ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ως δικαστήριο κράτους μέλους: υπόθεση C-363/2011





 του Βασίλη Δαφνομήλη από τα Νομικά Νέα

Η σχετικά πρόσφατη απόφαση C-363/2011 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με την ιδιότητα του Ελεγκτικού Συμβουλίου ως δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο μπορεί να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ μας επιτρέπει να σχολιάσουμε τα κριτήρια τα οποία δέχεται το τελευταίο, προκειμένου να κρίνει το παραδεκτόν του υποβληθέντος δικαστηρίου.
Το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ ορίζει ότι «Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ’ αυτού.». Επισημαίνεται ότι το δικαστήριο αυτό θα ερωτήσει το ΔΕΕ για ζήτημα το οποίο αφορά την ερμηνεία των Συνθηκών είτε την ερμηνεία ή το κύρος του παράγωγου δικαίου(κυρίως κανονισμών και οδηγιών).
                Το ΔΕΕ έχει τονίσει ότι η έννοια του «δικαστηρίου κράτους μέλους» είναι έννοια η οποία καθορίζεται με κριτήρια τα οποία έχουν ενωσιακή προέλευση και δεν εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να αποφασίσει αν το συγκεκριμένο του όργανα πληροί αυτά τα κριτήρια. Φυσικά η σχετική κρίση του ΔΕΕ θα γίνει βάσει των εθνικών διατάξεων περί λειτουργίας του οργάνου, αλλά η φύση των κριτηρίων έχουν καθοριστεί από το ΔΕΕ στην απόφαση Vaassen-Gobbels.
                 Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Επίσης θα πρέπει να υπάρχει εκκρεμής διαφορά στο εθνικό δικαστήριο και η διαφορά τουλάχιστον να διέπεται έστω και μερικώς από το ευρωπαϊκό δίκαιο.
                Η νομολογία του ΔΕΕ ωστόσο έχει εξειδικεύσει τα ανωτέρω κριτήρια. Ειδικότερα ο δεσμευτικός χαρακτήρα της δικαιοδοσίας αναλύεται αφενός σε υποχρεωτική επίλυση της διαφοράς από το δικαστήριο κατόπιν υποβολής της διαφοράς από τα μέρη και αφετέρου σε έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων από το όργανο. (υπόθεση Dorsch Consult, C-54/96). Στην υπό κρίση περίπτωση της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου το ΔΕΕ νομολόγησε ότι η αρμοδιότητα που του αποδίδεται από το Σύνταγμα(98 παρ. 1ζ) δεν  μπορεί να θεωρηθεί ότι καταλήγει σε έκδοση δεσμευτικής απόφασης. (σκέψη 26 της απόφαση C-363/2011).
                Επίσης, δεύτερο κριτήριο το οποίο έχει διαπλαστεί νομολογιακά είναι η κατ’ αντιμωλία διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο δεν πρέπει να κρίνεται με απόλυτο τρόπο, καθώς ακόμα και σε περίπτωση εκούσιας διαδικασίας, αν ο δικαστής έχει την απαιτούμενη ανεξαρτησία της γνώμης, μπορεί να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα(σκέψεις 23-26 του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Corbiau,C-2/92).
Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό κριτήριο ως προς την κρίση του ΔΕΕ αποτελεί η αξίωση για ανεξαρτησία του οργάνου που απασχόλησε για άλλη μία φορά το ΔΕΕ και στην υπόθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου(σκέψεις 24-25,29 της απόφασης C-363/2011). Η αξίωση για ανεξαρτησία αναλύεται σε τρεις υπο-αξιώσεις: πρώτον, τα μέλη του οργάνου θα πρέπει να είναι μόνιμα και ισόβια, δεύτερον, θα πρέπει να παρέχουν εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης και τρίτον το όργανο θα πρέπει να έχει θέση τρίτου απέναντι στην υπό κρίση διαφορά. Στην υπόθεση C-363/2011 , το Δικαστήριο προβληματίστηκε σχετικά με τη φύση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς τη συγκεκριμένη του αρμοδιότητα: «Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει με την Επίτροπό του, η οποία είναι τοποθετημένη στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και συνέταξε την υπό κρίση ενώπιόν του έκθεση διαφωνίας, πρόδηλο οργανικό και λειτουργικό δεσμό, γεγονός το οποίο δεν επιτρέπει να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα τρίτου σε σχέση με την εν λόγω Επίτροπο (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις Corbiau, σκέψη 16, και Schmid, σκέψη 38).»
                Δύο πράγματα οφείλουμε να τονίσουμε επιλογικά: πρώτον, ότι ένα όργανο μπορεί άλλοτε να κριθεί ως δικαστήριο κράτους μέλους και άλλοτε όχι, αν έχει περισσότερες της μίας αρμοδιότητες, όπως συμβαίνει και με το Ελεγκτικό Συνέδριο. Έτσι, στην υπόθεση Βουγιούκας, C-443/93, το ΔΕΕ νομολόγησε ότι η αρμοδιότητα που ορίζεται στο άρθρο 98, παρ. 1στ σχετικά με την εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων είναι σύμφυτη με την έννοια του ως δικαστηρίου κράτους μέλους. Δεύτερο και σημαντικότερο είναι ότι παρατηρείται μία διαφορετική ανάγνωση των κριτηρίων από τους δικαστές και τους Γενικούς Εισαγγελείς, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικογένεια δικαίου από την οποία προέρχονται. Ήτοι, δικαστές που προέρχονται από δίκαια της ηπειρωτικής Ευρώπης τείνουν να κρίνουν strictο sensu τα κριτήρια Vaassen-Gobbels, ενώ οι δικαστές του common law(συμπεριλαμβανομένης και της Γενικής Εισαγελέως της υπόθεσης C-363/2011) τηρούν μία πιο χαλαρή στάση απέναντι σε αυτά τα κριτήρια, με το επιχείρημα ότι όσο πιο εύκολα καταφάσκεται το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος, τόσο διευκολύνεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: