Για όσους θυμούνται το 81 το Νίκο να διδάσκει συνταγματική ιστορία και συναισθηματικά ενδιαφέρον.
Στις εκδόσεις πόλις κυκλοφόρησε και η ιδιαίτερη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ του Sandel
Αγοράστε τα μαζύ!
Και ένα δημοσίευμα που κόπηκε από τους "φίλους" του συγγραφέα για την ιστορία
Νίκου
Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική
Ιστορία. Εκδόσεις Πόλις 2011.
Έτυχε να αγοράσω το
πρώτο αντίτυπο του βιβλίου από τις εκδόσεις Πόλις. Χάρηκα για το ποδαρικό και
το επισήμανα στο συγγραφέα όταν ήδη οι εφημερίδες έγραφαν για το βιβλίο αυτό,
τα μπλογκ το συζητούσαν, όταν ήδη ο θόρυβος ήταν αρκετούτσικος. Οι σκέψεις
αυτές αποτελούν μικρή συνεισφορά του «αναποδιασμένου αναγνώστη» που δεν είδε
πουθενά «αφηγηματικό έργο» αντίθετα βρήκε την αφήγηση πολιτική και το έργο
σύστημα πολιτικών θεσμών.
Έχω αγοράσει όλα τα
βιβλία του Νίκου Αλιβιζάτου για λόγους τόσο συναισθηματικούς όσο και
επιστημονικούς.
Συναισθηματικούς καθώς
το 1981 ήταν ο πρώτος μας δάσκαλος στο συνταγματικό δίκαιο στα φροντιστηριακά
μαθήματα της Νομικής Σχολής Αθηνών όταν καθηγητής ήταν ο Αριστόβουλος Μάνεσης.
Είχε το Τ. Αυτό το γράμμα και αυτή η τάξη έβγαλε με την συμπαράστασή του
σημαντικούς συναδέλφους που ασχολήθηκαν με το συνταγματικό δίκαιο στη συνέχεια.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος μας έκανε υπέροχο βραδινό μάθημα τότε και ήταν φίλος και
συμπαραστάτης μας όπως πρόσταζε η αριστερή κουλτούρα της γενιάς του Μάη του 68,
η γαλλική του καλλιέργεια και η αστική του καταγωγή. Η αστική του αυτή καταγωγή
ιδιαίτερα ήταν που θύμιζε τους γάλλους καθηγητές μας στη συνέχεια στο Παρίσι όπου
πολλοί οδηγηθήκαμε λόγω του συγκεκριμένου συναπαντήματος στο πρώτο εκείνο έτος
των σπουδών μας. Διδαχθήκαμε συνταγματική ιστορία από ένα ευσύνοπτο εγχειρίδιο[1]
το οποίο είναι πρόγονος του Συντάγματος και των Εχθρών του και αποδείκνυε τη
σχέση του με συγγραφέα με τη διαλεκτική της ιστορίας και του πολιτεύματος που
χρονολογείται αποδεδειγμένα από την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής[2].
Μερικά χρόνια αργότερα η διατριβή του μεταφράσθηκε και εκδόθηκε στην Ελλάδα [3]
αναδεικνύοντας την πνευματική σχέση του Νίκου Αλιβιζάτου με τον Αριστόβουλο
Μάνεση[4]
αλλά και τη γαλλική θεωρία που συνδέει τη διδασκαλία του συνταγματικού δικαίου
με τους πολιτικούς θεσμούς δια της ιστορίας.
Όσο για το Τ. του 1981 διέπρεψε στην περίοδο των αναθεωρήσεων και του
χρηματιστηρίου, μετείχε σε πάμπολλα σεμινάρια ,όσο αυτά καθώς και οι
συνταγματολόγοι ήταν trend,
και όταν οι συνταγματολόγοι προσγειώθηκαν για καλά στην πολιτική προχώρησαν το
δρόμο τους χωρίς ιδιαίτερα σοβαρές επιστημονικές αναζητήσεις όπως φαίνεται και
από την βιβλιογραφική παραγωγή. Υπό την έννοια αυτή το έργο του καθηγητή που
μας έσπρωξε στην περιπέτεια είναι ενδιαφέρον για τους μαθητές όταν οι ήρωές της
αναπαύονται και υπάρχει χρόνος περίσκεψης.
Παρά τα χρόνια που
πέρασαν και το γεγονός ότι οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν το συναίσθημα υπάρχει
όπως και η μνήμη.
Οι επιστημονικοί λόγοι
είναι σύνθετοι. Ποικιλία θεμάτων, ένταση απόψεων, ζωντάνια και πάθος αλλά
παράλληλα και ένδεια ως προς την ακαδημαϊκή παραγωγή από πλευράς πρωτοβάθμιων
καθηγητών. Φοβάμαι ότι τον Αλιβιζάτο τον διαβάζεις σχεδόν αναγκαστικά! Καθώς
κανείς δεν γράφει και πολύ αφού εξελιχθεί και προφανώς δεν έχει και τίποτε
αξιοσημείωτο να πει. Όταν λοιπόν είσαι εξαίρεση σε διαβάζουν και κατά συνέπεια
σε σχολιάζουν!
Έρχομαι όμως στο
συγκεκριμένο βιβλίο. Οι λόγοι που σε κάνουν να σπεύσεις να το αγοράσεις
είναι πολλοί πιο ιδιόμορφοι από την περιέργεια που επάγεται ένα έργο που δεν φαίνεται
να είναι αυστηρά νομικό, οπότε όπως συνήθως συμβαίνει πληκτικό. Και
κακογραμμένο να ήταν θα οφείλαμε να το διαβάσουμε καθώς η θεματική του σύλληψη
απαιτεί ένα ιδιαίτερο θάρρος που δεν έλειπε στον Αλιβιζάτο από τους καιρούς που
πρωτοσυναντηθήκαμε.
Αν αναζητήσει κανείς
κάποιο αυτόνομο έργο συνταγματικής ιστορίας και ερμηνείας για τη χώρα μας θα
διαπιστώσει, με την εξαίρεση των έργων του Γεωργίου Αναστασιάδη, ότι η συνταγματική ιστορία είναι συνήθως το σύντομο
πρώτο κεφάλαιο ενός έργου συνταγματικού δικαίου ή ένα έργο ιστορίας χωρίς
νομικές φιλοδοξίες[5]. Υπάρχει
σχεδόν ομοφωνία στη μεθοδολογία στη χώρα μας. Το Σύνταγμα το μελετάμε έξω από
την ιστορία. Ο λόγος διόλου δεν είναι επιστημονικά θεμελιωμένος.
Πενία ιστορίας και
βάθος χρόνου των θεσμών θα υπέθετε κανείς ότι επεξηγεί το φαινόμενο στη χώρα
μας. Περισσότερο θα έλεγα ότι οι λόγοι είναι πολιτικοί. Η συγγραφή έργου
συνταγματικής ιστορίας θα σήμαινε ότι κανείς τολμά να μιλήσει και να θίξει
ζητήματα που μέχρι πρότινος δεν αναφέρονταν στη χώρα μας παρά σε καθαρά
κλειστές συζητήσεις. Ποιος αλήθεια θα τολμούσε να εξελιχθεί στο ελληνικό
πανεπιστήμιο μιλώντας κριτικά για τα πολιτεύματα της χώρας μας? Αλλά και ποιος
έγραφε ιστορία στην χώρα μας που να μην είναι προπαγάνδα?[6]
Ο Νίκος Αλιβιζάτος ήταν αρκετά ασφαλής και επαρκής για να το πράξει. Με το έργο
του αυτό ολοκληρώνει μια πνευματική διαδρομή που ξεκίνησε με τη διδακτορική του
διατριβή και θέτει το θεμέλιο για να συνεχισθεί σε καιρούς λιγότερο χαλεπούς η
επιστημονική αυτή αναζήτηση. Με το βιβλίο αυτό επίσης και τον τρόπο παρουσίασής
του δίνει ερείσματα στο να ξεκινήσει διάλογος για κάθε θέμα χωριστά. Δίνει
επίσης το έρεισμα να γίνουν άλλα βιβλία της αυτής θεματικής και ώθηση στους
άτολμους και πολιτικά συγκείμενους πάσης φύσεως να προχωρήσουν σε διάλογο.
Αποτελεί συνεπώς
σημαντικό γεγονός για την κοινότητα των συνταγματολόγων της χώρας η έκδοση ενός
έργου συνταγματικής ιστορίας και μία έκθεση σε κριτική, όχι τόσο για το
περιεχόμενο, αλλά κυρίως για το αντικείμενο της έρευνας και τον τρόπο που αυτή
διεξάγεται.
Οι σύγχρονοι
συνταγματολόγοι μας, όσοι δεν αναλώθηκαν στην πολιτική και τις σκοπιμότητες που
αυτή υπηρετεί δεν θα ρίσκαραν εύκολα ένα διάλογο ανάμεσα στην ιστορία και το
Σύνταγμα, πολύ δε περισσότερο μια αναφορά στους «εχθρούς του Συντάγματος».
Κορεσμένοι από θωπείες της παράταξης που
τους ανέδειξε πραγματεύονται συνήθως ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενα της
ακαδημαϊκής τους εξέλιξης ή όταν ωριμάζουν αντικείμενα επιστημονικών
γνωμοδοτήσεων. Αλλά μήπως δεν επισημαίνει ο συγγραφέας αυτή την παράμετρο στους
«Εχθρούς του Συντάγματος»? Eξαίρεση
ο Μάνεσης με το ευσύνοπτο «Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα
(αναζητώντας μια δύσκολη νομιμοποίηση)»[7].
Ο Αλιβιζάτος δεν χάνει την ευκαιρία να αναδείξει αυτή την συναισθηματική πτυχή
του έργου του.
Αντίθετα η γαλλική
παράδοση όπως προαναφέρθηκε θέλει την ιστορία
και το Σύνταγμα σε συνεχή διάλογο και επικοινωνία. Το Σύνταγμα καθώς και
η ερμηνεία του αποτελούν συνάρτηση της ιστορίας και των προσωπικοτήτων. Ο
Αλιβιζάτος λοιπόν διέπραξε το αυτονόητο: σε ένα έργο ωριμότητας έκανε μία
παρουσίαση πολιτικών θεσμών και συνταγματικής ιστορίας όπως ο Hauriou, o Duverger, οι Prelot- Boulouis[8]
ένα συνταγματικό δίκαιο όπως (διάβολε) ο Vedel[9]!
Δεν διατείνομαι φυσικά
ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μεθοδολογική αντιγραφή. Τουναντίον. Σημειώνω
απλώς ότι η ύλη αυτού του έργου εντάσσεται μεθοδολογικά στην συνταγματική
θεωρία όπως οφείλει να παρατίθεται. Το γεγονός ότι στη χώρα μας τούτο
απουσιάζει είναι απλώς μία συνετή πολιτική επιλογή ενόψει ικανοποίησης
κριτηρίων που καμία σχέση δεν έχουν με την επιστήμη.
Με το βιβλίο ανά χείρας
και με το απαραίτητο συναισθηματικό και επιστημονικό κίνητρο προχωρεί κανείς
στην ανάγνωση με ζήλο σαν να δαγκώνει φρεσκοψημένο ψωμάκι.
Ο
τίτλος
Για τον τίτλο του και τις αναφορές στον Πόπερ
και τους Εχθρούς της Ανοιχτής κοινωνίας έχουν ήδη γραφθεί πολλά. Θα μπορούσε να
προσθέσει κανείς τον Εχθρό Λαό, τους Εχθρούς του Λαού και φυσικά το γνωστό Peter Schneider,
Nicole Casanova,
Te voilà un ennemi de la Constitution, (Flamarion, 1973). Όλες οι υποθέσεις
είναι έγκυρες και πιθανές. Για μένα ο τίτλος έχει περισσότερο να κάνει με την
διαλεκτική αντιπαλότητα που διακατέχει το συγγραφέα στη σκέψη και την κριτική
του προσέγγιση παρά στις εκλεκτικές συγγένειες με άλλα κείμενα. Προσωπικά
φαντάζομαι το συγγραφέα παιδί να παίζει μοναχικά με στρατιωτάκια καουμπόιδες
και ινδιάνους αναζητώντας τον εχθρό που και στις δυο περιπτώσεις κινεί ο ίδιος.
Η
ανάγνωση
Όπως πάντα η ανάγνωση
γίνεται από πίσω προς τα μπρός! Είναι απλή και εξελικτική, γνώριμη των
αναγνωστών του Νίκου Αλιβιζάτου και του ύφους του. Με παράθεση πηγών και
πλούσια βιβλιογραφία όπου πάντα αναδεικνύονται οι φιλικές - συναισθηματικές
προτιμήσεις του συγγραφέα (αν και συχνά αντιφατικές), με αναλυτικό ευρετήριο
κυρίων ονομάτων όπου επίσης μπορεί να αντιληφθεί κανείς φιλίες και εκλεκτικές
συγγένειες , χωρίς παραπομπές ανά σελίδα αλλά με παράθεση γενικής βιβλιογραφίας,
το έργο επιδιώκει να εμφανίζεται ως σύστημα ωριμότητας με αποδεικτική και
μαιευτική δομή και λειτουργία.
Ο πλούτος του
παραπεμπόμενου υλικού και προσώπων μεγάλος όσο πάντως και οι ελλείψεις του στο
μέτρο που τρανταχτές απουσίες σε βάζουν σε σκέψεις. Δυο λόγια ειδικά για την
παραπεμπόμενη βιβλιογραφία λοιπόν: τους συναδέλφους, τους αναγκαίους, τις
αναγνώσεις των διδακτορικών χρόνων, τις αγάπες της νεότητας και της ωριμότητας
και ιδίως την αμερικανική σχολή, το Σβορώνο και το Μαρκεζίνη (Σπ. Και Β.) τους
βρίσκεις εκεί. Στον τελευταίο «συγκριτικό περίπλου» τρία μόνον έργα μετά το
2005[10].
Όλοι γνωρίζουμε ότι η βιβλιογραφία κρίνεται αυτοτελώς.
Θα περίμενα από τον
Αλιβιζάτο να αποφύγει τις παραπομπές αβρότητας και να τολμήσει να ξεκινήσει νέα
αναγνώσματα παρά το ότι έχει πολλά να πει ο ίδιος με συνέπεια μια ζωή να μην
αρκεί. Θεωρώ ότι δικαιούται μια ακαδημαϊκή απελευθέρωση που θα τον εξέθετε σε
σημαντικό διάλογο με άλλους επιστήμονες του διεθνούς χώρου ώστε ο περίπλους του
να είναι περισσότερο ενδιαφέρων και για τον ίδιο και για την Ελλάδα.
Με την ευκαιρία οφείλει
να εξάρει κανείς τον αυτοπεριορισμό του συγγραφέα στην αυτοπαραπομπή που
μαστίζει την ελληνική βιβλιογραφία παρά το ότι θα ήθελα να δω στον τρίτο
κεφάλαιο να παραπέμπεται το έργο του Judges as veto players (http://www.uni-potsdam.de/db/vergleich/Publikationen/Parliaments/chapter17.pdf
).
Δομή
Τριμερές έργο, δομή για την οποία ίσως μας επέπληττε στα
«σεμινάρια της Δευτέρας» κάποτε, διαιρεί την ιστορική και συνταγματική εξέλιξη
της χώρας σε τρείς περιόδους: 1800- 1915, 1915- 1974, 1974- 2010. Η διάκριση
αυτή είναι από μόνη της μία επιλογή. Η πρώτη ονομαζόμενη και «εποχή της ανόδου»
κατά το συγγραφέα αιτιολογείται στην εισαγωγή με συγκεκριμένα κριτήρια που
υιοθετεί. Η δεύτερη που τιτλοφορείται «Στη δίνη των διχασμών» αιτιολογείται κυρίως περιγραφικά. Η Τρίτη
υποκύπτει στη μαγεία του 1974 που ονομάζει «Όψιμη εξομάλυνση». Δεν συμμερίζομαι
προσωπικά καθόλου τη διαίρεση αυτή αν και για τις ανάγκες ενός έργου την βρίσκω
αποδεκτή. Η διαίρεση αυτή άλλωστε οδήγησε τους ταχείς αναγνώστες στην πεποίθηση
ότι πρόκειται για ένα περιγραφικό έργο αφηγηματικού χαρακτήρα. Επί πλέον και η
αφήγηση δεν πείθει καθώς τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και τα γεγονότα εκτείνονται
στις περιόδους αυτές χωρίς η διαίρεση που έγινε να μπορεί να πείσει.
Παράδοξο και μη
αναμενόμενο στοιχείο τα τρία κεφάλαια του «Συγκριτικού περίπλου» στο τέλος κάθε
μέρους. Θα μπορούσαν να λείπουν ή να αποτελέσουν τα τρία μαζί ένα άλλο βιβλίο.
Η γνώμη μου είναι ότι τα κεφάλαια αυτά είναι η καλύτερη ιδέα του συγγραφέα που
φυσικά είναι σε θέση να υποστηρίξει με απόλυτη δεινότητα. Διαλεκτικά στη σχέση
εθνικού Συντάγματος και συγκριτικού δικαίου, διόλου περιγραφικά, οδηγούν σε
συμπεράσματα που ξεπερνούν την ιστορική διάσταση του θέματος. Ίσως τα κεφάλαια
αυτά προσδίδουν και διεθνή πρωτοτυπία στο έργο που λόγω της ύπαρξής τους
αποτελεί σύστημα το οποίο αξιώνει μετάφραση σε περισσότερο προσεγγίσιμη γλώσσα
στη διεθνή αγορά. Ίσως έτσι να κλείσει και ο κύκλος σε γλωσσικό επίπεδο της
αφήγησης του συγγραφέα. Τα κεφάλαια αυτά τον εκθέτουν παράλληλα και στην
μεγαλύτερη κριτική.
Δεν μπορώ παρά να
παραδεχθώ ότι ξεκίνησα από τα επιλεγόμενα και κατέληξα στον πρόλογο. Στα
επιλεγόμενα απήλαυσα τα μικρά γράμματα και την ευθύτητα λόγου που χαρακτήριζε
τις απόψεις που εκτίθενται έτσι σε βαθμό να ευχόμουν όλο το έργο να ήταν
γραμμένο με τέτοιους χαρακτήρες. Συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με το σύστημα που
παρουσιάζεται, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει την πληρότητα και διαλεκτική που
το χαρακτηρίζει.
Αυτή τη διαλεκτική την
διεκδικεί και στο σύνολο του τριμερούς έργου που φαινομενικά μόνον έχει
αφηγηματικό χαρακτήρα με παράθεση διαδοχής γεγονότων.
Ο συνταγματολόγος
κρίνει την ιστορία και την αξιολογεί και ο νομικός τον ιστορικό σε κάθε σημείο
του έργου. Η διαλεκτική ιστορίας και θεσμών είναι παρούσα σε κάθε γραμμή. Και
το κάθε μέρος του βιβλίου διαλέγεται με το επόμενο αλλά και το τελευταίο με το
πρώτο επιτυγχάνοντας ένα σύνολο εθνικού αντικατοπτρισμού μέσα στους θεσμούς.
Αντιλαμβάνομαι ότι και
η επιλογή της δομής και ο τρόπος παράθεσης της ύλης παρέχει μια σύμβαση για την
τιθάσευση του υλικού. Κατά τα λοιπά πλούτος πληροφορίας, θέσεων και
συμπερασμάτων.
Αν ο Αλιβιζάτος ήταν
μαθητής μου θα τον εξωθούσα με την ποιότητα και πληρότητα των εργαλείων που
κατέχει, σε μεγαλύτερη τόλμη και καινοτομία. Όμως δεν είναι και παρά το διαρκές
της νεότητάς του δεν θα μου δοθεί ποτέ η ευκαιρία να τον εξωθήσω στην
διανοητική επίθεση που αισθάνομαι να επιθυμεί διακαώς. Είναι στοιχείο της
ιστορίας μας πιστεύω ο ακαδημαϊκός χώρος να οφείλει στον καθωσπρεπισμό
περισσότερα από το ρίσκο.
Ιστορικό
αφήγημα ή μελέτη για τους θεσμούς?
Παγιδευμένος
στη φιλική σχέση με τον εκδότη το έργο εμφανίζεται στη σειρά historia οδηγώντας τον τεμπέλη
νομικό στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο αφορά ιστορική ανάλυση και όχι νομική
σκέψη. Τούτο ιδίως καθώς ο ίδιος εκδότης αποτολμά και εκδίδει Dworkin, Sandel, Rawls, ου μην και Τσακυράκη σε αυτόνομες
εκδόσεις που εντάσσει γενικότερα στην κατηγορία Κοινωνικές Επιστήμες. Το έργο
θα μπορούσε εκδιδόμενο σε γενικό και όχι νομικό εκδότη, να μην φέρει αυτό το
χαρακτηρισμό οπότε να μην περιορίζει το κοινό του. Θα μπορούσε ακόμη να έχει
μελετηθεί σε βάθος από τον εκδότη του και να προβληθεί ως προς την ουσία του
που είναι, για τα ελληνικά πράγματα μοναδική.
Εξίσου
παγιδεύτηκε στην καλόπιστη κριτική που παρουσίασε το έργο ως αφηγηματική μελέτη[11]
η οποία και επαναλήφθηκε διαδικτυακά. Στο ζήτημα αυτό πρέπει να είμαστε
κατηγορηματικοί : όποιος αναζητά ένα «αφήγημα για μικρούς και μεγάλους»
καλύτερα να το αναζητήσει αλλού. Το έργο είναι έργο για τους πολιτικούς θεσμούς.
Μια κριτική προσέγγιση και διόλου παρατακτική αναφορά. Και ο συγγραφέας μας το
υποδηλώνει με τον τίτλο : Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, και η δομή
υπερασπίζεται αυτή την οπτική.
Το
περιεχόμενο
Συνταγματική ιστορία
της Ελλάδας και ιστορία των θεσμών: κριτική προσέγγιση θα ήταν ο απλούστερος
τίτλος του έργου που θα απεικόνιζε το περιεχόμενό του. Με παιδαγωγική οπτική η
παράθεση πρωτότυπων κειμένων και σκέψεων, με προκλητική δυναμική τα κείμενα με
μικρότερους χαρακτήρες. Με συγκριτική διάσταση θα έλεγε κανείς πρόχειρα για το
τελευταίο κεφάλαιο του κάθε μέρους. Με χιούμορ και οξυδέρκεια όταν αναφέρεται
στην προσφώνηση του πρύτανη στον Παύλο και στην Φρειδερίκη το 1954, με
σκεπτικισμό και σύνεση στην κάθε του σελίδα.
Ένα έργο που συνιστά
προαπαιτούμενο για κάθε συνταγματική ανάγνωση και ερμηνεία. Διδακτικό βιβλίο θα
μπορούσε να διατελέσει.
Έργο αναφοράς το αυτό.
Πληθώρα πηγών και
συνεπέστατη κατάρτιση ολοκληρώνει το σύστημα που οφείλει να ανοίξει επιτέλους
την πόρτα στη διδασκαλία του Συνταγματικού Δικαίου ως δικαίου των πολιτικών
θεσμών μετά από τόσα και τόσα έτη κρίσεων και εκτροπής που θα οδηγούσαν και τον
πιο καλόπιστο μελετητή στο να αποφεύγει ακανθώδη θέματα.
Κυρίως όμως έργο
γνώμης. Στο χώρο του συνταγματικού δικαίου οι σχολές που διαθέτουμε είναι
σχολές προσώπων. Και όσο και αν καταμαρτυρεί κανείς στον Αλιβιζάτο προσωπικές
προτιμήσεις, διαπιστώνει ότι η γνώμη υπερισχύει. Η ανάγκη για εκφορά θέσεων και
εκτιμήσεων ξεπερνά συχνά και την ίδια την καλή αγωγή του που του προσδίδει
ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση όπως σημείωσα πιο πάνω. Στο χώρο των νομικών επιστημών
η γνώμη και οι απόψεις απουσιάζουν σπαραχτικά. Η επανάληψη και η επιβεβαίωση,
παράλληλα με τις τιμές των γηραιότερων, προσδίδει την ασφάλεια που αποζητά το
ακαδημαϊκό σύστημα για να διατηρηθεί. Τον Αλιβιζάτο δεν τον πολυνοιάζει αυτό.
Λέει τις απόψεις του και διατηρεί τις θέσεις του όσο και αν γίνεται δεικτικός.
Σε σχέση με τη γνώμη εν
τέλει δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή διαφωνείς. Πρέπει να υπάρχει. Και τι
καλύτερο από τη συνταγματική ιστορία που
πολλοί χαρακτηρίζουν ως αφήγημα, για να πάρει τα ινία όποιος τολμά?
Ελένη Τροβά
[1] Ν.
Αλιβιζάτος Εισαγωγή στην Ελληνική και Συνταγματική Ιστορία, τεύχος Α,
Αντ. Σάκκουλας 1981 Αθήνα - Κομοτηνή.
[2] Les Institutions politiques de la Grece a travers les crises, 1979.
[3] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί
θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Θεμέλιο, Αθήνα, 1983,
[4] ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ
ΜΑΝΕΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ
ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1978 ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μάνεσης
Αριστόβουλος,Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα, Τετράδια Συνταγματικού
Δικαίου 1987.
[5] Γ. Αναστασιάδη:
Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας (1821-1841), Σάκκουλας 2001
Θεσσαλονίκη, Γ. Αναστασιάδη: Ιστορία των Πολιτικών και Συνταγματικών Θεσμών,
Σάκκουλας 1993 Θεσσαλονίκη, Γ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ, Ιστορία των πολιτικών και συνταγματικών
θεσμών, Θεσσαλονίκη 1993,
Υπάρχει
ακόμη και Δημήτρη Χ. Βούκαλης, Συνοπτική πολιτική και συνταγματική ιστορία της
νεώτερης Ελλάδας,
Εκδόσεις: Μακεδονικές Εκδόσεις
[6] Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη Γερμανία
για διαφορετικούς λόγους βέβαια.
[7] Αντ. Ν.
Σάκκουλας 1987 σειρά τετράδια συνταγματικού δικαίου.
[8] Αντί πολλών βλ. M
Morabito, Histoire constitutionnelle de
la France (1789-1958), 2008, Montchrestien, MCE Deslandres, Histoire constitutionnelle de la France de
1789 à 1870: L'avènement de la troisième république: la consitutuion de 1875-
1979 - A. Colin, JL Godechot Les constitutions de la France depuis 1789, 1970 -
Garnier-Flammarion,
J Gicquel Droit constitutionnel et institutions politiques- 1995 –
Montchrestien, O Duhamel, Histoire
constitutionnelle de la France-
1995 - Éd. du Seuil,
A Hauriou, Droit constitutionnel et
institutions politiques-
1966 – Montchrestien,
P Bodineau, Histoire constitutionnelle
de la France - 2002 - Presses universitaires de France.
[9] Vedel Gg., Droit Constitutionnel, 1949, Sirey.
Robert Badinter, Stephen G. Breyer – 2004 Judges in contemporary democracy, an international conversation,
NY University press, Richard
Posner How Judges Think , 2008, Harvard University Press,
[L Epstein, J Knight The role of constitutional courts in the establishment and maintenance of democratic systems of government, … - Law & Society Review, 2001 - JSTOR
[11]Καθημερινή 4/4/2011
Βιβλίο: «Το
Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία»
Αφηγηματική μελέτη
του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, από τις εκδόσεις Πόλις.
Η
ιστορία του Συντάγματος, από την Επανάσταση του 1821 έως το σημερινό Μνημόνιο,
είναι το βιβλίο «το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία», που
κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες ο Νίκος Αλιβιζάτος από τις εκδόσεις Πόλις.
Ένα αφήγημα
διαβάζει ο Κώστας Μάρδας σε http://www.i-reportergr.com/2011/04/o.html#ixzz1Ide7f75n
περισσότερο
ουσιαστικός είναι ο Σωτηρόπουλος e- lawyer http://elawyer.blogspot.com/2011/03/blog-post_27.html και η ελευθεροτυπία σε http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=264394
ενώ ο
Αντώνης Μανιτάκης στην Αυγή της 5/6/2011 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=620818 όπου εκφράζει τις σκέψεις του με
αφορμή αυτό το βιβλίο διαβάζοντας ότι «συναρθρώνει, με τρόπο αρμονικό, την
ιστορική αφήγηση των περιπετειών που γνώρισαν το πολίτευμα και η συνταγματική
νομιμότητα στην δύο αιώνων πορεία τους, με τη στοχαστική μελέτη τους και την
κριτική αξιολόγησή τους».
Ο
Ξενοφών Κοντιάδης στο Έθνος http://www.greekopinions.gr/index.php/archives/35728
αντίθετα βλέπει κάτι περισσότερο από ένα
αφήγημα: «Χρησιμοποιώντας ως ερευνητική βάση τα Συντάγματα που ίσχυσαν από τη
γέννηση του ελληνικού κράτους, το νέο βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου «Το Σύνταγμα
και οι εχθροί του» (εκδ. Πόλις, 2011) δεν είναι απλώς μια μελέτη πολιτικής και
συνταγματικής ιστορίας, αλλά ένα εγχείρημα εξήγησης της πολιτικής, κοινωνικής
και θεσμικής διαδρομής που, μέσα από εθνικούς θριάμβους και καταστροφές, πολιτικούς
νεωτερισμούς και διαψεύσεις, κατέληξε στο ιδιότυπο καθεστώς υποτέλειας που
βιώνει σήμερα η χώρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου