Δεν γνωρίζω προσωπικά το συνάδελφο κ. Τάσση Απόστολο. Από τα νομικά blogs διάβασα όμως μια απόφαση που δείχνει ότι κάνει δουλειά.
Παραθέτω τη δημοσίευση και ελπίζω να συνεχίσει να μας προσφέρει ανάλογη τροφή για σκέψη.
Από την Ηπειρο λοιπόν:
( http://atassis.com/category/%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%B6%CE%B5%CF%83/)
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ – ΚΗΡΥΞΗ ΩΣ ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΔΑΝΕΙΟΥ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΛΟΓΩ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ – ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 75.000,00 €
Άρθρο 932 ΑΚ.
Εκκρεμής υπόθεση του γραφείου μας
Ο ενάγων, πληροφορήθηκε την πλαστογράφηση της υπογραφής του από συνεταίρο του και τη λήψη δανείου στο όνομά του. Στην όλη διαδικασία εμπλέκονται και προστιθέντες της τράπεζας, χωρίς τη βοήθεια των οποίων θα ήταν αδύνατη η εκταμίευση. Ταυτόχρονα υπάρχουν άλλες 3 όμοιες υποθέσεις που αφορούν το ίδιο υποκατάστημα, χωρίς κανείς των δανειοληπτών να γνωρίζει τίποτε μέχρι την αποκάλυψη.
Η διοίκηση της τράπεζας όταν διαπιστώνει την παρανομία και την αναιτιότητα του ενάγοντος, ούτε απαλλάσσει τον ενάγοντα, ούτε διεκδικεί από αυτόν την πληρωμή του δανείου το οποίο δεν εξυπηρετείται.
Άσκηση αγωγής από τον ενάγοντα και δικαίωσή του από τα αστικά δικαστήρια τα οποία δέχθηκαν ότι δεν έχει υπογράψει και δεν έχει συμβληθεί.
Μετά την τελεσίδικη ακύρωση των συμβάσεων ο ενάγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της τράπεζας, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη συμμετοχή προστιθέντων της τράπεζας σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας συνομολόγησης του δανείου και εκταμίευσης του ποσού αυτού.
Καταδικάζει τόσο την τράπεζα όσο και τον συνυπαίτιο συνεταίρο που προέβη στις πλαστογραφίες, να αποζημιώσουν τον ενάγοντα με το ποσό των 25.000,00 €.
Την ίδια ημέρα εκδόθηκε απόφαση και για δεύτερη όμοια αγωγή, η οποία δέχθηκε ότι η τράπεζα και ο συνυπαίτιος συνεταίρος, θα πρέπει να καταβάλουν στους δύο άλλους ενάγοντες, επίσης από 25.000,00 € στον καθένα. ΔΗΛΑΔΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ 75.000,00 €.
Αν η τράπεζα είχε δείξει από την αρχή διάθεση συνεργασίας και είχε αποδεχθεί την αδιαμφισβήτητη ευθύνη της, πιθανότατα όλοι οι ενάγοντες, θα αρκούνταν απλώς στην έγγραφη απελευθέρωσή τους από οποιαδήποτε ευθύνη από τα δάνεια τα οποία ουδέποτε υπέγραψαν. Έτσι η υπόθεση ποτέ δεν θα έφθανε στα ακροατήρια και κανείς δεν θα μάθαινε για την παρανομία. Η Τράπεζα όμως αποφάσισε να χειρισθεί το θέμα διαφορετικά, με αναπόφευκτη συνέπεια την καταφυγή στη δικαιοσύνη και την υποχρέωσή της τελικά να αποζημιώσει τα θύματα.
./2014 ΜΠΡ ΠΡΕΒ ( 623352)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)Αδικοπραξία. Απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος. Κατάρτιση δανειακής σύμβασης με Τράπεζα με βάση πλαστό πληρεξούσιο.
Αριθμός απόφασης ……/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΡΕΒΕΖΑΣ (ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Γιαμπούρη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Ζώνιου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……………………….του ……………., κατοίκου Πρέβεζας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αποστόλου Τάσση. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «………………………» και τον διακριτικό τίτλο «…………………..» η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………………. ΑΕ» λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη δυνάμει της υπ` αριθμ. Κ2-4580/28-6-2013 εγκριτικής απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και των υπ` αριθμ. Κ2-4580(δις)/28-6-2013 και Κ2-4578/28-06-2013 ανακοινώσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με βάση τις οποίες καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, με κωδικούς καταχωρήσεως 70284 και 70290, οι οποίες δημοσιεύθηκαν νομίμως στο υπ` αριθμ. 3931/1-7-2013 ΦΕΚ, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Οικονόμου και 2) …………………….. του ……………, κατοίκου Φιλιππιάδας, ο οποίος δεν παραστάθηκε. Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή, η με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 679/2012 αγωγή του, η οποία, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19-3-2013 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την υπ` αρ. 2567β/22-10-2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας Θεοφάνη Παπαδιά, την οποία ο ενάγων επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19-3-2013, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εναγόμενο (άρθρα 122,124,125,126 περ. α`, 127 παρ.1 του ΚΠολΔ). Ωστόσο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο κατά την αναφερόμενη στην αρχή αυτής της απόφασης συνεδρίαση, στην οποία η υπόθεση αναβλήθηκε ύστερα από αναβολή από το πινάκιο της εν λόγω δικασίμου και για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση του ( άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Συνεπώς ο εναγόμενος πρέπει να δικαστεί ερήμην (271 §§1 και 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου). Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι η κατά το χρόνο άσκηση της αγωγής πρώτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, που εδρεύει στην Αθήνα, με την επωνυμία «…………………ΑΕ», δυνάμει της υπ` αριθμ. 38385/25-6-2013 πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………………….η οποία εγκρίθηκε με την Κ2-4580/28-6-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και των υπ` αριθμ. Κ2-4580(δις)/28-6-2013 και Κ2-4578/28-06-2013 ανακοινώσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με βάση τις οποίες καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, με κωδικούς καταχωρήσεως 70284 και 70290, οι οποίες δημοσιεύθηκαν νομίμως στο υπ` αριθμ. 3931/1-7-2013 ΦΕΚ, συγχωνεύθηκε, δι` απορροφήσεως, με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία, που εδρεύει στην Αθήνα και φέρει ήδη την επωνυμία “…………….. ΑΕ” και το διακριτικό τίτλο «…………………….», με συνέπεια η συγχωνεύουσα εταιρία να υποκαθίσταται αυτοδικαίως και χωρίς οποιαδήποτε άλλη διατύπωση σε όλα γενικώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συγχωνευόμενης εταιρίας και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη διάδοχο εταιρία χωρίς καμιά ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχωνεύσεως, βιαία διακοπή της δίκης, μη απαιτουμένης δηλώσεως για την επανάληψη αυτής και, συνεπώς, η καθολική αυτή διάδοχος της αρχικής εναγομένης νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1)ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4)πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, όντας αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου ευρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά, αλλά και με το γενικότερο επιβαλλόμενο από την καλή πίστη (ΑΚ 288) καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 1974.505, ΑΠ 347/2010 ΕΕμπΔ 2010.947). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και σε τρίτο. Εξάλλου κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης εν όψει και του άρθρου 27 ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημιάς είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΠΠρΑΘ 1738/2012, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, δε, περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης του βλαπτόμενου, αλλά και η απειλή η διακινδύνευση μείωσης της περιουσίας. Και τούτο διότι η απατηλή συμπεριφορά προκαλεί αβεβαιότητα ως προς το κρίσιμο δικαίωμα του παθόντος επί ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, ενώ η αμφισβήτηση λόγω της απατηλής συμπεριφοράς των δικαιωμάτων του φορέα της περιουσίας προκαλεί επιπρόσθετα εμπλοκή σε δαπανηρό και αβέβαιης έκβασης δικαστικό αγώνα (ΑΠ 368/2009, ΑΠ 2538/2003, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2200/2002, ΠΛογ 2002.2463). Κατά δε το άρθρο 216 Π.Κ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο καθώς και όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και σκόπευε με την πράξη του να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (ΑΠ 991/2010, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, «προστηθείς» για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως “προστήσαντος” απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτούκάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από το ίδιο ως άνω άρθρο συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, ηοποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια (ΑΠ 363/2012, ΑΠ 926/2004, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 299, 914 και 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας,ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑΘ 3889/2010, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι δικαιούχος αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα ή υπέστη ηθική βλάβη από αυτήν, δηλαδή εκείνος που προσβλήθηκε άμεσα από αυτήν στα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα του. Από την ίδια δε αδικοπραξία μπορούν να ζημιωθούν άμεσα περισσότεροι, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν από αυτήν θίγονται περισσότερα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα διαφορετικών προσώπων. Ειδικότερα από το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 216 Π.Κ., άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι εκείνος που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις παραγόμενες από το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο έννομες συνέπειες και τέτοιος είναι πρωτίστως αυτός του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή αλλοιώθηκε το γραπτό κείμενο αλλά και κάθε άλλος που ζημιώνεται από τη χρήση τούτου (ΑΠ 534/2013, ΑΠ 1537/2008, ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2005 τύγχανε μέτοχος του ΚΤΕΛ Ν.Πρέβεζας και συγκύριος με τον δεύτερο εναγόμενο κατά ποσοστό 50% εξ` αδιαιρέτου του υπ` αριθμ. …………. υπεραστικού λεωφορείου ενταγμένου στη δύναμη του ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας Α.Ε. Οτι τον Μάρτιο του 2011 πληροφορήθηκε και έλαβε αντίγραφα συμβάσεων που έφεραν υπογραφές δήθεν προερχόμενες από τον ίδιο και ειδικότερα συμβάσεων πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό και πρόσθετων πράξεων αυτής δυνάμει των οποίων φερόταν ότι συνεβλήθη από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο ως συνοφειλέτης και εγγυητής με την πρώτη εναγόμενη τράπεζα ως δανείστρια και εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου δυνάμει της οποίας είχε παραχωρήσει προς την ανωτέρω Τράπεζα ενέχυρο επί των απαιτήσεων του από το ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας Α.Ε. που αφορούν την εκμετάλλευση μερισμάτων του ως άνω αναφερόμενου υπεραστικού λεωφορείου προς εξασφάλιση των απαιτήσεων αυτής από την χορηγειθήσα με τις προαναφερθείσες συμβάσεις πίστωση. Οτι ο δεύτερος εναγόμενος φερόταν ως αντίκλητος και πληρεξούσιος του ενάγοντος δυνάμει του υπ` αριθμ. 5303/22-12-2004 πληρεξουσίου που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Πρέβεζας …………….., ωστόσο η υπογραφή στο εν λόγω πληρεξούσιο δεν ανήκει στον παράσχοντα την πληρεξουσιότητα. Οτι ο ίδιος ουδέποτε συμβλήθηκε με την πρώτη εναγόμενη ως δανειολήπτης ούτε υπέγραψε το προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ενώ οι υπογραφές στα σχετικά έγγραφα τέθηκαν από τον δεύτερο εναγόμενο. Οτι λόγω της ως άνω δανειακής σύμβασης ο δεύτερος εναγόμενος έλαβε ποσό 202.000 ευρώ, το οποίο δεν αποπλήρωσε. Οτι οι προστηθείσες της πρώτης εναγόμενης υπάλληλοι της τελούσαν σε γνώση των ως άνω περιστατικών και ενεργώντας από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια τον ενάγοντα. Οτι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος του (223 ΚΙΊολΔ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλουν ο καθένας το ποσό των 50.000. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως και παραδεκτά, μετά την καταβολή του απαιτούμενου δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. τα υπ` αριθμ. Η ……/2013, διπλότυπο είσπραξης ΔΟΥ Πρέβεζας και το υπ` αριθμ……………… /2013 γραμμάτιο είσπραξης …..) εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα, κατά νόμο, αναγκαία, για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, στοιχεία. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διαλαμβανόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις καθώς και στις 926 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Οσον αφορά τον δεύτερο των εναγομένων, λόγω της ερημοδικίας του, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος (271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου), ενόψει του ότι δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ ως προς τα σχετικά με την αγωγή γεγονότα επιτρέπεται ομολογία. Ωστόσο το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται, δε, κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Περαιτέρω, δε, η ερημοδικία του ενός ομοδίκου καθιστά ερήμην τη δική του μόνο δίκη. Επομένως ως προς την πρώτη των εναγομένων, η οποία και συνδέεται με τον δεύτερο εξ` αυτών με το δεσμό της απλής ομοδικίας, ενόψει του ότι πρόκειται για αγωγή κατά περισσότερων εις ολόκληρον ενεχόμενων από αδικοπραξία (Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 74, σ. 168), η τεκμαιρόμενη ομολογία του έτερου εναγομένου δεν επηρεάζει ούτε δεσμεύει αυτήν. Από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, χωρίς να ληφθεί υπόψη η υπ` αριθμ. 14732/5-5-2011 ένορκη βεβαίωση του δεύτερου εναγομένου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ……………………….., καθώς ως ένορκες βεβαιώσεις νοούνται οι βεβαιώσεις τρίτων προσώπων, δηλαδή προσώπων διάφορων από τα υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμ. Β`, αρθρ. 339, αρ. 46), καθώς και από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τύγχανε μέτοχος της εταιρίας με την επωνυμία «ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας Α.Ε.» και συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ` αδιαιρέτου με τον δεύτερο εναγόμενο του υπ` αριθμ. κυκλοφορίας ……………… ΔΧ λεωφορείου. Στις 23-12-2004 καταρτίστηκε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ποσού 250.000 ευρώ μεταξύ της ………………………, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η πρώτη εναγόμενη, και των ενάγοντος και δεύτερου εναγομένου, συνοδευόμενη από τις από 23-12-2004 και 11-12-2004 πρόσθετες πράξεις σύμβασης ανοικτού λογαριασμού και το υπ` αριθμ. 13319/11-1-2005 πρόσθετο σύμφωνο. Η ως άνω σύμβαση, αναπόσπαστο μέρος της οποίας αποτελούν και οι πρόσθετες πράξεις αυτής, στην οποία ως πιστούχοι και εγγυητές εμφανίζονται ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος αφορούσε την χορήγηση από την τράπεζα ποσού δανείου 202.000 ευρώ με σκοπό την αγορά λεωφορείου με αριθμό κυκλοφορίας …………….. Εξάλλου προς εξασφάλιση της απαίτησης της πρώτης εναγόμενης τράπεζας καταρτίστηκε η από 23-12-2004 σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων, δυνάμει της οποίας οι πιστούχοι εκχώρησαν λόγω ενεχύρου τα μερίσματα του ως άνω ΔΧ λεωφορείου, που ήταν ενταγμένο στη δύναμη του ΚΤΕΑ Ν. Πρέβεζας. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης εκδόθηκε από την πρώτη εναγόμενη εντολή- επιταγή για καταβολή ποσού 202.000 ευρώ στον ενάγοντα και στον δεύτερο εναγόμενο (βλ. το υπ` αρ. 0341/11-1-2005 γραμμάτιο είσπραξης της …………………..). Ωστόσο η κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων και η συνεπεία αυτών εκταμίευση του ως άνω αναφερόμενου χρηματικού ποσού έλαβε χώρα εν αγνοία του ενάγοντος. Ειδικότερα με πρωτοβουλία του δεύτερου εναγομένου συντάχθηκε το υπ` αριθμ. 5303/22-12-2004 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ………………….η σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων «διορίζει πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του» τον δεύτερο εναγόμενο προς τον οποίον παρέχει την εντολή και το δικαίωμα «να αντιπροσωπεύσει αυτόν στην ………………….. της Ελλάδος (Υποκατάστημα Πρεβέζης) και να εισπράξει επ` ονόματι και για λογαριασμό του οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από δανειακή σύμβαση μεταξύ του εντολέως και του εντολοδόχου και της ως άνω Τράπεζας για αγορά λεωφορείου, υπογράφοντας κάθε σχετικό απαιτούμενο έγγραφο, όπως απόδειξη, εξόφληση κ.λ.π. Γενικά να κάνει και κάθε τι άλλο που δεν αναφέρεται εδώ, μα που είναι απαραίτητο για να εκτελεστεί η παραπάνω εντολή. Τέλος δήλωσε ότι αναγνωρίζει από τώρα όλες τις πράξεις που ο εντολοδόχος του και ο πληρεξούσιος του ενήργησε προηγούμενα ή θα ενεργήσει μελλοντικά ως έγκυρες, ισχυρές, νόμιμες και απρόσβλητες και σαν να έγιναν απ` αυτόν τον ίδιο…». Το ως άνω πληρεξούσιο συντάχθηκε εν αγνοία του ενάγοντος, χωρίς ο ίδιος να εμφανιστεί και να το υπογράψει. Επομένως τα γεγονότα που βεβαιώνεται ότι έλαβαν χώρα ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, ήτοι η εμφάνιση του ενάγοντος και η παροχή στον δεύτερο εναγόμενο εντολής και πληρεξουσιότητας να ενεργήσει τις αναφερόμενες στο πληρεξούσιο πράξεις για λογαριασμό του δεν είναι αληθή, ενώ η υπογραφή στο ως άνω πληρεξούσιο δεν τέθηκε από τον παράσχοντα την εντολή και πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε συνεβλήθη με την πρώτη εναγόμενη τράπεζα για τη χορήγηση του προαναφερόμενου δανείου ούτε υπέγραψε τις ένδικες συμβάσεις, ενώ για λογαριασμό του στις συμβάσεις αυτές την υπογραφή του έθεσε οδεύτερος εναγόμενος χωρίς να έχει προς τούτο συναίνεση ή εξουσιοδότηση του. Τα ως άνω γεγονότα ο ενάγων πληροφορήθηκε στις αρχές του 2011 από συναδέλφους του αυτοκινητιστές μετόχους του ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας, οι οποίοι επίσης εμφανιζόταν ως συμβληθέντες σε δάνεια που είχε συνάψει ο δεύτερος εναγόμενος με την πρώτη εναγόμενη τράπεζα και προέβη στην από 10-3-2011 και με αριθμό έκθεσης επίδοσης 6281 β/10-3-2011 εξώδικη πρόσκληση-διαμαρτυρία προς την τελευταία με την οποία αρνούμενος οποιαδήποτε οφειλή του ζητούσε την παράδοση σε αυτόν οποιωνδήποτε εγγράφων αφορώντων την επίδικη σύμβαση. Σε απάντηση της η πρώτη εναγόμενηαπηύθηνε προς τον ενάγοντα την από 30-3-2011 εξώδικη δήλωση της επισυνάπτοντας αντίγραφα των προαναφερόμενων συμβάσεων, του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου αλλά και της υπ` αριθμ.1663/27-12-2004 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επμελήτριας του Πρωτοδικείου Πρέβεζας Χρυσούλας Φωτίου, που αφορούσε την επίδοση στον ενάγοντα της από 23-12-2004σύμβασης εκχώρησης και στην οποία αναφέρεται ότι το σχετικό έγγραφο επιδόθηκε στον δεύτερο εναγόμενο ως πληρεξούσιο και αντίκλητο του ενάγοντος δυνάμει του υπ` αριθμ. 5303/22-12-2004 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων άσκησε την υπ` αριθμ. 51/2011 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 43/2012 του ίδιου Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των προαναφερόμενων συμβάσεων κατά το μέρος που αφορούν τον ενάγοντα καθώς και του προαναφερόμενου συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Κατά της ανωτέρω απόφασης δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα (βλ. υπ` αριθμ. 13772/29-6-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας Βασιλείου Ευθυμίου, 11814Γ/29-6-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ιωάννη Ζήση, υπ` αριθμ. 2444Β/27-9-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας Θεοφάνη Παπαδιά, υπ` αριθμ. 3007/25-10-2013 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πρέβεζας περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων). Κατόπιν των ανωτέρω ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης καθόσον παρέστησε ψευδώς στην ………………….. της Ελλάδος, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ότι ο ενάγων είχε τη δικαιοπρακτική βούληση να συμβληθεί ως πρωτοφειλέτης και εγγυητής και να λάβει δάνειο με σκοπό την αγορά τουπροαναφερόμενου λεωφορείου καθώς και ότι ο ίδιος είχε την εντολή και πληρεξουσιότητα να τον αντιπροσωπεύει στην ………………………….. (κατάστημα Πρεβέζης) σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στο ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο το οποίο προσκόμισε ο ίδιος στο Κατάστημα Πρέβεζας της ως άνω Τράπεζας και το οποίο ήταν πλαστό. Ως αποτέλεσμα επέτυχετην έγκριση του δανείου από τα αρμόδια όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας της ως άνω Τράπεζας και την χορήγηση στον ίδιο του χρηματικού ποσού των 202.000 ευρώ στις 11-1-2005 (βλ. γραμμάτιο είσπραξης για την έκδοση της υπ` αριθμ. …………………. επιταγής). Σε γνώση της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου τελούσαν και οι υπάλληλοι της Τράπεζας (κατάστημα Πρέβεζας), προστηθέντες αυτής, ……………………………. και …………………,οι οποίες υπέγραψαν τις ως άνω συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της Τράπεζας παρέχοντας άμεση συνδρομή στον δεύτερο εναγόμενο κατά την τέλεση των ως άνω πράξεων. Ειδικότερα προώθησαν το αίτημα του για δανειοδότηση, παριστώντας στα όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας της Τράπεζας, που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση και την χορήγηση δανείων, ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έγκριση του δανείου καθώς και ότι υπήρχεσχετική δικαιοπρακτική βούληση από πλευράς του ενάγοντος, του οποίου ως αντιπρόσωπος ενεργούσε ο δεύτερος εναγόμενος, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν ήταν αληθές, χρησιμοποιώντας, δε, εν γνώσει τους το ως άνω πλαστό πληρεξούσιο, το οποίο παρέδωσαν στην αρμόδια νομική υπηρεσία. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να εγκριθεί η δανειοδότηση και να τους δοθεί η σχετική εντολή να προχωρήσουν οι ίδιες για λογαριασμό του νομικού προσώπου στην υπογραφή των επιδίκων συμβάσεων. Ως απότοκο των ανωτέρω ενεργειών προέβη η Τράπεζα μέσω των αρμοδίων οργάνων της στην περιουσιακή διάθεση που έλαβε χώρα με την απόδοση του χρηματικού ποσού. Από τις ανωτέρω πράξεις υπέστη ζημία ο ενάγων, ενώ προσπορίστηκε παράνομο όφελος ο δεύτερος των εναγομένων. Περί των ανωτέρω και ειδικότερα σε ότι αφορά στη γνώση και την σύμπραξη των προστηθέντων της εναγομένης καταθέτει με σαφήνεια ο μάρτυρας απόδειξης, …………………….., επί λέξει «Η Τράπεζα όταν έγινε το Δικαστήριο σχεδόν το παραδεχθήκανε. Το γνώριζε η Τράπεζα ότι δηλαδή δεν ήταν αυτές οι υπογραφές μας…». Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα του Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο τωνπροστηθέντων της εναγομένης, για τον οποίο ως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη αρκεί ο δράστης να γνωρίζει ως ενδεχόμενη και να αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ζημιάς είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του, ενισχύεται από τις ακόλουθες παραδοχές. Ο ενάγων ουδέποτε ενημερώθηκε για την σύναψη των συγκεκριμένων συμβάσεων στο όνομα του από τους υπαλλήλους της Τράπεζας, ούτε κατά το χρόνο της υπογραφής αυτών, ούτε και μεταγενέστερα. Ουδέποτε έλαβε ενημέρωση της κίνησης του λογαριασμού που τηρούνταν για την σύμβαση του δανείου, παρόλο που το τελευταίο δεν αποπληρώθηκε, ούτε άλλωστε οχλήθηκε για την εξόφληση τυχόν ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αντίθετα η ενημέρωση του, ως προεκτέθηκε, έλαβε χώρα τυχαία στις αρχές του 2011, ενώ τα έγγραφα των σχετικών συμβάσεων του γνωστοποιήθηκαν μετά από την προαναφερόμενη εξώδικη πρόσκλησή του. Το γεγονός της παντελούς έλλειψης ενημέρωσης του ενάγοντος συνομολογεί η πρώτη εναγόμενη με τις προτάσεις της, ισχυριζόμενη ότι αυτή οφειλόταν στην ύπαρξη του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, αλλά και διότι επρόκειτο για χορήγηση μεγάλου ποσού δανείου και παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών από την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων. Επιπρόσθετα ενώ υπεγράφη σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου των απαιτήσεων των εναγόντων από το ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας, που αφορούν την εκμετάλλευση του υπ` αριθμ. ………….. υπεραστικού λεωφορείου, η εν λόγω σύμβαση επιδόθηκε στον δεύτερο εναγόμενο ως αντίκλητο και πληρεξούσιο αυτού, ενώ η σχετική παραγγελία προς επίδοση στην αρμόδια δικαστική επιμελήτρια έγινε από τις προαναφερόμενες υπαλλήλους της Τράπεζας …………………………….. Περαιτέρω, δε, το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έχει ημερομηνία 22-12-2004 ενώ οι επίδικες συμβάσεις υπογράφηκαν στις 23-12-2004, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι είχε προηγηθεί η επικοινωνία του δεύτερου εναγομένου με τους υπαλλήλους της τράπεζας ως προς την έγκριση του δανείου, και είχαν γίνει και απαιτούμενες προεργασίες προς την Κεντρική Υπηρεσία χωρίς την ύπαρξη του πληρεξουσίου και χωρίς να λάβει χώρα οποιαδήποτε επικοινωνία με τον φερόμενο ως συνοφειλέτη και εγγυητή. Εξάλλου σύμφωνα με το εν λόγω πληρεξούσιο δεν δίδεται στον δεύτερο εναγόμενο ρητή εντολή για την υπογραφή των συμβάσεων αλλά για την είσπραξη του ποσού του δανείου παράλληλα με μια γενική έγκριση όλων των ενεργειών του. Σημειώνεται, δε, ότι στις σχετικές συμβάσεις δεν γίνεται μνεία ότι ο δεύτερος εναγόμενος ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος δυνάμει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, γεγονός που δεν είναι απαραίτητο για την εγκυρότητα της σύμβασης εφόσον υπάρχει η εξουσία αντιπροσώπευσης, ωστόσο, δεν καθιστά σαφές σε οποιοδήποτε τρίτο αλλά και ενδεχομένως και στα αρμόδια όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας της Τράπεζας ότι η υπογραφή των συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό του ενάγοντος, έλαβε χώρα από τον δεύτερο εναγόμενο, με βάση το συγκεκριμένο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Από τις ανωτέρω παραδοχές αποδεικνύεται πλήρως, τόσο άμεσα, όσο και διά των κανόνων της έμμεσης ή δια τεκμηρίων απόδειξης (άρθρο 336 παρ. 3), ότι οι προστηθέντες της πρώτης εναγομένης όχι μόνον τελούσαν σε πλήρη γνώση της αδικοπραξίας που τέλεσε σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά και του ενάγοντος-παθόντος, ο δεύτερος εναγόμενος, αλλά συνέδραμαν ουσιωδώς αυτόν, ειδικότερα δε παρείχαν άμεση συνδρομή, τόσο πριν την χορήγηση της επίμαχης συμβάσεως πιστώσεως, όσο και στη συνέχεια με αποτέλεσμα να εγκριθεί η δανειοδότηση και να λάβει χώρα η περιουσιακή διάθεση στον δεύτερο εναγόμενο, χωρίς να λάβουν γνώση οι ενάγοντες, ούτε κατά την υπογραφή των συμβάσεων αλλά και μεταγενέστερα και μέχρι το έτος 2011. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για το μοναδικό τέτοιο περιστατικό, καθώς με τον ίδιο τρόπο πλαστογραφήθηκαν υπογραφές και άλλων προσώπων, μετόχων του ΚΤΕΛ και συνεταίρων του δεύτερου εναγομένου, οι οποίοι με τον ίδιο τρόπο εμφανίστηκαν ψευδώς ως οφειλέτες δανείων στην ……………………. Μάλιστα στο κατάστημα της Τράπεζας στην Πρέβεζα οι ίδιες ως άνω υπάλληλοι, υπέγραψαν τις σχετικές δανειακές συμβάσεις των …………………….. και ………………………….., οι οποίοι έχουν ασκήσει όμοια με τον ενάγοντα αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, γεγονός που είναι γνωστό στο Δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργεια (336 παρ. 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου η ………………….. άσκησε την από 4-12-2012 μηνυτήρια αναφορά της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πρέβεζας στρεφόμενη κατά του δεύτερου εναγομένου και κατά παντός υπευθύνου, όπου καταγγέλονται τέσσερις όμοιες υποθέσεις με δράστη τον δεύτερο εναγόμενο στο κατάστημα της εν λόγω Τράπεζας στην Πρέβεζα, ενώ σε τρεις εξ` αυτών προσκομίστηκαν συμβολαιογραφικά πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ………………….. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος είναι υπάλληλος της καθολικής διαδόχου της αρχικώς εναγομένης ………………………. και δεν εργαζόταν στην τελευταία κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση στην κατάθεση του αρκείται σε γενική αναφορά στην πρακτική της Τράπεζας κατά τη χορήγηση δανείων, χωρίς να παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τις συγκεκριμένες συμβάσεις και την διαδικασία που ακολουθήθηκε. Εξάλλου δεν παρέχει πειστικές εξηγήσεις ως προς την αποφυγή από πλευράς των υπαλλήλων της Τράπεζας να λάβει χώρα ενημέρωση συνοφειλέτη-ενάγοντα, έστω και τηλεφωνικά, ειδικά όταν ο ίδιος καταθέτει επί λέξει: «Η Τράπεζα πιστεύω ότι ενημέρωνε τους πελάτες, στην πρακτική με τηλέφωνο ή πηγαίνοντας στην εταιρία ή με διάφορους άλλους τρόπους». Εξάλλου κανένα από τα έγγραφα που προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα. Περαιτέρω, απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων δεν υπέστη ζημία, διότι δεν κλήθηκε να καταβάλλει το χρηματικό ποσό του δανείου, καθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, εν προκειμένω αυξήθηκε το παθητικό της περιουσίας του ενάγοντος και σε κάθε περίπτωση απειλήθηκε μείωση αυτής, ενώ προς άρση της αμφισβήτησης που δημιουργήθηκε επιδόθηκε σε δικαστικούς αγώνες. Τυχόν παράλληλη ζημία της πρώτης εναγόμενης από την ανωτέρω αδικοπραξία είναι δυνατόν να υπάρχει και δεν αναιρεί την ζημία του ενάγοντος, ως εκτέθηκε στην νομική σκέψη της παρούσας. Παρατηρείται, τέλος, ότι σε κάθε περίπτωση δεν είναι αναγκαία η σύμπτωση του προσώπου του πλανώμενου με αυτό του ζημιωθέντος (ΑΠ 159/2007, 72/2007, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως με βάση τα ανωτέρω, η πρώτη εναγόμενη, προστήσασα εργοδότρια των ως άνω υπαλλήλων της ευθύνεται για τη ζημία που προξένησαν στον ενάγοντα, οι παράνομες και υπαίτιες πράξεις τους, εφόσον η ζημία αυτή προκλήθηκε με αφορμή και επ` ευκαιρία της εκτέλεσης της υπηρεσίας τους από τους τελευταίους και η οποία αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση των προπεριγραφεισών ζημιογόνων πράξεων τους. Η ευθύνη αυτή εξάλλου της προστήσασας δεν αίρεται από το γεγονός, ότι οι υπάλληλοι ενδεχομένως ενήργησαν κατά κατάχρηση της υπηρεσίας τους. Από την προπεριγραφείσα αδικοπραξία ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει, δε των ανωτέρω περιστατικών που αποδείχθηκαν, του είδους, της βαρύτητας και των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της υπαιτιότητας των υπαιτίων προσώπων και, του είδους της προσβολής, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ` ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 25.000 ευρώ και όχι διαιρετά όπως αιτείται ο ενάγων, με δεδομένο ότι από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η βλάβη του ενάγοντος επήλθε με πράξεις περισσοτέρων, που ενόψει των περιστάσεων εμφανίζουν ενότητα, με συνέπεια να οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος, σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό) (βλ. σχετ. ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 518/2008, ΕφΘες 357/2011, ΕφΘες 236/2009, ΤΝΠ Νόμος). Οσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα και ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης δεν είναι δυνατό να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, γι αυτό το σχετικό αίτημα των τελευταίων πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ` ουσίαν. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (176ΚΠολΔ). Πρέπει επίσης να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο δεύτερος εναγόμενος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (505 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πρέβεζα στις 15 Μαϊου 2014.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ν.Σ.
Παραθέτω τη δημοσίευση και ελπίζω να συνεχίσει να μας προσφέρει ανάλογη τροφή για σκέψη.
Από την Ηπειρο λοιπόν:
( http://atassis.com/category/%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%B6%CE%B5%CF%83/)
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ – ΚΗΡΥΞΗ ΩΣ ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΔΑΝΕΙΟΥ – ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΛΟΓΩ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ – ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ 75.000,00 €
Άρθρο 932 ΑΚ.
Εκκρεμής υπόθεση του γραφείου μας
Ο ενάγων, πληροφορήθηκε την πλαστογράφηση της υπογραφής του από συνεταίρο του και τη λήψη δανείου στο όνομά του. Στην όλη διαδικασία εμπλέκονται και προστιθέντες της τράπεζας, χωρίς τη βοήθεια των οποίων θα ήταν αδύνατη η εκταμίευση. Ταυτόχρονα υπάρχουν άλλες 3 όμοιες υποθέσεις που αφορούν το ίδιο υποκατάστημα, χωρίς κανείς των δανειοληπτών να γνωρίζει τίποτε μέχρι την αποκάλυψη.
Η διοίκηση της τράπεζας όταν διαπιστώνει την παρανομία και την αναιτιότητα του ενάγοντος, ούτε απαλλάσσει τον ενάγοντα, ούτε διεκδικεί από αυτόν την πληρωμή του δανείου το οποίο δεν εξυπηρετείται.
Άσκηση αγωγής από τον ενάγοντα και δικαίωσή του από τα αστικά δικαστήρια τα οποία δέχθηκαν ότι δεν έχει υπογράψει και δεν έχει συμβληθεί.
Μετά την τελεσίδικη ακύρωση των συμβάσεων ο ενάγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της τράπεζας, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη συμμετοχή προστιθέντων της τράπεζας σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας συνομολόγησης του δανείου και εκταμίευσης του ποσού αυτού.
Καταδικάζει τόσο την τράπεζα όσο και τον συνυπαίτιο συνεταίρο που προέβη στις πλαστογραφίες, να αποζημιώσουν τον ενάγοντα με το ποσό των 25.000,00 €.
Την ίδια ημέρα εκδόθηκε απόφαση και για δεύτερη όμοια αγωγή, η οποία δέχθηκε ότι η τράπεζα και ο συνυπαίτιος συνεταίρος, θα πρέπει να καταβάλουν στους δύο άλλους ενάγοντες, επίσης από 25.000,00 € στον καθένα. ΔΗΛΑΔΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ 75.000,00 €.
Αν η τράπεζα είχε δείξει από την αρχή διάθεση συνεργασίας και είχε αποδεχθεί την αδιαμφισβήτητη ευθύνη της, πιθανότατα όλοι οι ενάγοντες, θα αρκούνταν απλώς στην έγγραφη απελευθέρωσή τους από οποιαδήποτε ευθύνη από τα δάνεια τα οποία ουδέποτε υπέγραψαν. Έτσι η υπόθεση ποτέ δεν θα έφθανε στα ακροατήρια και κανείς δεν θα μάθαινε για την παρανομία. Η Τράπεζα όμως αποφάσισε να χειρισθεί το θέμα διαφορετικά, με αναπόφευκτη συνέπεια την καταφυγή στη δικαιοσύνη και την υποχρέωσή της τελικά να αποζημιώσει τα θύματα.
./2014 ΜΠΡ ΠΡΕΒ ( 623352)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)Αδικοπραξία. Απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος. Κατάρτιση δανειακής σύμβασης με Τράπεζα με βάση πλαστό πληρεξούσιο.
Αριθμός απόφασης ……/2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΡΕΒΕΖΑΣ (ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ) ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Γιαμπούρη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Ζώνιου. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……………………….του ……………., κατοίκου Πρέβεζας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αποστόλου Τάσση. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «………………………» και τον διακριτικό τίτλο «…………………..» η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………………. ΑΕ» λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη δυνάμει της υπ` αριθμ. Κ2-4580/28-6-2013 εγκριτικής απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και των υπ` αριθμ. Κ2-4580(δις)/28-6-2013 και Κ2-4578/28-06-2013 ανακοινώσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με βάση τις οποίες καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, με κωδικούς καταχωρήσεως 70284 και 70290, οι οποίες δημοσιεύθηκαν νομίμως στο υπ` αριθμ. 3931/1-7-2013 ΦΕΚ, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Οικονόμου και 2) …………………….. του ……………, κατοίκου Φιλιππιάδας, ο οποίος δεν παραστάθηκε. Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή, η με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 679/2012 αγωγή του, η οποία, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19-3-2013 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την υπ` αρ. 2567β/22-10-2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας Θεοφάνη Παπαδιά, την οποία ο ενάγων επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19-3-2013, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εναγόμενο (άρθρα 122,124,125,126 περ. α`, 127 παρ.1 του ΚΠολΔ). Ωστόσο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο κατά την αναφερόμενη στην αρχή αυτής της απόφασης συνεδρίαση, στην οποία η υπόθεση αναβλήθηκε ύστερα από αναβολή από το πινάκιο της εν λόγω δικασίμου και για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση του ( άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Συνεπώς ο εναγόμενος πρέπει να δικαστεί ερήμην (271 §§1 και 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου). Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι η κατά το χρόνο άσκηση της αγωγής πρώτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, που εδρεύει στην Αθήνα, με την επωνυμία «…………………ΑΕ», δυνάμει της υπ` αριθμ. 38385/25-6-2013 πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………………….η οποία εγκρίθηκε με την Κ2-4580/28-6-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και των υπ` αριθμ. Κ2-4580(δις)/28-6-2013 και Κ2-4578/28-06-2013 ανακοινώσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με βάση τις οποίες καταχωρίστηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, με κωδικούς καταχωρήσεως 70284 και 70290, οι οποίες δημοσιεύθηκαν νομίμως στο υπ` αριθμ. 3931/1-7-2013 ΦΕΚ, συγχωνεύθηκε, δι` απορροφήσεως, με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία, που εδρεύει στην Αθήνα και φέρει ήδη την επωνυμία “…………….. ΑΕ” και το διακριτικό τίτλο «…………………….», με συνέπεια η συγχωνεύουσα εταιρία να υποκαθίσταται αυτοδικαίως και χωρίς οποιαδήποτε άλλη διατύπωση σε όλα γενικώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συγχωνευόμενης εταιρίας και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη διάδοχο εταιρία χωρίς καμιά ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχωνεύσεως, βιαία διακοπή της δίκης, μη απαιτουμένης δηλώσεως για την επανάληψη αυτής και, συνεπώς, η καθολική αυτή διάδοχος της αρχικής εναγομένης νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1)ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4)πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, όντας αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου ευρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά, αλλά και με το γενικότερο επιβαλλόμενο από την καλή πίστη (ΑΚ 288) καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 1974.505, ΑΠ 347/2010 ΕΕμπΔ 2010.947). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και σε τρίτο. Εξάλλου κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης εν όψει και του άρθρου 27 ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημιάς είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΠΠρΑΘ 1738/2012, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, δε, περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης του βλαπτόμενου, αλλά και η απειλή η διακινδύνευση μείωσης της περιουσίας. Και τούτο διότι η απατηλή συμπεριφορά προκαλεί αβεβαιότητα ως προς το κρίσιμο δικαίωμα του παθόντος επί ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, ενώ η αμφισβήτηση λόγω της απατηλής συμπεριφοράς των δικαιωμάτων του φορέα της περιουσίας προκαλεί επιπρόσθετα εμπλοκή σε δαπανηρό και αβέβαιης έκβασης δικαστικό αγώνα (ΑΠ 368/2009, ΑΠ 2538/2003, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2200/2002, ΠΛογ 2002.2463). Κατά δε το άρθρο 216 Π.Κ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο καθώς και όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και σκόπευε με την πράξη του να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ (ΑΠ 991/2010, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, «προστηθείς» για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως “προστήσαντος” απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτούκάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από το ίδιο ως άνω άρθρο συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, ηοποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ` αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια (ΑΠ 363/2012, ΑΠ 926/2004, ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 299, 914 και 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας,ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑΘ 3889/2010, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι δικαιούχος αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα ή υπέστη ηθική βλάβη από αυτήν, δηλαδή εκείνος που προσβλήθηκε άμεσα από αυτήν στα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα του. Από την ίδια δε αδικοπραξία μπορούν να ζημιωθούν άμεσα περισσότεροι, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν από αυτήν θίγονται περισσότερα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα διαφορετικών προσώπων. Ειδικότερα από το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 216 Π.Κ., άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι εκείνος που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις παραγόμενες από το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο έννομες συνέπειες και τέτοιος είναι πρωτίστως αυτός του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή αλλοιώθηκε το γραπτό κείμενο αλλά και κάθε άλλος που ζημιώνεται από τη χρήση τούτου (ΑΠ 534/2013, ΑΠ 1537/2008, ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2005 τύγχανε μέτοχος του ΚΤΕΛ Ν.Πρέβεζας και συγκύριος με τον δεύτερο εναγόμενο κατά ποσοστό 50% εξ` αδιαιρέτου του υπ` αριθμ. …………. υπεραστικού λεωφορείου ενταγμένου στη δύναμη του ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας Α.Ε. Οτι τον Μάρτιο του 2011 πληροφορήθηκε και έλαβε αντίγραφα συμβάσεων που έφεραν υπογραφές δήθεν προερχόμενες από τον ίδιο και ειδικότερα συμβάσεων πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό και πρόσθετων πράξεων αυτής δυνάμει των οποίων φερόταν ότι συνεβλήθη από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο ως συνοφειλέτης και εγγυητής με την πρώτη εναγόμενη τράπεζα ως δανείστρια και εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου δυνάμει της οποίας είχε παραχωρήσει προς την ανωτέρω Τράπεζα ενέχυρο επί των απαιτήσεων του από το ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας Α.Ε. που αφορούν την εκμετάλλευση μερισμάτων του ως άνω αναφερόμενου υπεραστικού λεωφορείου προς εξασφάλιση των απαιτήσεων αυτής από την χορηγειθήσα με τις προαναφερθείσες συμβάσεις πίστωση. Οτι ο δεύτερος εναγόμενος φερόταν ως αντίκλητος και πληρεξούσιος του ενάγοντος δυνάμει του υπ` αριθμ. 5303/22-12-2004 πληρεξουσίου που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Πρέβεζας …………….., ωστόσο η υπογραφή στο εν λόγω πληρεξούσιο δεν ανήκει στον παράσχοντα την πληρεξουσιότητα. Οτι ο ίδιος ουδέποτε συμβλήθηκε με την πρώτη εναγόμενη ως δανειολήπτης ούτε υπέγραψε το προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ενώ οι υπογραφές στα σχετικά έγγραφα τέθηκαν από τον δεύτερο εναγόμενο. Οτι λόγω της ως άνω δανειακής σύμβασης ο δεύτερος εναγόμενος έλαβε ποσό 202.000 ευρώ, το οποίο δεν αποπλήρωσε. Οτι οι προστηθείσες της πρώτης εναγόμενης υπάλληλοι της τελούσαν σε γνώση των ως άνω περιστατικών και ενεργώντας από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια τον ενάγοντα. Οτι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος του (223 ΚΙΊολΔ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλουν ο καθένας το ποσό των 50.000. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως και παραδεκτά, μετά την καταβολή του απαιτούμενου δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. τα υπ` αριθμ. Η ……/2013, διπλότυπο είσπραξης ΔΟΥ Πρέβεζας και το υπ` αριθμ……………… /2013 γραμμάτιο είσπραξης …..) εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα, κατά νόμο, αναγκαία, για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, στοιχεία. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διαλαμβανόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις καθώς και στις 926 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Οσον αφορά τον δεύτερο των εναγομένων, λόγω της ερημοδικίας του, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος (271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου), ενόψει του ότι δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ ως προς τα σχετικά με την αγωγή γεγονότα επιτρέπεται ομολογία. Ωστόσο το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται, δε, κατά την κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Περαιτέρω, δε, η ερημοδικία του ενός ομοδίκου καθιστά ερήμην τη δική του μόνο δίκη. Επομένως ως προς την πρώτη των εναγομένων, η οποία και συνδέεται με τον δεύτερο εξ` αυτών με το δεσμό της απλής ομοδικίας, ενόψει του ότι πρόκειται για αγωγή κατά περισσότερων εις ολόκληρον ενεχόμενων από αδικοπραξία (Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 74, σ. 168), η τεκμαιρόμενη ομολογία του έτερου εναγομένου δεν επηρεάζει ούτε δεσμεύει αυτήν. Από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, χωρίς να ληφθεί υπόψη η υπ` αριθμ. 14732/5-5-2011 ένορκη βεβαίωση του δεύτερου εναγομένου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ……………………….., καθώς ως ένορκες βεβαιώσεις νοούνται οι βεβαιώσεις τρίτων προσώπων, δηλαδή προσώπων διάφορων από τα υποκείμενα της έννομης σχέσης της δίκης (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμ. Β`, αρθρ. 339, αρ. 46), καθώς και από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τύγχανε μέτοχος της εταιρίας με την επωνυμία «ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας Α.Ε.» και συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ` αδιαιρέτου με τον δεύτερο εναγόμενο του υπ` αριθμ. κυκλοφορίας ……………… ΔΧ λεωφορείου. Στις 23-12-2004 καταρτίστηκε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ποσού 250.000 ευρώ μεταξύ της ………………………, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η πρώτη εναγόμενη, και των ενάγοντος και δεύτερου εναγομένου, συνοδευόμενη από τις από 23-12-2004 και 11-12-2004 πρόσθετες πράξεις σύμβασης ανοικτού λογαριασμού και το υπ` αριθμ. 13319/11-1-2005 πρόσθετο σύμφωνο. Η ως άνω σύμβαση, αναπόσπαστο μέρος της οποίας αποτελούν και οι πρόσθετες πράξεις αυτής, στην οποία ως πιστούχοι και εγγυητές εμφανίζονται ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος αφορούσε την χορήγηση από την τράπεζα ποσού δανείου 202.000 ευρώ με σκοπό την αγορά λεωφορείου με αριθμό κυκλοφορίας …………….. Εξάλλου προς εξασφάλιση της απαίτησης της πρώτης εναγόμενης τράπεζας καταρτίστηκε η από 23-12-2004 σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων, δυνάμει της οποίας οι πιστούχοι εκχώρησαν λόγω ενεχύρου τα μερίσματα του ως άνω ΔΧ λεωφορείου, που ήταν ενταγμένο στη δύναμη του ΚΤΕΑ Ν. Πρέβεζας. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης εκδόθηκε από την πρώτη εναγόμενη εντολή- επιταγή για καταβολή ποσού 202.000 ευρώ στον ενάγοντα και στον δεύτερο εναγόμενο (βλ. το υπ` αρ. 0341/11-1-2005 γραμμάτιο είσπραξης της …………………..). Ωστόσο η κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων και η συνεπεία αυτών εκταμίευση του ως άνω αναφερόμενου χρηματικού ποσού έλαβε χώρα εν αγνοία του ενάγοντος. Ειδικότερα με πρωτοβουλία του δεύτερου εναγομένου συντάχθηκε το υπ` αριθμ. 5303/22-12-2004 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ………………….η σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων «διορίζει πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του» τον δεύτερο εναγόμενο προς τον οποίον παρέχει την εντολή και το δικαίωμα «να αντιπροσωπεύσει αυτόν στην ………………….. της Ελλάδος (Υποκατάστημα Πρεβέζης) και να εισπράξει επ` ονόματι και για λογαριασμό του οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από δανειακή σύμβαση μεταξύ του εντολέως και του εντολοδόχου και της ως άνω Τράπεζας για αγορά λεωφορείου, υπογράφοντας κάθε σχετικό απαιτούμενο έγγραφο, όπως απόδειξη, εξόφληση κ.λ.π. Γενικά να κάνει και κάθε τι άλλο που δεν αναφέρεται εδώ, μα που είναι απαραίτητο για να εκτελεστεί η παραπάνω εντολή. Τέλος δήλωσε ότι αναγνωρίζει από τώρα όλες τις πράξεις που ο εντολοδόχος του και ο πληρεξούσιος του ενήργησε προηγούμενα ή θα ενεργήσει μελλοντικά ως έγκυρες, ισχυρές, νόμιμες και απρόσβλητες και σαν να έγιναν απ` αυτόν τον ίδιο…». Το ως άνω πληρεξούσιο συντάχθηκε εν αγνοία του ενάγοντος, χωρίς ο ίδιος να εμφανιστεί και να το υπογράψει. Επομένως τα γεγονότα που βεβαιώνεται ότι έλαβαν χώρα ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, ήτοι η εμφάνιση του ενάγοντος και η παροχή στον δεύτερο εναγόμενο εντολής και πληρεξουσιότητας να ενεργήσει τις αναφερόμενες στο πληρεξούσιο πράξεις για λογαριασμό του δεν είναι αληθή, ενώ η υπογραφή στο ως άνω πληρεξούσιο δεν τέθηκε από τον παράσχοντα την εντολή και πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε συνεβλήθη με την πρώτη εναγόμενη τράπεζα για τη χορήγηση του προαναφερόμενου δανείου ούτε υπέγραψε τις ένδικες συμβάσεις, ενώ για λογαριασμό του στις συμβάσεις αυτές την υπογραφή του έθεσε οδεύτερος εναγόμενος χωρίς να έχει προς τούτο συναίνεση ή εξουσιοδότηση του. Τα ως άνω γεγονότα ο ενάγων πληροφορήθηκε στις αρχές του 2011 από συναδέλφους του αυτοκινητιστές μετόχους του ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας, οι οποίοι επίσης εμφανιζόταν ως συμβληθέντες σε δάνεια που είχε συνάψει ο δεύτερος εναγόμενος με την πρώτη εναγόμενη τράπεζα και προέβη στην από 10-3-2011 και με αριθμό έκθεσης επίδοσης 6281 β/10-3-2011 εξώδικη πρόσκληση-διαμαρτυρία προς την τελευταία με την οποία αρνούμενος οποιαδήποτε οφειλή του ζητούσε την παράδοση σε αυτόν οποιωνδήποτε εγγράφων αφορώντων την επίδικη σύμβαση. Σε απάντηση της η πρώτη εναγόμενηαπηύθηνε προς τον ενάγοντα την από 30-3-2011 εξώδικη δήλωση της επισυνάπτοντας αντίγραφα των προαναφερόμενων συμβάσεων, του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου αλλά και της υπ` αριθμ.1663/27-12-2004 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επμελήτριας του Πρωτοδικείου Πρέβεζας Χρυσούλας Φωτίου, που αφορούσε την επίδοση στον ενάγοντα της από 23-12-2004σύμβασης εκχώρησης και στην οποία αναφέρεται ότι το σχετικό έγγραφο επιδόθηκε στον δεύτερο εναγόμενο ως πληρεξούσιο και αντίκλητο του ενάγοντος δυνάμει του υπ` αριθμ. 5303/22-12-2004 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων άσκησε την υπ` αριθμ. 51/2011 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 43/2012 του ίδιου Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των προαναφερόμενων συμβάσεων κατά το μέρος που αφορούν τον ενάγοντα καθώς και του προαναφερόμενου συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Κατά της ανωτέρω απόφασης δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα (βλ. υπ` αριθμ. 13772/29-6-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας Βασιλείου Ευθυμίου, 11814Γ/29-6-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ιωάννη Ζήση, υπ` αριθμ. 2444Β/27-9-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πρέβεζας Θεοφάνη Παπαδιά, υπ` αριθμ. 3007/25-10-2013 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πρέβεζας περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων). Κατόπιν των ανωτέρω ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης καθόσον παρέστησε ψευδώς στην ………………….. της Ελλάδος, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ότι ο ενάγων είχε τη δικαιοπρακτική βούληση να συμβληθεί ως πρωτοφειλέτης και εγγυητής και να λάβει δάνειο με σκοπό την αγορά τουπροαναφερόμενου λεωφορείου καθώς και ότι ο ίδιος είχε την εντολή και πληρεξουσιότητα να τον αντιπροσωπεύει στην ………………………….. (κατάστημα Πρεβέζης) σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στο ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο το οποίο προσκόμισε ο ίδιος στο Κατάστημα Πρέβεζας της ως άνω Τράπεζας και το οποίο ήταν πλαστό. Ως αποτέλεσμα επέτυχετην έγκριση του δανείου από τα αρμόδια όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας της ως άνω Τράπεζας και την χορήγηση στον ίδιο του χρηματικού ποσού των 202.000 ευρώ στις 11-1-2005 (βλ. γραμμάτιο είσπραξης για την έκδοση της υπ` αριθμ. …………………. επιταγής). Σε γνώση της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου τελούσαν και οι υπάλληλοι της Τράπεζας (κατάστημα Πρέβεζας), προστηθέντες αυτής, ……………………………. και …………………,οι οποίες υπέγραψαν τις ως άνω συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της Τράπεζας παρέχοντας άμεση συνδρομή στον δεύτερο εναγόμενο κατά την τέλεση των ως άνω πράξεων. Ειδικότερα προώθησαν το αίτημα του για δανειοδότηση, παριστώντας στα όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας της Τράπεζας, που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση και την χορήγηση δανείων, ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έγκριση του δανείου καθώς και ότι υπήρχεσχετική δικαιοπρακτική βούληση από πλευράς του ενάγοντος, του οποίου ως αντιπρόσωπος ενεργούσε ο δεύτερος εναγόμενος, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν ήταν αληθές, χρησιμοποιώντας, δε, εν γνώσει τους το ως άνω πλαστό πληρεξούσιο, το οποίο παρέδωσαν στην αρμόδια νομική υπηρεσία. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να εγκριθεί η δανειοδότηση και να τους δοθεί η σχετική εντολή να προχωρήσουν οι ίδιες για λογαριασμό του νομικού προσώπου στην υπογραφή των επιδίκων συμβάσεων. Ως απότοκο των ανωτέρω ενεργειών προέβη η Τράπεζα μέσω των αρμοδίων οργάνων της στην περιουσιακή διάθεση που έλαβε χώρα με την απόδοση του χρηματικού ποσού. Από τις ανωτέρω πράξεις υπέστη ζημία ο ενάγων, ενώ προσπορίστηκε παράνομο όφελος ο δεύτερος των εναγομένων. Περί των ανωτέρω και ειδικότερα σε ότι αφορά στη γνώση και την σύμπραξη των προστηθέντων της εναγομένης καταθέτει με σαφήνεια ο μάρτυρας απόδειξης, …………………….., επί λέξει «Η Τράπεζα όταν έγινε το Δικαστήριο σχεδόν το παραδεχθήκανε. Το γνώριζε η Τράπεζα ότι δηλαδή δεν ήταν αυτές οι υπογραφές μας…». Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα του Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο τωνπροστηθέντων της εναγομένης, για τον οποίο ως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη αρκεί ο δράστης να γνωρίζει ως ενδεχόμενη και να αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ζημιάς είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του, ενισχύεται από τις ακόλουθες παραδοχές. Ο ενάγων ουδέποτε ενημερώθηκε για την σύναψη των συγκεκριμένων συμβάσεων στο όνομα του από τους υπαλλήλους της Τράπεζας, ούτε κατά το χρόνο της υπογραφής αυτών, ούτε και μεταγενέστερα. Ουδέποτε έλαβε ενημέρωση της κίνησης του λογαριασμού που τηρούνταν για την σύμβαση του δανείου, παρόλο που το τελευταίο δεν αποπληρώθηκε, ούτε άλλωστε οχλήθηκε για την εξόφληση τυχόν ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αντίθετα η ενημέρωση του, ως προεκτέθηκε, έλαβε χώρα τυχαία στις αρχές του 2011, ενώ τα έγγραφα των σχετικών συμβάσεων του γνωστοποιήθηκαν μετά από την προαναφερόμενη εξώδικη πρόσκλησή του. Το γεγονός της παντελούς έλλειψης ενημέρωσης του ενάγοντος συνομολογεί η πρώτη εναγόμενη με τις προτάσεις της, ισχυριζόμενη ότι αυτή οφειλόταν στην ύπαρξη του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, αλλά και διότι επρόκειτο για χορήγηση μεγάλου ποσού δανείου και παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών από την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων. Επιπρόσθετα ενώ υπεγράφη σύμβαση εκχώρησης λόγω ενεχύρου των απαιτήσεων των εναγόντων από το ΚΤΕΛ Ν. Πρέβεζας, που αφορούν την εκμετάλλευση του υπ` αριθμ. ………….. υπεραστικού λεωφορείου, η εν λόγω σύμβαση επιδόθηκε στον δεύτερο εναγόμενο ως αντίκλητο και πληρεξούσιο αυτού, ενώ η σχετική παραγγελία προς επίδοση στην αρμόδια δικαστική επιμελήτρια έγινε από τις προαναφερόμενες υπαλλήλους της Τράπεζας …………………………….. Περαιτέρω, δε, το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έχει ημερομηνία 22-12-2004 ενώ οι επίδικες συμβάσεις υπογράφηκαν στις 23-12-2004, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι είχε προηγηθεί η επικοινωνία του δεύτερου εναγομένου με τους υπαλλήλους της τράπεζας ως προς την έγκριση του δανείου, και είχαν γίνει και απαιτούμενες προεργασίες προς την Κεντρική Υπηρεσία χωρίς την ύπαρξη του πληρεξουσίου και χωρίς να λάβει χώρα οποιαδήποτε επικοινωνία με τον φερόμενο ως συνοφειλέτη και εγγυητή. Εξάλλου σύμφωνα με το εν λόγω πληρεξούσιο δεν δίδεται στον δεύτερο εναγόμενο ρητή εντολή για την υπογραφή των συμβάσεων αλλά για την είσπραξη του ποσού του δανείου παράλληλα με μια γενική έγκριση όλων των ενεργειών του. Σημειώνεται, δε, ότι στις σχετικές συμβάσεις δεν γίνεται μνεία ότι ο δεύτερος εναγόμενος ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος δυνάμει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, γεγονός που δεν είναι απαραίτητο για την εγκυρότητα της σύμβασης εφόσον υπάρχει η εξουσία αντιπροσώπευσης, ωστόσο, δεν καθιστά σαφές σε οποιοδήποτε τρίτο αλλά και ενδεχομένως και στα αρμόδια όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας της Τράπεζας ότι η υπογραφή των συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό του ενάγοντος, έλαβε χώρα από τον δεύτερο εναγόμενο, με βάση το συγκεκριμένο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Από τις ανωτέρω παραδοχές αποδεικνύεται πλήρως, τόσο άμεσα, όσο και διά των κανόνων της έμμεσης ή δια τεκμηρίων απόδειξης (άρθρο 336 παρ. 3), ότι οι προστηθέντες της πρώτης εναγομένης όχι μόνον τελούσαν σε πλήρη γνώση της αδικοπραξίας που τέλεσε σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά και του ενάγοντος-παθόντος, ο δεύτερος εναγόμενος, αλλά συνέδραμαν ουσιωδώς αυτόν, ειδικότερα δε παρείχαν άμεση συνδρομή, τόσο πριν την χορήγηση της επίμαχης συμβάσεως πιστώσεως, όσο και στη συνέχεια με αποτέλεσμα να εγκριθεί η δανειοδότηση και να λάβει χώρα η περιουσιακή διάθεση στον δεύτερο εναγόμενο, χωρίς να λάβουν γνώση οι ενάγοντες, ούτε κατά την υπογραφή των συμβάσεων αλλά και μεταγενέστερα και μέχρι το έτος 2011. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για το μοναδικό τέτοιο περιστατικό, καθώς με τον ίδιο τρόπο πλαστογραφήθηκαν υπογραφές και άλλων προσώπων, μετόχων του ΚΤΕΛ και συνεταίρων του δεύτερου εναγομένου, οι οποίοι με τον ίδιο τρόπο εμφανίστηκαν ψευδώς ως οφειλέτες δανείων στην ……………………. Μάλιστα στο κατάστημα της Τράπεζας στην Πρέβεζα οι ίδιες ως άνω υπάλληλοι, υπέγραψαν τις σχετικές δανειακές συμβάσεις των …………………….. και ………………………….., οι οποίοι έχουν ασκήσει όμοια με τον ενάγοντα αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, γεγονός που είναι γνωστό στο Δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργεια (336 παρ. 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου η ………………….. άσκησε την από 4-12-2012 μηνυτήρια αναφορά της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πρέβεζας στρεφόμενη κατά του δεύτερου εναγομένου και κατά παντός υπευθύνου, όπου καταγγέλονται τέσσερις όμοιες υποθέσεις με δράστη τον δεύτερο εναγόμενο στο κατάστημα της εν λόγω Τράπεζας στην Πρέβεζα, ενώ σε τρεις εξ` αυτών προσκομίστηκαν συμβολαιογραφικά πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Πρέβεζας ………………….. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος είναι υπάλληλος της καθολικής διαδόχου της αρχικώς εναγομένης ………………………. και δεν εργαζόταν στην τελευταία κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση στην κατάθεση του αρκείται σε γενική αναφορά στην πρακτική της Τράπεζας κατά τη χορήγηση δανείων, χωρίς να παρέχει συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τις συγκεκριμένες συμβάσεις και την διαδικασία που ακολουθήθηκε. Εξάλλου δεν παρέχει πειστικές εξηγήσεις ως προς την αποφυγή από πλευράς των υπαλλήλων της Τράπεζας να λάβει χώρα ενημέρωση συνοφειλέτη-ενάγοντα, έστω και τηλεφωνικά, ειδικά όταν ο ίδιος καταθέτει επί λέξει: «Η Τράπεζα πιστεύω ότι ενημέρωνε τους πελάτες, στην πρακτική με τηλέφωνο ή πηγαίνοντας στην εταιρία ή με διάφορους άλλους τρόπους». Εξάλλου κανένα από τα έγγραφα που προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα. Περαιτέρω, απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων δεν υπέστη ζημία, διότι δεν κλήθηκε να καταβάλλει το χρηματικό ποσό του δανείου, καθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, εν προκειμένω αυξήθηκε το παθητικό της περιουσίας του ενάγοντος και σε κάθε περίπτωση απειλήθηκε μείωση αυτής, ενώ προς άρση της αμφισβήτησης που δημιουργήθηκε επιδόθηκε σε δικαστικούς αγώνες. Τυχόν παράλληλη ζημία της πρώτης εναγόμενης από την ανωτέρω αδικοπραξία είναι δυνατόν να υπάρχει και δεν αναιρεί την ζημία του ενάγοντος, ως εκτέθηκε στην νομική σκέψη της παρούσας. Παρατηρείται, τέλος, ότι σε κάθε περίπτωση δεν είναι αναγκαία η σύμπτωση του προσώπου του πλανώμενου με αυτό του ζημιωθέντος (ΑΠ 159/2007, 72/2007, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως με βάση τα ανωτέρω, η πρώτη εναγόμενη, προστήσασα εργοδότρια των ως άνω υπαλλήλων της ευθύνεται για τη ζημία που προξένησαν στον ενάγοντα, οι παράνομες και υπαίτιες πράξεις τους, εφόσον η ζημία αυτή προκλήθηκε με αφορμή και επ` ευκαιρία της εκτέλεσης της υπηρεσίας τους από τους τελευταίους και η οποία αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση των προπεριγραφεισών ζημιογόνων πράξεων τους. Η ευθύνη αυτή εξάλλου της προστήσασας δεν αίρεται από το γεγονός, ότι οι υπάλληλοι ενδεχομένως ενήργησαν κατά κατάχρηση της υπηρεσίας τους. Από την προπεριγραφείσα αδικοπραξία ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει, δε των ανωτέρω περιστατικών που αποδείχθηκαν, του είδους, της βαρύτητας και των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της υπαιτιότητας των υπαιτίων προσώπων και, του είδους της προσβολής, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ` ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 25.000 ευρώ και όχι διαιρετά όπως αιτείται ο ενάγων, με δεδομένο ότι από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η βλάβη του ενάγοντος επήλθε με πράξεις περισσοτέρων, που ενόψει των περιστάσεων εμφανίζουν ενότητα, με συνέπεια να οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, συγκεντρούμενη, ως εκ της ταυτότητας του σκοπού της, στην ικανοποίηση ενός και του αυτού συμφέροντος, σε μία παροχή (ενιαίο χρηματικό ποσό) (βλ. σχετ. ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 518/2008, ΕφΘες 357/2011, ΕφΘες 236/2009, ΤΝΠ Νόμος). Οσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα και ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης δεν είναι δυνατό να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, γι αυτό το σχετικό αίτημα των τελευταίων πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ` ουσίαν. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (176ΚΠολΔ). Πρέπει επίσης να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο δεύτερος εναγόμενος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (505 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους εις ολόκληρον τον καθένα να καταβάλλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πρέβεζα στις 15 Μαϊου 2014.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ν.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου