κατά το ότι κανόνας που δεν
ανάγεται στις ακατάλυτες, μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του Συντάγματος ανήκει στην
αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη (ή της παράγουσας έθιμα κοινωνίας). Τελικά
αυτό που ισχύει είναι το θετικό δίκαιο, αυτό που θέσπισε ο Έλληνας νομοθέτης ή που
παράγει η κοινωνία μέσω εθιμικού δικαίου. Η δικαιοσύνη, που πραγματώνεται στη
δημοκρατική αρχή με τους δύο πυλώνες της (λαϊκή κυριαρχία και θεμελιώδη
ανθρώπινα δικαιώματα), είναι πλέον μέγεθος της θετικής μας νομοθεσίας.
Κυρίες και κύριοι
Οι σκέψεις που είχα την τιμή να σας εκθέσω αφορούν το δίκαιο, το οποίο περιέχει προτάσεις κανονιστικού χαρακτήρα,
δηλαδή προτάσεις δεοντολογικές. Μεταξύ του δέοντος
όμως και του είναι (του όντος) πολλές
φορές υπάρχει διάσταση, καμιά φορά και χάσμα. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν
συμβαδίζει ή δεν συμβαδίζει πλήρως προς τη δικαιική ρύθμιση. Συχνά η πράξη αδιαφορεί
για την εφαρμογή του θετικού δικαίου ή και σκόπιμα αρνείται την εφαρμογή. Αυτό
όμως δεν σημαίνει ότι την καταργεί. Το θετικό δίκαιο εξακολουθεί να ισχύει· απλώς παραβιάζεται.
Στην ανομία μάλιστα αυτή καμιά φορά συμμετέχουν και εκείνοι που είναι ταγμένοι
να είναι φρουροί του νόμου.
Αλλά,
για να επανέλθουμε στο δέον (σ’ αυτό είναι αφιερωμένη η ομιλία μου), μπορούμε
τώρα να συναγάγουμε το τελικό συμπέρασμά
μας: Ο ιδεαλισμός με τη θετικοποίηση των αξιών του και εν γένει οι προϋφιστάμενες
των νόμων αρχές της δικαιοσύνης κατέκτησαν το θετικό δίκαιο ή, αντιστρόφως, ο
θετικισμός πέτυχε, με την ενσωμάτωση εντός του θετικού δικαίου προϋφιστάμενων
αξιών και αρχών, να αποδυναμώσει την αντιπαράθεση, μη αφήνοντας περιθώρια για
υπερθετικούς κανόνες. Οι αρχές αυτές, που πολλές φορές πράγματι κακοποιήθηκαν
από το θετικό δίκαιο, επιζούν και σήμερα, αλλά εντός του θετικού δικαίου, όχι
εκτός αυτού. Επομένως η μη συμμόρφωση στο θετικό δίκαιο, η χαλάρωση της
νομιμοφροσύνης με οποιεσδήποτε υπερθετικές αναφορές δεν συγχωρείται· δεν υπάρχει
γι’ αυτήν καμιά δημοκρατική δικαιολόγηση.
Η διαμάχη στην ιστορία του πνεύματος
και στη φιλοσοφία του δικαίου, που ξεκίνησε το β΄ μισό του 5ου π.Χ.
αιώνα στην Αθήνα και δίχασε τα μεγάλα πνεύματα της εποχής, κατέληξε σήμερα,
τουλάχιστον στη χώρα όπου γεννήθηκε, στη σύζευξη θετικού δικαίου και
φυσικοδικαιικών αρχών.
To κείμενο αυτό μας εμπιστεύθηκε ο παλιός μας Καθηγητής και Δάσκαλος Μιχάλης Σταθόπουλος για τα nomikanea.gr
Αποτελεί προδημοσίευση της ομιλίας του στην Ακαδημία Αθηνών.
Τα Νομικά Νέα θεωρούν υποχρέωσή τους και τιμή τους να φιλοξενήσουν αυτό το κείμενο και εδώ διευκολύνοντας τους browsers να το βρίσκουν ώστε να διαβάζεται και να μπορούν να το απολαμβάνουν πολλοί.