"Επειδή, το άρθρο 5 του
ν. 3886/2010, στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αυτού, το οποίο (εδάφιο)
προσετέθη με το άρθ. 28 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18) όριζε τα εξής : «Για το
παραδεκτό της άσκησης της αιτήσεως αυτής πρέπει να κατατεθεί, μέχρι την πρώτη
συζήτηση της υποθέσεως, παράβολο, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε ποσοστό 1%
της προϋπολογισθείσας αξίας, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.» Περαιτέρω, το τρίτο
εδάφιο της ιδίας παραγράφου, όπως προσετέθη με το άρ. 28 του ιδίου ν.
4111/2013, προέβλεπε ότι : «Για την είσπραξη του παράβολου, το οποίο δεν μπορεί
να υπερβεί τις 50.000 ευρώ, εκδίδεται αποκλειστικά διπλότυπο είσπραξης από τις
Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες […]. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής αποδοχής της
αιτήσεως το δικαστήριο διατάσσει την απόδοσή του στον αιτούντα». Με την απόφαση
136/8.4.2013 της Επιτροπής Αναστολών της Ολομελείας του Δικαστηρίου (η οποία
συνεδρίασε στις 5 Μαρτίου 2013, επιληφθείσα κατόπιν της από 13 Φεβρουαρίου 2013
πράξεως της Επιτροπής του άρθ. 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010) έγινε μεν δεκτό ότι
με το καθοριζόμενο με την ανωτέρω διάταξη ύψος του παραβόλου δεν παραβιάζονται
τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ούτε και η γενική αρχή της αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κρίθηκε, όμως, ότι η
επιβαλλομένη από την διάταξη αυτή υποχρέωση καταβολής ολοκλήρου του ποσού του παραβόλου
έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, ως προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ασφαλιστικών
μέτρων, συνιστά ρύθμιση δυσαναλόγως αυστηρή σε σχέση με τους επιδιωκομένους σκοπούς
της. Τούτο δε διότι, αν και το ύψος, στο οποίο είναι δυνατόν να ανέλθει το
παράβολο, δεν υπερβαίνει το επιτρεπτό όριο, η υποχρέωση εφ’ άπαξ καταβολής του
έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, που προϋποθέτει την ικανότητα άμεσης
διαθέσεως ολοκλήρου του ποσού, καθιστά υπερβολικά δυσχερή την επιδίωξη
προσωρινής δικαστικής προστασίας και είναι δυνατόν να οδηγήσει σε έμμεση
κατάλυση αυτής κατά το προσυμβατικό στάδιο των διαγωνισμών.
Και ναι μεν θα ήταν
επιτρεπτό ν’ απαιτηθεί η καταβολή εκ των προτέρων -είτε έως την πρώτη συζήτηση της
υποθέσεως είτε με την κατάθεση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων- μέρους του ποσού του συνολικώς προβλεπόμενου, βάσει
της επίμαχης διατάξεως, παραβόλου, ικανού να επιτελεί τον επιδιωκόμενο από τον
νομοθέτη αποτρεπτικό σκοπό της υποβολής παρελκυστικών αιτήσεων ασφαλιστικών
μέτρων, η θεσπιζομένη, όμως, υποχρέωση καταβολής του συνολικού ποσού του παραβόλου
εξ αρχής, ακόμη και όταν αυτό ανέρχεται στο ανώτατο όριο των 50.000 ευρώ, συνιστά
υπέρμετρο περιορισμό του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις δικαιώματος παροχής
έννομης δικαστικής προστασίας, που υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη και
συνεπώς η ανωτέρω διάταξη είναι κατά
τούτο ανίσχυρη. Με την παράγραφο 1 του άρθ. 74 του ν. 4146/2013 (ΦΕΚ 90 Α΄ της
18.4.2013) αντικαταστάθηκε το δεύτερο
εδάφιο της παρ. 1 του άρθ. 5 του ν. 3886 ως εξής : «Για την άσκηση της
αιτήσεως αυτής κατατίθεται παράβολο το ύψος του οποίου ανέρχεται σε ποσοστό 1%
της προϋπολογισθείσας αξίας, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η αίτηση ασφαλιστικών
μέτρων απορρίπτεται ως απαράδεκτη αν κατά την κατάθεσή της δεν καταβληθεί το
1/3 του οφειλομένου παραβόλου και έως την πρώτη συζήτηση τα υπόλοιπα 2/3».
