Οι ανεξάρτητες αρχές συνιστούν τους θεματοφύλακες της διαφάνειας
κατά την αντίληψη του αναθεωρητικού νομοθέτη στην Ελλάδα. Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001
θέσπισε μια σειρά ειδικών διατάξεων σε σχέση με ανεξάρτητες αρχές όπως αυτή του άρθρου 9Α εδ β και 19 παρ. 2 ,
του άρθρου 103 παρ. 7, του άρθρου 15 παρ. 2 εδ β και του άρθρου 103 παρ. 9.
Ειδικά ο Συνήγορος του
Πολίτη, γέννημα θρέμμα αυτής της Ευρωπαϊκής απελευθέρωσης των ανεξάρτητων διοικητικών
θεσμών έχει ως αποστολή τη διαμεσολάβηση
μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ν.Π.Ι.Δ. για την προστασία των δικαιωμάτων
του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της νομιμότητας.
(Βλέπε αναλυτικά http://www.synigoros.gr/?i=stp.el.responsibilities
και http://www.synigoros.gr/?i=stp.el.anarmodiotita)
Ο Συνήγορος του Πολίτη φαίνεται να είναι αυτός ο οποίος υπερασπίζεται τον πολίτη απέναντι σε κακώς κείμενα και δυσλειτουργίες της Διοίκησης και προς επίτευξη της αποστολής του του έχει δοθεί απεριόριστη δυνατότητα πρόσβασης σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, και δυνατότητα άσκησης ενός υπερ-ελέγχου σε όλο το στενό και ευρύ Δημόσιο Τομέα. Το αποτέλεσμα της έρευνας και της διαμεσολάβησής του -είτε εκκινούν μετά από αναφορά πολιτών είτε αυτεπάγγελτα- αποτυπώνεται στις αποφάσεις και τα πορίσματα του.
Οι περιεχόμενες σε αυτά προτάσεις του απαιτεί να είναι δεσμευτικές προς αυτούς τους οποίους απευθύνεται, ώστε όταν διαπιστώνει ο Συνήγορος «κακή διοίκηση», αυτή να διορθώνεται με βάση την πρότασή του.
Καίτοι τα πορίσματα του
Συνηγόρου του Πολίτη δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (ΣτΕ 2274/2003, ΣτΕ 1041/2004)
και συνεπώς δεν προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης, δεν μπορεί σε κανένα δικαϊκο
περιβάλλον να θεωρηθεί ότι δεν επιφέρουν έννομες συνέπειες και ότι τον εξαιρεί
από τις αρχές που διέπουν τη Διοίκηση. Ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των πράξεων
του Συνηγόρου δεν μπορεί να συνεπάγεται και το δικαστικό ανέλεγκτο τους.
Άποψη και θέση που διαμορφώνεται και από την
κοινοτική νομολογία. (ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της
10ης Απριλίου 2002, Στην υπόθεση T-209/00 http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?val=263826:cs&lang=el&list=264055:cs,263826:cs,250788:cs,250695:cs,&pos=2&page=1&nbl=4&pgs=10&hwords=&checktexte=checkbox&visu=#texte)
Συνεπώς κάθε πράξη
(νομική ή υλική ενέργεια) του Συνηγόρου του Πολίτη που είναι παράνομη, κείται
εκτός ή υπερβαίνει την αρμοδιότητά του, εφόσον ζημιώνει τρίτο στοιχειοθετεί
δικαίωμα αποζημίωσης και εφαρμόζονται παράλληλα οι διατάξεις για την αστική
ευθύνη του Δημοσίου (105-106 ΕισΝΑΚ). Μάλιστα στην ελληνική έννομη τάξη όπως είναι
διαμορφωμένη σήμερα, η αγωγή αποζημίωσης αποτελεί τη μοναδική μορφή έννομης
προστασίας, αφού όταν η δραστηριότητα του οργάνου εκδηλώνεται όχι με εκτελεστές
διοικητικές πράξεις, αλλά με νομικές και υλικές ενέργειες, και συνεπώς δεν
είναι δυνατή η προσβολή τους ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου με το σχετικό διαπλαστικό ένδικο βοήθημα.
Σε αντίθετη περίπτωση θα
είχαμε παραβίαση της ακώλυτης και ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη και
στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια.
Καθίσταται σαφές ότι όταν
η κακοδιοίκηση προέρχεται από πράξη, ενέργεια, παράλειψη ή συμπεριφορά του
Συνηγόρου του Πολίτη, ενδεχόμενο το οποίο δεν καταργεί ούτε την ιδιότητα του ως
θεματοφύλακα της διαφάνειας, πολέμιο της κακοδιοίκησης, ούτε την ανεξαρτησία
του. Αντίθετα -και αυτή είναι μια προσωπική γνώμη που δεν την έχω διαβάσει
κάπου αλλού- πιστεύω ότι όλα τα παραπάνω τα ενισχύει.
Όταν λοιπόν υπάρξει
ζημιογόνα πράξη του Συνηγορου, δεν τελματώνεται η δυνατότητα για την προσφυγή
στη δικαιοσύνη, αντίθετα μπορούμε να έχουμε ένα Συνήγορο για το Συνήγορο του
πολίτη, κατά το ένα γιατρό για το γιατρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου