Το βασικό μέρος του νομοσχεδίου αυτού αφορά σε τροποποιήσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Είναι γνωστό ότι στα διοικητικά πρωτοδικεία της χώρας και ειδικότερα σε αυτό της Αθήνας η αναμονή όχι για την εκδίκαση, αλλά για τον προσδιορισμό μιας Προσφυγής κυμαίνεται μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών. Και αφού η υπόθεση πάρει το χρόνο της, ώστε να ωριμάσει, ο δικαστής θα πρέπει να εκδώσει την απόφαση τάχιστα. Παρά το γεγονός ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος που τούτη έφτασε τόσο αργά στα χέρια του. Ούτε βέβαια φταίει και ο ταλαίπωρος ο διοικούμενος. Εάν μάλιστα δεν καταφέρει να πάρει αναστολή, οι προϋποθέσεις χορήγησης της οποίας είναι συγκεκριμένες και … λίγες, τότε θα υποστεί όλες τις δυσάρεστες συνέπειες της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και θα περιμένει να δικαιωθεί, ενδεχομένως σε πολλά πολλά χρόνια.
Από τα ανωτέρω, τα οποία συνιστούν και το μείζον θέμα της δυσλειτουργίας της διοικητικής δικαιοσύνης, τίποτε ή ελάχιστα λύνονται από το νέο νομοσχέδιο.
Η σώρευση των υποθέσεων στα διοικητικά πρωτοδικεία προκύπτει από τις πλημμέλειες της διοίκησης κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Για την αντιμετώπισή τους ωστόσο δε λαμβάνεται βεβαίως καμία μέριμνα. Επιπλέον δε λαμβάνεται καμία μέριμνα, προκειμένου να ενισχυθεί η δυνατότητα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η διοίκηση ούτως ή άλλως ουδέποτε δείχνει διάθεση να επιληφθεί μιας υπόθεσης σε αυτό το στάδιο. Αφήνει το δικαστή να λύσει το πρόβλημα, ακόμη και αν η έκβαση της επικείμενης δίκης είναι βέβαιη. Πόσες φορές θα πρέπει το λ.χ. να μας πει το ΣτΕ ποιος είναι ο εύλογος χρόνος για την αυτοδίκαιη άρση μιας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ώστε να το καταλάβουμε και να το εμπεδώσουμε; Στο επίπεδο αυτό και παρά το γεγονός ότι το ΣτΕ και πάλι μας είπε ορισμένα ενδιαφέροντα σε σχέση με την προηγούμενη ακρόαση και πάλι δε λαμβάνεται κανένα μέτρο.
Δεν έχει νόημα σε τούτο δω το post να μακρηγορήσουμε σε σχέση με τις αλλαγές που προτείνει το νομοσχέδιο. Για το λόγο αυτό θα σταθούμε σε δύο βασικά σημεία. Το πρώτο είναι ο θεσμός της λεγόμενης πρότυπης δίκης, όπου ομοειδείς υποθέσεις θα ομαδοποιούνται και θα δικάζονται μαζί, αλλά και όπου ο Επίτροπός της Επικράτειας στα Διοικητικά Δικαστήρια θα μπορεί να ζητά τον κατά προτίμηση ορισμό δικασίμου για υποθέσεις, όπου ανακύπτουν μείζονα νομικά ζητήματα. Μετά από τον προσδιορισμό αυτό θα πρέπει η απόφαση να εκδοθεί εντός τεσσάρων μηνών. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς
-ποια είναι τα κριτήρια που καθιστούν ένα νομικό ζήτημα μείζον;
-ο Επίτροπος της Επικρατείας θα ελέγχεται για τις κρίσεις του αυτές;
-ποιος ο λόγος να πιέζεται ο δικαστής να εκδώσει τόσο γρήγορα μια απόφαση, ειδικά όταν πρόκειται για ζήτημα μείζονος σημασίας;
Αναφέρθηκε ήδη και ανωτέρω ότι η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας ιδίως ενόψει της καθυστέρησης έκδοσης απόφασης επί της κύριας προσφυγής. Σύμφωνα με την πρόταση του νέου νομοσχεδίου αλλάζει η διαδικασία συζήτησης της Αίτησης Αναστολής. Ενώ με την ισχύουσα μορφή του άρθρου 204 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλεπόταν ότι οι διάδικοι ακούγονται υποχρεωτικά εφόσον το ζητήσουν από το συμβούλιο που εκδικάζει την Αίτηση Αναστολής, με την προτεινόμενη τροποποίηση επαφίεται πλέον στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να τους καλέσει και να τους ακούσει. Η διαδικασία της αναστολής θα έπρεπε μάλλον να ενισχυθεί και όχι να στερείται ο αιτών, αλλά και το Δημόσιο της δυνατότητας να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους.
Η προσέγγιση που επιδιώκουμε εδώ δεν είναι πλήρης, Δίνει απλώς στον περιορισμένο χώρο ενός post ένα έναυσμα για προβληματισμό σε σχέση με την επιχειρούμενη βελτίωση της διοικητικής δίκης, η οποία μάλλον για ακόμη μία φορά δε θα επιτευχθεί.