Αριθμός 520/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ιω. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Ό. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Χρ. Σιταρά, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ό. Ζύγουρα και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη. Για να δικάσει την από 21 Σεπτεμβρίου 2010 προσφυγή: Της…........ , κατοίκου Θεσσαλονίκης (......), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Ευφροσύνη Φιλίνδρη (Α.Μ. 21662), που τη διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Θεόδωρο Ψυχογυιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και κατά του υπ’ αριθ. χρηματικού καταλόγου 5/1257/29.7.2010 (αριθ. ειδοποίησης 3674) εκκαθαριστικού σημειώματος Ενιαίου Τέλους Ακινήτων Φυσικών Προσώπων και Έκτακτης Εισφοράς, έτους 2009, της Δ.Ο.Υ. Δ’ Θεσσαλονίκης και κάθε άλλης σχετικής πράξης ή παράλειψης της Διοικήσεως. Η πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 7 Μαρτίου 2012 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και της από 28 Μαρτίου 2012 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του π.δ. 18/1989. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ιω. Γράβαρη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της προσφεύγουσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατ’ άρθρ. 26 ν. 3719/2008, των τακτικών μελών της συνθέσεως που δίκασε την υπόθεση, Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου και Κ. Κουσούλη, στη διάσκεψη έλαβαν μέρος αντ’ αυτών οι Σύμβουλοι Ό. Ζύγουρα και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή. (Πρακτ. Διάσκ. Ολομ. 75/2013). 2. Επειδή, η υπό κρίση προσφυγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 3900/2010, με την από 7.3.2012 πράξη της Επιτροπής του άρθρου αυτού συζητήθηκε δε, λόγω της σπουδαιότητάς της, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την από 28.3.2012 (όπως τροποποιήθηκε με την από 13.12.2012) πράξη του Προέδρου του. 3. Επειδή, στην πιο πάνω διάταξη του ν. 3900/2010 («Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης […]», Α΄213) ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. […]». 4. Επειδή, εν προκειμένω, με την ανωτέρω πράξη της οικείας Επιτροπής, έγινε δεκτή η από 1.3.2012 αίτηση της προσφεύγουσας να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, η εκκρεμής ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπ’ αριθ. καταθ. ΠΡ9133/21.9.2010 προσφυγή της κατά του υπ’ αριθ. χρηματικού καταλόγου 5/1257/29.7.2010 (αριθ. ειδοποίησης 3674) εκκαθαριστικού σημειώματος Ενιαίου Τέλους Ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ.) και έκτακτης εισφοράς, έτους 2009, της Δ.Ο.Υ. Δ΄ Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με την πράξη της Επιτροπής, η εισαγωγή της εν λόγω προσφυγής στο ΣτΕ ενδείκνυται κατά το νόμο ως εκ του ότι τίθεται με αυτήν το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, αν και κατά πόσο υπόκειται σε Ε.Τ.ΑΚ. και έκτακτη εισφορά ακίνητης περιουσίας απαλλοτριωθέν ακίνητο μετά τη βεβαίωση, με δικαστική απόφαση, της αυτοδίκαιης άρσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και την ακύρωση, επίσης με δικαστική απόφαση, της άρνησης της Διοίκησης να άρει το χαρακτηρισμό του ως κοινοχρήστου. 5. Επειδή, έχουν διενεργηθεί νομίμως οι δημοσιεύσεις που προβλέπονται στις πιο πάνω διατάξεις (Εφημερίδες «....» και «...........» της 14.3.2012.). 6. Επειδή, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ (άρθρα 5 κ.επ.) του ν. 3634/2008 («Κατάργηση φόρου κληρονομιών και γονικών παροχών – Απαλλαγή πρώτης κατοικίας – Ενιαίο τέλος ακινήτων […], Α΄9/29.1.2008», θεσπίσθηκε «ενιαίο τέλος ακινήτων», ως φόρος επί της ακίνητης περιουσίας. (Βλ. και την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, όπου αναφέρεται ότι το εν λόγω «τέλος», «με ιδιαίτερα χαμηλό φορολογικό συντελεστή και ευρεία φορολογική βάση», έχει «στόχο τη σταδιακή ενσωμάτωση […] φόρων που έχουν ήδη καταργηθεί, καταργούνται διά του παρόντος νομοθετήματος (φόρος μεγάλης ακίνητης νομοθεσίας) ή θα καταργηθούν στο μέλλον και οι οποίοι επιβαρύνουν τα ακίνητα» και ότι «με τη συγχώνευση αυτή απλοποιείται το σύστημα, γίνεται περισσότερο δίκαιο, σύγχρονο και ορθολογικό.»). Ειδικότερα, στις πιο πάνω διατάξεις, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 5 [Αντικείμενο του ενιαίου τέλους ακινήτων] Από το έτος 2008 και για κάθε επόμενο έτος, επιβάλλεται ενιαίο τέλος στην ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα και ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. Στην έννοια του όρου ακίνητη περιουσία για την εφαρμογή του νόμου αυτού περιλαμβάνονται: α) το δικαίωμα της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας επί ακινήτων. […] β) […]. Άρθρο 6 [Υποκείμενο του ενιαίου τέλους ακινήτων] Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, κατοικία ή έδρα του, φορολογείται για την ακίνητη περιουσία του, που βρίσκεται στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξαρτήτως των μεταβολών που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. […] Άρθρο 7 [Προσδιορισμός αξίας ακινήτων] 1. Για τον υπολογισμό του ενιαίου τέλους ακινήτων λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα ή τα εμπράγματα σε αυτά δικαιώματα, κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας. 2. […] 3. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας του ακινήτου ή του εμπράγματου σε αυτό δικαιώματος για τα φυσικά πρόσωπα λαμβάνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982 για τα ακίνητα ή τα εμπράγματα σε αυτά δικαιώματα που βρίσκονται σε περιοχές όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας ακινήτων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι συντελεστές αυξομείωσης ανά είδος ακινήτου ή κτιρίου στις τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας, βάσει των άρθρων 41 και 41α του ιδίου νόμου, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων του υποχρέου, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία που απαιτείται για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Στις περιοχές όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, η αξία των οικοπέδων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με βάση την κατώτερη τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο οικοπέδου του δήμου ή της κοινότητας, όπως προκύπτει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του α.ν. 1521/1950. [Περί προσδιορισμού της αξίας για το φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων]. 4. […] Άρθρο 8 [Απαλλαγές από το ενιαίο τέλος] Απαλλάσσονται από το τέλος: α) τα γήπεδα εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, επί των οποίων έχουν δικαίωμα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας φυσικά πρόσωπα. β) Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις. γ) […] δ) Τα ακίνητα που έχουν δεσμευθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, λόγω αρχαιολογικής έρευνας. ε) Κτίσματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια ή πρωτόκολλο κατεδάφισης. στ) Τα επιταγμένα από το στρατό ακίνητα […]. ζ) […] Κάθε άλλη διάταξη, γενική ή ειδική, που αφορά απαλλαγές από φόρους ή τέλη, πλην των ανωτέρω, δεν εφαρμόζεται για το ενιαίο τέλος ακίνητης περιουσίας. […] Άρθρο 9 [Απαλλαγή κύριας κατοικίας] […] Άρθρο 11 [Υπολογισμός του τέλους] Η ακίνητη περιουσία κάθε προσώπου φορολογείται χωριστά. Α. Φυσικά πρόσωπα Επί της συνολικής αξίας της ακίνητης περιουσίας, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση της αξίας της κύριας κατοικίας […] επιβάλλεται τέλος με συντελεστή ένα τοις χιλίοις (1‰). […] Άρθρο 12 [Υπόχρεοι σε δήλωση […] 1. Κάθε νομικό πρόσωπο που έχει ακίνητο […] υποχρεούται να υποβάλει δήλωση […] Για την επιβολή του ενιαίου τέλους ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων, για το πρώτο έτος εφαρμογής, ως δήλωση φυσικού προσώπου ορίζονται οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε9) ετών 2005 έως 2008, οι οποίες περιλαμβάνουν το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του την πρώτη Ιανουαρίου 2008. Για κάθε επόμενο έτος ως δήλωση φυσικού προσώπου ορίζονται οι αυτές δηλώσεις […] με τις μεταβολές της περιουσιακής ή οικογενειακής κατάστασης που επήλθαν κάθε επόμενο έτος, για τις οποίες υποβάλλεται δήλωση στοιχείων ακινήτων το αντίστοιχο έτος. […]». Περαιτέρω, κατ’ επίκληση της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 3, εκδόθηκε η 1085787/888/0013/13.8.2008 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών («Καθορισμός συντελεστών προσδιορισμού αξίας ανά είδος ακινήτου ή κτιρίου για τον υπολογισμό του Ενιαίου Τέλους Ακινήτων φυσικών προσώπων», Β΄1714/26.8.2008), με την οποία, μεταξύ άλλων, καθορίσθηκαν, για τα οικόπεδα «εντός του συστήματος πλήρους αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων», «συντελεστές ειδικών συνθηκών», ως εξής (άρθρο 4.5): «Αν το οικόπεδο: α. Δεν είναι οικοδομήσιμο και δεν μπορεί να τακτοποιηθεί […] εφαρμόζεται συντελεστής 0,60. […] β. Δεν είναι οικοδομήσιμο, αλλά μπορεί να τακτοποιηθεί, […] συντελεστής 0,80. γ. Έχει κηρυχθεί απαλλοτριωτέο […] συντελεστής 0,80. δ. Τελεί υπό αναστολή οικοδομικών αδειών, η οποία δεν έχει αρθεί […] συντελεστής 0,90». Εξ άλλου, με το άρθρο 3 του ν. 3808/2009 (Α΄227) ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. Επιβάλλεται έκτακτη, εφάπαξ εισφορά στη μεγάλη ακίνητη περιουσία φυσικών προσώπων, κατά την εκκαθάριση του Ε.Τ.ΑΚ. έτους 2009, ανά κλιμάκιο φορολογητέας αξίας, με προοδευτικό συντελεστή, ως εξής: α) Για φορολογητέα αξία, από τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) ευρώ μέχρι εξακόσιες χιλιάδες (600.000) ευρώ, ένα τοις χιλίοις (1‰) […] στ) Για φορολογητέα αξία, από ένα εκατομμύριο εξακόσιες χιλιάδες ένα (1.600.001) ευρώ μέχρι και δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, έξι τοις χιλίοις (6‰) […]. Η έκτακτη εισφορά συμβεβαιώνεται και καταβάλλεται μαζί με το ενιαίο τέλος ακινήτων φυσικών προσώπων του έτους 2009. 2. Οι διατάξεις των άρθρων 5 έως και 19 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α΄), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και για την έκτακτη εισφορά […]». 7. Επειδή, κατά μεν το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», κατά δε το άρθρο 78 παρ. 1 αυτού, «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος.». Εξ άλλου, στο Σύνταγμα ορίζεται επίσης, στο άρθρο 17, ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του εθνικού συμφέροντος» (παρ. 1), και ότι «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση […]» (παρ. 2). Τέλος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε, όπως και η Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄256), ορίζονται τα εξής: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς διασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.». 8. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 εδ. Α, 23 παρ. 1 και 30 παρ.1 του ν.δ. της 17.7/16.8.1923 (άρθρα 153 παρ.1 εδ. α΄, 246 παρ.1 και 276 παρ.1 Κ.Β.Π.Ν.), ο χαρακτηρισμός, με ρυμοτομική πράξη, ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου και η συνακόλουθη αναγκαστική του απαλλοτρίωση, συνεπάγεται την απαγόρευση της χρησιμοποίησής του για διαφορετικό σκοπό, όπως η ανοικοδόμηση και η εκτέλεση συναφών εργασιών ο περιορισμός δε αυτός της ιδιοκτησίας είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτός, εφόσον δεν υπερβαίνει ορισμένα εύλογα χρονικά όρια, μετά την παρέλευση των οποίων επιβάλλεται η άρση του. (Βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 2076/2006). Εξ άλλου, όπως παγίως έχει κριθεί, και μετά την αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή τη δικαστική κρίση ότι συντρέχει υποχρέωση άρσης λόγω παρόδου ευλόγου χρόνου, το ακίνητο δεν καθίσταται εκ μόνου του λόγου τούτου οικοδομήσιμο, αλλά η Διοίκηση, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για πολεοδομικό σχεδιασμό (άρθρο 24 Συντ.), οφείλει να επανέλθει και να κρίνει σχετικά, έχοντας, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να δεσμεύσει και πάλι τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία, επανεπιβάλλοντας τη ρυμοτομική απαλλοτρίωσή της. (Βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 4619/2011). 9. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο ν. 3634/2008, θεσπίζοντας το Ε.Τ.ΑΚ. ως φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, απέβλεψε στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων ως βάσης επιβολής τού φόρου. Προς τούτο, ως προς μεν τις τιμές εκκίνησης παρέπεμψε, για τις περιοχές όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα, στη σχετική νομοθεσία, για δε τους περαιτέρω «συντελεστές αυξομείωσης» εξουσιοδότησε, κατά τα προεκτεθέντα, τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών να προβεί κανονιστικά στον καθορισμό τους. Κατά την έννοια, επομένως, της εν λόγω εξουσιοδότησης, προκειμένου περί ακινήτων που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως είναι εκείνα που έχουν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας χωρίς να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν συντελεστές τέτοιοι που να αποδίδουν, κατά το δυνατόν, την πραγματική επίδραση που έχει η απαλλοτρίωση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της φορολογίας. Ειδικότερα δε, θα έπρεπε να ρυθμίζεται ιδιαιτέρως, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ’ ακολουθίαν, εξαίρεσης από το φόρο, η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι νόμιμες συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες, χρονικές και άλλες, περιστάσεις, ιδίως δε τις σχετικές ενέργειες ή παραλείψεις του Δημοσίου, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου για τον ιδιοκτήτη του. Γιατί, η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, όπως το ένδικο ενιαίο τέλος ακινήτων, αφ’ ενός μεν θα συνιστούσε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφ’ ετέρου δε θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του ακινήτου, ως αντικείμενο του φόρου, δεν θα αποτελούσε, για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας, διασφαλίζοντας, όπως θα έπρεπε, τη φορολόγησή του «ανάλογα με τις δυνάμεις του». (ανωτ. σκέψη 7). Τέτοια όμως ρύθμιση, πρόβλεψη δηλ. για την τελευταία αυτή περίπτωση μηδενικού συντελεστή, δεν περιέχεται στην προπαρατεθείσα 1085787/888/0013/13.8.2008 κανονιστική απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καθορίζεται αδιακρίτως, για όλα τα ακίνητα που «έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα», ενιαίος συντελεστής 0,80 επί της αξίας τους. Επομένως, καθ’ ο μέρος προβλέπει εφαρμογή του ενιαίου αυτού συντελεστή, αντί μηδενικού, και σε περιπτώσεις ακινήτων εντός σχεδίου των οποίων η απαλλοτρίωση λόγω ρυμοτομίας έχει οδηγήσει, κατά τ’ ανωτέρω, σε αδυναμία χρήσης και εκμετάλλευσης κατά τον προορισμό τους, που είναι, κατ’ αρχήν, η δόμηση, η εν λόγω υπουργική απόφαση είναι ανίσχυρη ως εκτός εξουσιοδοτήσεως με συνέπεια, τα εν λόγω ακίνητα να εξαιρούνται από το ενιαίο τέλος του ν. 3634/2008 ευθέως εκ του νόμου τούτου. Στην περίπτωση, άλλωστε, αυτή, η εξαίρεση καταλαμβάνει και την έκτακτη εισφορά του ν. 3808/2009, αφού και για την εισφορά αυτή εφαρμόζονται, κατά τα προεκτεθέντα, οι διατάξεις περί φορολογητέας αξίας που ισχύουν για το ενιαίο τέλος. 10. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα φέρεται κυρία ενός οικοπέδου εκτάσεως 1242 τ.μ. στην περιοχή . ... ..., στη Θεσσαλονίκη, και, ειδικότερα, στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς............... . Με το από 13.11.1972 β.δ/μα (Δ΄333) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Θεσσαλονίκης με τη μετατροπή του εν λόγω οικοδομικού τετραγώνου σε κοινόχρηστο χώρο. Με την 10/1985 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης έγινε δεκτή αίτηση της προσφεύγουσας και «βεβαιώθηκε» ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση του οικοπέδου της για την πιο πάνω αιτία «θεωρείται ανακληθείσα αυτοδικαίως […] λόγω μη καθορισμού […] δικαστικώς ή εξωδίκως της ένεκα ταύτης προσωρινής ή οριστικής αποζημιώσεως.». Ακολούθησαν, το 2007, αιτήσεις της προσφεύγουσας προς τη Διοίκηση για την άρση του ρυμοτομικού βάρους και τον αποχαρακτηρισμό του οικοπέδου της ως κοινοχρήστου χώρου με αντίστοιχη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Κατά της απόρριψης των εν λόγω αιτήσεων η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, με την 2207/2008 απόφαση έκρινε ότι «και μετά την έκδοση της προαναφερθείσης δικαστικής απόφασης [του 1985] έως την υποβολή των αιτήσεων της προσφεύγουσας παρήλθε χρονικό διάστημα 22 περίπου ετών υπερβαίνον τον εύλογο χρόνο κατά τον οποίο δικαιολογείται η δέσμευση ακινήτου» δέχθηκε δε, κατόπιν αυτού, την προσφυγή, ακύρωσε «την άρνηση της Διοίκησης να άρει τον χαρακτηρισμό του προαναφερόμενου ακινήτου της προσφεύγουσας ως κοινόχρηστου χώρου και να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο Θεσσαλονίκης στο οικείο οικοδομικό τετράγωνο […]», και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση «προκειμένου να προβεί στις, κατά το σκεπτικό, νόμιμες ενέργειες». Στη συνέχεια της απόφασης αυτής, εκδόθηκε αρχικά γνωμοδότηση του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος Νομού Θεσσαλονίκης (18/Συν 20/9.12.2010) «για την έγκριση της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου Δήμου Θεσσαλονίκης με τον αποχαρακτηρισμό της ιδιοκτησίας της [προσφεύγουσας] από κοινόχρηστο χώρο και το χαρακτηρισμό του σε οικοδομήσιμο χώρο, με τους αυτούς όρους και περιορισμούς δόμησης που ισχύουν στην περιοχή (συντελεστής δόμησης 3,0 […] μέγιστο ποσοστό κάλυψης 70% […]), μετά ταύτα όμως, με την 61052/2605/30.3.2012 απόφαση του αν. Περιφερειάρχη Μακεδονίας (Δ΄119/10.4.2012) αποφασίσθηκε η «επανεπιβολή του χαρακτηρισμού του [πιο πάνω ακινήτου] ως κοινόχρηστου χώρου […]». Εν τω μεταξύ, εκδόθηκε το επίδικο, από 29.7.2010 εκκαθαριστικό σημείωμα επ’ ονόματι της προσφεύγουσας και του συζύγου της, με το οποίο, μεταξύ άλλων, επιβάλλεται στην προσφεύγουσα ενιαίο τέλος ακινήτων και έκτακτη εισφορά έτους 2009 για το πιο πάνω ακίνητό της στη Θεσσαλονίκη. Η φορολογητέα αξία του ακινήτου αυτού προσδιορίζεται σε 1.783.357,08 ευρώ, με εφαρμογή του συντελεστή 0,80 που προβλέπεται στην πιο πάνω υπουργική απόφαση για τα ακίνητα που έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα. (Βλ. και το από 14.2.2013 υπόμνημα του Δημοσίου (ΔΟΥ Δ΄ Θεσσαλονίκης) προς το Συμβούλιο της Επικρατείας). Με την κρινόμενη προσφυγή, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η μακρόχρονη, κατά τ’ ανωτέρω, πολεοδομική δέσμευση του εν λόγω ακινήτου της, παρά τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις, της έχει στερήσει τη χρήση και εκμετάλλευσή του, ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να απαλλαγεί από το φόρο, και ότι, συνακόλουθα, η επίδικη φορολογική επιβάρυνσή της (11.896,40 ευρώ συνολικά) παραβιάζει τις σχετικές με τη φορολογία και την ιδιοκτησία διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. 11. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, που δεν αμφισβητούνται, το ένδικο οικόπεδο, εξακολουθώντας κατά το χρόνο της φορολογίας (2009) να είναι ρυμοτομικά δεσμευμένο ως κοινόχρηστος χώρος, και μάλιστα επί ιδιαίτερα μακρό διάστημα, παρά τη δικαστική διάγνωση της άρσης της σχετικής απαλλοτρίωσής του και την επίσης δικαστική ακύρωση της άρνησης της Διοίκησης να προβεί στον αντίστοιχο πολεοδομικό αποχαρακτηρισμό του, εμπίπτει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 9, στην κατηγορία των ακινήτων εκείνων, των οποίων η αναγκαστική απαλλοτρίωση έχει οδηγήσει, με ενέργειες τις Διοικήσεως, σε αδυναμία χρήσης και κάρπωσης, σύμφωνα με τον προορισμό τους, και τα οποία, ως εκ τούτου, εξαιρούνται από το ενιαίο τέλος ακινήτων και την έκτακτη εισφορά των νόμων 3634/2008 και 3808/2009, αντιστοίχως. 12. Επειδή, μετά την επίλυση, κατά τ’ ανωτέρω, του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος για το οποίο εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ανωτ. σκέψη 4), και στο οποίο, κατά βάση, εξαντλείται η κρινόμενη προσφυγή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να την παραπέμψει στο διοικητικό πρωτοδικείο αλλ’ ότι πρέπει να την κρατήσει και να τη δικάσει περαιτέρω. 13. Επειδή, για την προσφυγή αυτή έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (52191816, 2512774/2010, 2514437, 3128855, 5314773/2012, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου). 14. Επειδή, η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ. 1125/2010 αφορά διοικητική διαδικασία διόρθωσης δηλώσεων και «επανεκκαθάρισης» υποθέσεων Ε.Τ.ΑΚ. και έκτακτης εισφοράς, στο πλαίσιο των προβλεπομένων αξιών και συντελεστών αυξομείωσης, και δεν καταλαμβάνει περιπτώσεις όπως η προκειμένη, κατά τις οποίες αμφισβητείται, κατά τ’ ανωτέρω, η νομιμότητα της ίδιας της πρόβλεψης του συγκεκριμένου συντελεστή. Συνεπώς, είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμα τα προβαλλόμενα από την καθ’ ης φορολογική αρχή, με την από 17.11.2010 έκθεση των απόψεών της, ότι η κρινόμενη προσφυγή είναι απαράδεκτη γιατί η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε προηγουμένως σχετικό αίτημα στη Διοίκηση κατά την ως άνω υπουργική απόφαση. 15. Επειδή, η προσφυγή ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς. 16. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 11, το ένδικο ακίνητο της προσφεύγουσας εξαιρείται από το επίδικο τέλος και εισφορά. Επομένως, όπως βασίμως ζητείται με την κρινόμενη προσφυγή, το προσβαλλόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα, κατά το μέρος που αφορά το εν λόγω ακίνητο, πρέπει να ακυρωθεί. Δ ι ά τ α ύ τ α Επιλύει το ζήτημα που αναφέρεται στη σκέψη 4. Κρατεί, δικάζει και δέχεται την προσφυγή. Ακυρώνει εν μέρει το υπ’ αριθ. Χρημ. Καταλ. 5/1257-2010 (αριθμός ειδοποίησης 3674) από 29.7.2010 εκκαθαριστικό σημείωμα ενιαίου τέλους ακινήτων φυσικών προσώπων (Ε.Τ.ΑΚ.) και έκτακτης εισφοράς έτους 2009 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ΄ ...., σύμφωνα με το σκεπτικό. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου. Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της προσφεύγουσας, η οποία ανέρχεται σε 545 ευρώ (85 για τη σύνταξη του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και 460 για την παράσταση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας). Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου και 13 Μαΐου 2013 Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας Κ. Μενουδάκος Μ. Παπασαράντη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2014. Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπασαράντη
Τρίτη 18 Μαρτίου 2014
Πολεοδομικές δεσμεύσεις ακινήτων και φορολογία μνημονιακή. Μια σημαντική απόφαση του ΣτΕ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου