Ο ίδιος ο ορισμός τη σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων καθορίζει ως κριτήριο διαφοροποίησης της σύμβασης αυτής από τη σύμβαση κατασκευής δημοσίων έργων την ανάθεση της εκμετάλλευσης ως συμβατικό αντάλλαγμα εν όλω ή εν μέρει του αναδόχου. Η εκμετάλλευση του έργου αποκλειστικό (κατά κανόνα) στόχο και πόρο έχει το χρήστη. Από αυτόν εξαρτάται η ανταποδοτικότητα του έργου. Από αυτόν η αποπληρωμή των δανείων. Από αυτόν εξαρτάται η ύπαρξη του αναδόχου παραχώρησης και η μη υποκατάστασή του σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων. Ο χρήστης σε μία σύμβαση που θέτει ως συμβατικό αντάλλαγμα την εκμετάλλευση καθίσταται ο κεντρικός φορέας υλοποίησης της σύμβαση αφού από αυτόν εξαρτάται η ίδια η ουσία της. Η κλειστοφοβία του επιβάτη της Brithsh Railway είναι δυνατό να αποβεί κρίσιμη για τη σύνδεση του Καναλιού της Μάγχης. Με δεδομένο ότι η προστασία του καταναλωτή ρυθμίζεται ευθέως από το κοινοτικό δίκαιο, ενώ η ελευθερία πρόσβασης, η ισότητα μεταχείρισης και η συνέχεια των υπηρεσιών κατοχυρώνονται ρητά από τη Συνθήκη παράλληλα με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο ρόλος του χρήστη των υποδομών εκτός από αυτόν του συμμέτοχου στην ανταπόδοση του εργολαβικού τιμήματος δια της εκμετάλλευσης του έργου, γίνεται καθοριστικός και για τη διαμόρφωση της εικόνας του χρήστη των ευρωπαϊκών υποδομών ως πολίτη της Ένωσης[1].
Βασισμένο στη Συνθήκη και στην ΕΣΔΑ, το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων αποτελεί τον κορμό ενός κοινοτικού οικονομικού δικαίου με κατοχυρωμένα μια σειρά ατομικών δικαιωμάτων και δομημένο με βάση την κοινή βούληση του συνόλου των εταίρων. Στο πλαίσιο των συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων, αλλά και στο πλαίσιο των συμβάσεων παραχώρησης εν γένει επισημαίνεται ότι η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς ο ιδιώτης διεκδικεί έναντι του εκάστοτε αναδόχου το συνολικό καθεστώς του χρήστη της παραχωρηθείσας υποδομής. Η παραδοχή αυτή ισχύει είτε η συγκεκριμένη υποδομή συνιστά έργο, είτε υπηρεσία είτε και οιονδήποτε άλλο συμβατικό τύπο στον οποίο είναι δυνατό να έχει την ιδιότητα του χρήστη ο ιδιώτης[2].
Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ενδιαφέρει τους χρήστες ενδεικτικά στο μέτρο που θίγονται δικαιώματά τους, όπως αυτό της ιδιοκτησίας (απαλλοτριώσεις)[3], το δικαίωμά τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον[4], το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου, το δικαίωμα στην πρόσβαση στις υποδομές και την ελεύθερη κυκλοφορία, σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η προστασία της μητρότητας, της παιδικής ηλικίας, των ατόμων με ειδικές ανάγκες και της τρίτης ηλικίας, το δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα καθώς και το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας.
Επομένως, θα πρέπει να θεωρείται ότι το ζήτημα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων αφορά πρωτίστως τους χρήστες των υποδομών και δευτερευόντως τους ανταγωνιστές, οι οποίοι τυγχάνουν της προστασίας του κοινοτικού δικαίου εξ άλλων διατάξεων και ιδίως από την ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την θέση αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά τη σύναψη των συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων, εκτός από την τριγωνική σχέση μεταξύ κράτους μέλους-επιχειρηματία ιδιώτη, και χρηματοδοτούσας Κοινότητας υπεισέρχεται ένας τέταρτος κρίσιμος παράγων ο χρήστης – καταναλωτής των υπηρεσιών που παρέχονται από τα έργα που αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης[5].
Ο χρήστης, αν και δεν συμβάλλεται ευθέως στη σύναψη της σύμβασης, είναι παράγων καταλυτικός στο μέτρο που από αυτόν εξαρτάται η ανταποδοτικότητα του έργου και η αποπληρωμή του συμβατικού ανταλλάγματος του αναδόχου. Η διασφάλιση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων συντελεί τόσο στην διασφάλιση της κοινοτικής νομιμότητας όσο και στην ανταποδοτικότητα του έργου υποδομής.
Με τον τρόπο αυτό τα κοινοτικού ενδιαφέροντος έργα υποδομής δημιουργούν τους χρήστες υποκείμενα των υποδομών αυτών. Αν δηλαδή, τα διευρωπαϊκά δίκτυα συνενώνουν τα κράτη μέλη με προσβάσεις ελευθερίας, οι χρήστες είναι οι φορείς αυτής της ελευθερίας. Με διττό τρόπο συνεπώς επιτυγχάνεται ο στόχος της Συνθήκης: αφενός τη διαμόρφωση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, αφετέρου τη διαμόρφωση του ευρωπαίου πολίτη. Ανάμεσα στον ευρωπαίο πολίτη και τους οικονομικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τα δίκτυα αυτά, η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων διαμορφώνει έναν καταλυτικό συμβατικό δεσμό[6].
Τα θεμελιώδη δικαιώματα που διασφαλίζει δια των υποδομών ο χρήστης, πέραν των όσων απολαμβάνει ως καταναλωτής, είναι κυρίως: Η ελευθερία πρόσβασης στα διευρωπαϊκά δίκτυα και η ισότητα πρόσβασης σε αυτά.
[1] Clapham A., Human Rights and the European Community: A Critical Overview, 1991
[2] Delvolvé P., La question de l’application du droit de la consommation aux services publics, D. Adm. Oct. 1993 σελ. 4,
[3] Για τη σχέση της προστασίας της ιδιοκτησίας και των έργων υποδομής βλ. και την απόφαση του ΔΕΚ της 19/9/2000 C-287/98, Linster.
[4] Σχετικά βλ. την απόφαση του ΔΕΚ C-96/98 της 25ης Νοεμβρίου 1999 Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή που αφορούσε κατασκευή αυτοκινητοδρόμου σε περιοχή ορνιθολογικού ενδιαφέροντος:
«Η Γαλλική Δημοκρατία, μη έχοντας χαρακτηρίσει ως ζώνη ειδικής προστασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, επαρκή επιφάνεια του Marais poitevin, μη έχοντας λάβει μέτρα με τα οποία να έχει αναγνωριστεί για τις χαρακτηρισμένες ως ζώνες ειδικής προστασίας τοποθεσίες του Marais poitevin ανάλογο νομικό καθεστώς και μη έχοντας λάβει τα μέτρα που ήσαν ενδεδειγμένα για την αποφυγή υποβαθμίσεως τόσο των χαρακτηρισμένων ως ζωνών ειδικής προστασίας τοποθεσιών του Marais poitevin όσο και ορισμένων από αυτές που έπρεπε να τύχουν του χαρακτηρισμού αυτού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.»
Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε εν προκειμένω ότι η λωρίδα εδάφους που προοριζόταν για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου είχε δηλωθεί εκ λάθους κατά την κοινοποίηση της ΖΕΠ του Marais poitevin interieur στην Επιτροπή ως αποτελούσα μέρος αυτής της ΖΕΠ και ότι η δήλωση του Υπουργού Περιβάλλοντος που περιέχεται στο έγγραφό του της 19ης Απριλίου 1994 προς τον Νομάρχη της περιοχής Pays de Loire, δήλωση κατά την οποία πρέπει (...) να θεωρηθεί ότι η «απαλλοτριωθείσα για τον αυτοκινητόδρομο περιοχή (...) αποκλείεται από τη ΖΕΠ», δεν είχε ως συνέπεια τη μείωση της επιφάνειας της χαρακτηρισθείσας ως ΖΕΠ περιοχής, αλλά αποτελούσε απλώς τη διόρθωση λάθους κατά την κοινοποίηση προς την Επιτροπή. Καμία από τις αιτηάσεις της δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.
[5] Dubos O., Kauffmann P., L'Europe des services, L'approfondissement du marché intérieur, 2009, Pedone - Collection Droits Européens, Arrowsmith S., Kunzlik P, (eds), Social and Environmental Policies in EC Procurement Law, New Directives and New Directions, Cambridge University Press 2009, Bousquet F.& Fayard A., Road Infrastructure Concession Practice in Europe (Policy Research Working Paper 2675, World Bank, Washington DC, 2001.
[6] Βλ. ενδεικτικά από τη γαλλική βιβλιογραφία Delvolvé P., La question de l’application du droit de la consommation aux services publics, D. Adm. Oct. 1993 σελ. 4, Barbier Ch., L’usager est- il devenu le client du service public ?, Semaine Juridique, ed. Générale, no. 3816, De Quatrebarbes B., Usagers ou clients? Marketing et qualité dans les services publics. L’ Organisation., 1998, Paris, Lecerf M., Droits des consommateurs et obligations des services publics, L’Organisation Paris 1999.
1 σχόλιο:
το ποστ είναι απόσπασμα από το Βιβλίο Σκουρή Π- Τροβά Ε, Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, Εκδόσεις Σάκκουλα
Δημοσίευση σχολίου