Με την δε παράγραφο 2
του ιδίου άρθρου 75 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην εν λόγω παράγραφο 1, το
οποίο ορίζει ότι : «Το παράβολο αποδίδεται και στην περίπτωση κατά την οποίαν η
αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορριφθεί σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 5
του παρόντος άρθρου» (όταν, δηλαδή, απορριφθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος)
Η ανωτέρω ρύθμιση του άρ. 75 παρ. 1 και 2 του
ν. 4146/2013 (ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την
18.4.2013) εισήχθη κατόπιν τροπολογίας, κατατεθείσας την 29.3.2013, στην δε σχετική
αιτιολογική έκθεση αναφέρονται τα εξής : « Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται να αποθαρρυνθούν
όσοι αιτούντες παρελκυστικά ασκούν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, επωφελούμενοι
από το διάστημα μεταξύ κατάθεσης και συζήτησης της υπόθεσης, διάστημα κατά το
οποίο κατά κανόνα έχει ανασταλεί η σύναψη της σύμβασης». Η ψήφιση του σχετικού σχεδίου νόμου από την
Ολομέλεια της Βουλής έλαβε χώρα κατ΄ άρθρον μεν στην ΡΝΗ΄ συνεδρίασή της, την
4.4.2013, στο σύνολο δε την 10.4.2013, στην ΡΞΒ΄ συνεδρίαση.
(...)
Επειδή, με την
προεκτεθείσα ρύθμιση του άρθρου 74 παρ. 1 ν. 4146/2013 θεσπίζεται προϋπόθεση
της ασκήσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία συνιστά περιορισμό του δικαιώματος
παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Ο εν λόγω περιορισμός εξυπηρετεί τον θεμιτό
σκοπό της αποτροπής παρελκύσεως των σχετικών δικών με την άσκηση αστηρίκτων αιτήσεων
δικαστικής προστασίας, κρίνεται δε και πρόσφορος για την εξυπηρέτησή του. Ειδικότερα,
όσον αφορά το ύψος του προβλεπομένου από τη διάταξη αυτή παραβόλου, που ανέρχεται
σε ποσοστό 1% της προϋπολογισθείσας αξίας της συμβάσεως και με ανώτατο, πάντως,
όριο τις 50.000 ευρώ, αυτό είναι εύλογο και δεν παραβιάζει την αρχή της
αναλογικότητας. Και τούτο διότι : α) οι διεκδικούντες την ανάθεση συμβάσεως άνω
του ορίου των κοινοτικών Οδηγιών πρέπει να έχουν ανάλογη χρηματοοικονομική
επάρκεια, ώστε να είναι σε θέση τόσο να συμμετάσχουν λυσιτελώς στον οικείο
διαγωνισμό, όσο και, σε περίπτωση συνάψεως της σχετικής συμβάσεως, να προβούν
στην προσήκουσα εκτέλεσή της. Το τελευταίο αυτό απαιτεί εκ μέρους τους την
ύπαρξη ρευστότητος, ώστε να είναι εξασφαλισμένη από την πλευρά τους η
δυνατότητα εκτελέσεως της συμβάσεως, αλλά και η συμμόρφωσή τους προς
υποχρεώσεις επαχθέστερες του παραβόλου [στην προκειμένη περίπτωση, υποχρέωση
καταθέσεως εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, ύψους 289.050 ευρώ (ήτοι ποσοστού
6,15% επί του προϋπολογισμού), άρ.8.2 της διακηρύξεως, αλλά και υποχρέωση να
κατατεθεί μετά την σύναψη της συμβάσεως εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεώς
της, η οποία ανέρχεται σε 15% της οικονομικής προσφοράς του αναδόχου,
προϋποθέτουσα αναγκαίως την επί διετία δέσμευση του σχετικού ποσού, άρ. 14 της διακηρύξεως
του επιμάχου διαγωνισμού - πρβλ. και
άρθρο 45 του π. δ/τος 59/2007, άρθρα 42, 43 και 45 του π. δ/τος 60/2007,
άρθρα 6, 8α και 25 του π. δ/τος 118/2007],
β) ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ταχεία επίλυση των
σχετικών διαφορών, προκειμένου να διασφαλίζεται η χωρίς αδικαιολόγητες
καθυστερήσεις ολοκλήρωση των διαγωνισμών και η
σύναψη συμβάσεων
σημαντικών κυρίως για την εθνική οικονομία, ιδίως δε κατά την εξαιρετικά κρίσιμη
για τη Χώρα χρονική αυτή περίοδο, αλλά και για τους διαγωνιζομένους, τάσσοντας σύντομες
προθεσμίες για την εκδίκαση των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και την έκδοση αποφάσεων
επ’ αυτών (βλ. άρθρο 5 παρ. 3 και 6 του ν. 3886/2010, όπως η παράγραφος 6 τροποποιήθηκε
με το άρθρο 63 παρ. 3 του ν. 4055/2012)
και γ) το επίμαχο παράβολο αποδίδεται στο σύνολό του στον αιτούντα σε
περίπτωση αποδοχής, έστω και μερικής, της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, για την
οποία δεν απαιτείται δικανική πεποίθηση ως προς την προβαλλομένη παρανομία,
αλλά αρκεί η σοβαρή πιθανολόγησή της (βλ. άρθ. 5 παρ. 5 του ν. 3886/2010),
καθώς και σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος
(βλ. την νέα διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010).
Κατά συνέπεια, με το καθοριζόμενο κατά τον ανωτέρω τρόπο ύψος του παραβόλου και
την θέσπιση ανωτάτου ορίου επιβολής
αυτού δεν παραβιάζονται οι ανωτέρω συνταγματικές και λοιπές υπερνομοθετικής
ισχύος διατάξεις και αρχές (βλ. Ε.Α. 136/2013, Ολομ., πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 601/2012, 1852/2009 και 2780/2012
επταμ.). Εν όψει δε αυτού, ότι δηλαδή το ύψος του ποσού του παραβόλου κρίνεται
εν σχέσει προς τον επιδιωκόμενο σκοπό εύλογο και επομένως δεν αντίκειται στα
άρθρα 20 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ καθώς και στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής
προστασίας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μόνο το γεγονός ότι σύμφωνα με τις
ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3886/2010, όπως ισχύουν, ολόκληρο το
παράβολο καταβάλλεται (τμηματικώς) έως την πρώτη συζήτηση της αιτήσεως
ασφαλιστικών μέτρων, επί ποινή απαραδέκτου αυτής και δεν προβλέπεται ότι μέρος
του επιδικάζεται με την εκδιδομένη απόφαση εις βάρος του ηττωμένου αιτούντος,
δεν συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Και
τούτο, διότι, λαμβάνοντας υπ’ όψη πρώτον την τασσόμενη από τη διάταξη της παρ.
6 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 συντομότατη προθεσμία των 20 ημερών για την
έκδοση της αποφάσεως από την εκδίκαση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (και 7
ημερών για την έκδοση του διατακτικού της), ρύθμιση με την οποίαν, όπως εκτέθηκε
ήδη, ο νομοθέτης εκδηλώνει την ισχυρή βούλησή του για την ταχεία επίλυση των σχετικών
διαφορών και την ταχεία ολοκλήρωση των διαγωνισμών για την σύναψη συμβάσεων, ιδιαιτέρως
σημαντικών για την εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και την ανάπτυξη της
εθνικής οικονομίας, και μάλιστα αυτή την χρονική περίοδο της πρωτοφανούς δεινής
οικονομικής κρίσης της Χώρας και δεύτερον την απαιτούμενη από το νόμο και την
διακήρυξη όχι μόνον χρηματοοικονομική επάρκεια αλλά και δανειοληπτική ικανότητα
του διαγωνιζομένου για την άρτια και έγκαιρη εκτέλεση της συμβάσεως, της οποίας
επιδιώκει τη σύναψη, δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι η καταβολή πλήρους του
ποσού του παραβόλου έως την πρώτη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων,
και όχι μέρους αυτού μόλις μετά εικοσαήμερο, δεν ανταποκρίνεται στην
χρηματοοικονομική και πιστοληπτική ικανότητα του αιτούντος για την διάθεση
ολόκληρου του ποσού του παραβόλου έως την πρώτη συζήτηση, με συνέπεια να καθίσταται
πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερής η εκ μέρους του άσκηση της αιτήσεως ασφαλιστικών
μέτρων. Πράγματι, διαγωνιζόμενος ο οποίος διεκδικεί την ανάθεση της εκτελέσεως συμβάσεως
προϋπολογιζομένης εν προκειμένω δαπάνης 4.700.000 ευρώ και ο οποίος σύμφωνα με ρητό
όρο της διακηρύξεως, που παρατίθεται στη σκέψη 7, έχει προσκομίσει, ως
προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφοράς του, βεβαίωση Τράπεζας ότι η
χρηματοληπτική – δανειοληπτική ικανότητα της εν λόγω επιχείρησης …. ανέρχεται
για εγγυητικές επιστολές σε ποσό ύψους επτακοσίων χιλιάδων (700.οοο) ευρώ και
για λήψη δανείου σε ποσό ύψους ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων χιλιάδων (1.400.000) ευρώ, δεν
μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι αδυνατεί να καταβάλει μέρος του παραβόλου,
ανερχόμενο στα δύο τρίτα του συνολικού ποσού, έως τη συζήτηση της αιτήσεως και
ότι, αντιθέτως, δύναται να καταβάλει τούτο σε περίπτωση που απορριφθεί η
αίτηση, δηλαδή μετά την πάροδο εικοσαημέρου από τη συζήτηση αυτή. Εξ άλλου, πέραν των ανωτέρω, με την εκ των
υστέρων επιδίκαση, σε βάρος του ηττηθέντος αιτούντος, με την εκδιδόμενη επί της
αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων απόφαση, μέρους του ποσού του παραβόλου, δεν
διασφαλίζεται και η άμεση καταβολή του, εφ’ όσον αυτό βεβαιώνεται ως οφειλή προς
το Δημόσιο και ακολουθεί με την ατομική ειδοποίηση η πρόσκληση του οφειλέτη -
αιτούντος προς καταβολή του και σε περίπτωση άρνησής του η χρονοβόρος
διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Με τον τρόπο όμως, αυτό, παρέχεται η δυνατότητα στον οφειλέτη - αιτούντα
να καθυστερήσει, ασκώντας παρελκυστικά τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και
μέσα (όπως ανακοπή, αναστολή εκτελέσεως κλπ.), την καταβολή του υπολειπόμενου
ποσού, προκαλώντας νέες δίκες για μίαν αδιαμφισβήτητη οφειλή, με συνέπεια να
αποδυναμώνεται ουσιωδώς η -αποτρεπτική της ασκήσεως αστήρικτων αιτήσεων
ασφαλιστικών μέτρων- λειτουργία του παραβόλου, που αποτελεί και τον σκοπό της
θεσπίσεώς του. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων, η επίμαχη ρύθμιση είναι σύμφωνη
προς το Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α. και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και
επομένως η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι, κατά την ομόφωνη γνώμη της
Επιτροπής, απορριπτέα ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι η αιτούσα δεν κατέβαλε
ολόκληρο το ποσό του παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010,
όπως ισχύει. Λόγω όμως, της εν μέρει αντίθετης νομολογίας, επί της ουσιωδώς
παρόμοιας προϊσχύουσας διατάξεως του άρθρου
5 παρ. 1 του ν. 3886/2010 (Ε.Α. 136/2013, Ολομ.), η υπό κρίση αίτηση
πρέπει να παραπεμφθεί στην Επιτροπή Αναστολών της Ολομελείας του Δικαστηρίου,
σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 2 του π. δ. 18/1989 [άρθρ. 10 του ν. 3900/2010 (Α΄
213)]". (τνπ : Nomos)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου