Οι σύγχρονες συνθήκες της αγοράς και του εμπορίου και ιδίως ο τρόπος με τον οποίο αυτές αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτουν σήμερα πλέον ηχηρά ένα ερώτημα που σχετίζεται με τις διαφορετικές νομικές καταβολές των χωρών των συμβαλλομένων μερών. Οι διασυνοριακές συναλλαγές καταλαμβάνουν πλέον μεγάλο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα εντός της κοινότητας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των θεμελιωδών ελευθεριών που θεσπίζει ήδη με την ιδρυτική συνθήκη λαμβάνει μέριμνα ώστε να ευνοούνται και να διευκολύνονται τέτοιου είδους δραστηριότητες. Και ενώ η μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη, η βελτίωση των μεταφορών και η γενικότερη διευρυμένη λειτουργία των τοπικών αγορών «φέρνουν τα κράτη μέλη κοντά» ευνόοντας τη συνεργατική δράση τους, σημαντικό πρόσκομμα στη σύναψη συμβάσεων μεταξύ συμβαλλομένων που προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη αποτελεί η πολυνομία και οι σημαντικές διαφορές που παρατηρούνται συχνά στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. Στο τομέα του δικαίου των συμβάσεων άλλωστε, το κοινοτικό νομοθετικό έργο είναι πολύ φειδωλό και συνήθως θεσπίζονται μόνον minimum προστασίας από τα οποία τα κράτη μέλη συχνά αποκλίνουν θέτοντες αυστηρότερους κανόνες[1].
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εντοπίζοντας το ζήτημα αυτό ήδη το 2001 εξέδωσε την «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 11ης Ιουλίου 2001, για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων [COM (2001) 398 τελικό - Επίσημη Εφημερίδα C 255 της 13.09.2001].». Με την ανακοίνωση δρομολογήθηκε μία διαδικασία διαβούλευσης και συζήτησης και σε συνέχεια αυτής εκδόθηκε η «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 12ης Φεβρουαρίου 2003,ένα συνεκτικότερο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων, Σχέδιο Δράσης»[2]. Ο προβληματισμός της Επιτροπής επικεντρώνεται στο αν και κατά πόσον πιθανές αποκλίσεις του δικαίου των συμβάσεων των κρατών μελών μπορεί να επηρεάσουν τις διασυνοριακές συμβάσεις και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα δε αν η ύπαρξη διαφορετικών δικαίων περί συμβάσεων αποθαρρύνει τις διασυνοριακές συναλλαγές ή αυξάνει το κόστος αυτών[3]. Με το σχέδιο δράσης αυτό προτείνεται σε επίπεδο κοινοτικό ένα μείγμα από ρυθμιστικά και μη ρυθμιστικά μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν κατά το στάδιο των διαβουλεύσεων. Με το σχέδιο δράσης αποφασίσθηκε πρωτίστως να εκπονηθεί, κατόπιν έρευνας και με τη συνδρομή όλων των ενδιαφερόμενων μερών, ένα «κοινό πλαίσιο αναφοράς» για το δίκαιο των συμβάσεων. Αναφέρεται ότι οι προθέσεις της Επιτροπής στο στάδιο αυτό δεν είναι η δημιουργία ενός ενιαίου αστικού κώδικα, νομικά δεσμευτικού για τα κράτη μέλη αλλά σκοπείται να παρασχεθούν βέλτιστες λύσεις ως προς την κοινή ορολογία και τους κανόνες, δηλαδή τον προσδιορισμό θεμελιωδών εννοιών και αόριστων εννοιών όπως «σύμβαση» ή «ζημία» καθώς και των εφαρμοστέων κανόνων π.χ. σε περίπτωση μη εκτελέσεως των συμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό γίνεται δεκτό ότι θα αρθούν αντιφάσεις που παρατηρούνται και θα βελτιωθεί η ποιότητα των ισχυουσών διατάξεων, θα προσαρμοστούν δε οι ισχύοντες κανόνες στις οικονομικές και εμπορικές εξελίξεις που δεν είχαν προβλεφθεί κατά την έκδοσή τους και θα πληρωθούν κενά της κοινοτικής νομοθεσίας τα οποία προκάλεσαν προβλήματα στην εφαρμογή της. Παράλληλα δε το κοινό πλαίσιο αναφοράς μέλει να αποτελέσει τη βάση περαιτέρω προβληματισμών ως προς την έκδοση μη δεσμευτικής πράξεως στον τομέα του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων.
Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης ο πρώτος τομέας με τον οποίο συστηματικά θα ασχοληθεί η Επιτροπή ήταν η αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου για τα θέματα του καταναλωτή. Η επιλογή αυτή έγινε ούτως ώστε να τεθούν οι βάσεις για την έκδοση της νέας οδηγίας που εκδόθηκε για την προστασία των καταναλωτών[4] η οποία αποτελούσε προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τις δραστηριότητες της Επιτροπής εκδόθηκαν τελικά έως σήμερα δύο εκθέσεις της Επιτροπής ήτοι 1)Η Έκθεση της Επιτροπής: Πρώτη ετήσια έκθεση σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων και την αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου [COM(2005) 456 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].» και η 2) η « Έκθεση Επιτροπής, Δεύτερη έκθεση προόδου για το ΚΠΑ, COM(2007)447 τελικό»[5]
Σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων και την αναθεώρηση του κεκτημένου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκδώσει μια σειρά από Ψηφίσματα[6] με τα οποία μνημονεύεται καταρχάς ότι η ενιαία εσωτερική αγορά δε μπορεί να καταστεί πλήρως λειτουργική αν δεν πραγματοποιηθούν περαιτέρω βήματα προς την εναρμόνιση του αστικού δικαίου. Περαιτέρω δε σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνείται ότι στόχος της με το ΚΠΑ είναι η δημιουργία ενός πλήρους ευρωπαϊκού αστικού κώδικα η πρωτοβουλία αυτή της Επιτροπής προς τα εκεί κατατείνει και για το λόγο αυτό επισημαίνει το κοινοβούλιο κάποια διαδικαστικά ζητήματα αλλά και κάποια θέματα ουσιαστικού δικαίου που προκύπτουν αναδεικνύοντας την ανάγκη την ανάγκη για στενότερη συνεργασία της Επιτροπής με το Κοινοβούλιο για το θέμα προκειμένου να εκδοθεί μια ή περισσότερες δεσμευτικές πράξεις.
Εν όψει αυτών των δεδομένων, πραγματικών και νομικών , τίθεται το ζήτημα της ανάγκης πραγματικής εναρμόνισης των δικαίων των κρατών μελών ιδίως στον τομέα των συμβάσεων που αποτελούν και το θεμέλιο της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Οι διαφορές μεταξύ common law και civil law στο δίκαιο των συμβάσεων είναι σημαντικές και διόλου αμελητέες και στο ενδεχόμενο μιας αντίστοιχης «ευρωπαϊκής κωδικοποίησης» του δικαίου των συμβάσεων θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαφανεί ποιες αρχές θα επικρατήσουν. Χωρίς αμφιβολία σημαντικές διαφορές στα δίκαια των κρατών μελών εντοπίζονται πλέον και σε άλλους τομείς του αστικού δικαίου όπως στο οικογενειακό (όπου για παράδειγμα επιτρέπονται σε κάποιες χώρες μέλη οι γάμοι των ομοφυλοφίλων) αλλά και το κληρονομικό (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα trust του αγγλοσαξωνικού δικαίου). Και στους τομείς αυτούς υπάρχει ανάγκη μέριμνας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τίθεται ζήτημα εναρμόνισης η οποία ωστόσο θα είναι δυσχερέστερη εν όψει των ιδιομορφιών των διαφόρων νομοθεσιών και των διαφορετικών κοινωνικών αντιλήψεων περί του χρηστού και ηθικού. Τα βήματα τα οποία έχει έως σήμερα κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καθώς φαίνεται διστακτικά αλλά σταθερά το ζήτημα όμως με την πάροδο του χρόνου καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντός της. Η δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού αστικού Κώδικα αποτελεί μια ανάγκη για τη διευκόλυνση των συναλλακτικών δραστηριοτήτων στην πραγματικότητα όμως θα πρέπει να γίνει με τρόπο που θα σεβαστεί τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις και συστήματα ούτως ώστε να μετριαστούν οι αντιδράσεις από τα κράτη μέλη και να υπάρξει μια πραγματική προοπτική εναρμόνισης. Δεδομένου ότι κάποια κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, διαχωρίζουν το ιδιωτικό από το δημόσιο δίκαιο - με αντίστοιχο διαχωρισμό των συναπτομένων συμβάσεων- η δημιουργία ενός κώδικα με αρχές που θα καταλαμβάνουν όλα τα είδη συμβάσεων (δημόσιες και μη) θα προκαλέσει ενδεχομένως ευρύτερους προβληματισμούς και συζητήσεις.
[1] Βλ. http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l33158.htm . Το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής ένωσης έως σήμερα εντοπίζεται ιδίως στα κείμενα για την προστασία του καταναλωτή, http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/index_en.htm, σε θέματα συνεργασίας των κρατών μελών στη δικαστική προστασία σε υποθέσεις αστικού δικαίου, βλ. http://ec.europa.eu/justice_home/fsj/civil/fsj_civil_intro_en.htm και κάποια κείμενα για συγκεκριμένες συμβάσεις όπως λχ οι συμβάσεις διανομής και εμπορικής αντιπροσωπείας, οι συμβάσεις για τη χρονομεριστική μίσθωση γιατί στους τομείς αυτούς παρουσιάστηκε επιτακτική ανάγκη εναρμόνισης.
[2] Βλ. http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/analyticaldoc_el.pdf για τις αντιδράσεις σχετικά με το σχέδιο δράσης.
[3] http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l33158.htm
[4] ΝΟΜΟΣ 3587,ΦΕΚ Α 152/10.7.2007Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν. 2251/1994 "Προστασία τωνκαταναλωτών", όπως ισχύει-Ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149). Βλ και
http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/progress05_el.pdf
http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/index_en.htm
[5] Βλ.σχετικά http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/fair_bus_pract/cont_law/index_en.htm και Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο: Το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων και η αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου: πορεία προς τα εμπρός [COM(2004) 651 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα], Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Ένα συνεκτικότερο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων - Σχέδιο δράσης [COM(2003) 68 τελικό - Επίσημη Εφημερίδα C 63 της 15.03.2003]
Τα συμπεράσματα των εκθέσεων της Επιτροπής χρησιμοποιήθηκαν για να τροφοδοτήσουν την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για την επισκόπηση του κεκτημένου για θέματα του καταναλωτή που εκδόθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2007.
[6] EE C 158 της 26.6.1989, σελ.400, EE C 205 της 25.7.1994, σελ.518, EE C 140 Ε της 13.6.2002, σελ.538, ΕΕ C 76 Ε της 25.3.2004, σελ.95, 2005/2022 (ΙΝΙ)
Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Εξαιρετικά ενδιαφέρον και κατατοπιστικό! προς το παρόν μελετάω τις παραπομπές! και ... προβληματίζομαι για τη σχέση ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου των συμβάσεων που εξελίσσεται με τρόπο πολύ ανατρεπτικό!
Δημοσίευση σχολίου