ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα



Μικρό αφιέρωμα στην σημερινή εκλογή του νέου Πάπα που θέλει να είναι Προκαθήμενος των φτωχών! Είθε!
 
Κατά την ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία[1] η (Ρωμαϊκή) Καθολική Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα, έχουσα κεφαλή τον Ιησού Χριστό, στοιχούσα στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τηρούσα απαρασάλευτα τη δογματική διδασκαλία, το Κανονικό Δίκαιο και τις Ιερές Παραδόσεις, διοικείται δε από τον εκάστοτε Επίσκοπο Ρώμης (Πάπα) και των ευρισκόμενων σε κοινωνία με τον Πάπα επισκόπων.
Σύμφωνα με τον Καν. 100 παρ. 1 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου (Codex Iuris Canonici) του 1917 [εφεξής “CIC/1917”], ο οποίος επαναλαμβάνεται στον Καν. 113 παρ. 1 Κώδικα Κανονικού Δικαίου (Codex Iuris Canonici) του 1983 [εφεξής “CIC/1983”], «η Καθολική Εκκλησία και η Αγία Έδρα φέρουν θείω δικαίω την ιδιότητα του νομικού προσώπου»[2]. Η άποψη αυτή ωστόσο οφείλει να είναι ενίοτε συμβατή με την κρατική νομιμότητα εφόσον οι σχέσεις διέπονται και από τα εθνικά δίκαια των κρατών. Εν απουσία διμερούς συνθήκης ή άλλης νομοθετικής ρύθμισης το ζήτημα αντιμετωπίζεται κατά τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου της κάθε χώρας.
Κατά το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας (άρθ. 13)  η Καθολική Εκκλησία τυγχάνει πλήρους 
προστασίας ως γνωστή θρησκεία όπως και οι πιστοί της. Ως ιδρυθείσα προ της 
εισαγωγής του Αστικού Κώδικα θεωρείται νομικό πρόσωπο υπαγόμενο στο άρθ. 13 του ΕισΝΑΚ. 
Τούτο όμως ενίοτε [3] αμφισβητήθηκε και οδήγησε μέχρι και στην έκδοση
 αποφάσεων του Δικαστηρίων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται ότι αποτελεί νομικό πρόσωπο sui generis. 
Τούτο υποστήριξε και η καθολική εκκλησία Χανίων ενώπιον του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων 
του Ανθρώπου το 1997 στο πλαίσιο του άρθ. 13 ΕισΝΑΚ και της συνθήκης των Σεβρών:
 
Το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρατήρησε ειδικά ως προς το θέμα τα ακόλουθα:




Το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του ανθρώπου έκρινε επίσης ότι η Ελληνική Κυβέρνηση παραβιάζει το άρθ. 14 λόγω της αμφισβήτησης της φύσης της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς ωστόσο το ζήτημα αυτό να έχει επιλυθεί ορθολογικά μέχρι σήμερα. 
 

 
Οι ένδεκα Καθολικές Επισκοπές της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται στις αναγνωρισμένες και τις μη αναγνωρισμένες από το ελληνικό κράτος. Οι τελευταίες δεν αναγνωρίζονται επειδή η σύστασή τους έγινε μετά το 1830, δηλαδή μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου το οποίο - όπως αναφέρθηκε - αφορούσε την ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας καθώς και την ισοπολιτεία των Ελλήνων Καθολικών. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν σήμερα εκκλησιαστικές «επαρχίες» με ελάχιστους πιστούς οι οποίες έχουν επίσημη αναγνώριση, ενώ «επαρχίες» με χιλιάδες πιστούς δεν αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος. Οι εκκλησιαστικές «επαρχίες» στις οποίες διαιρείται σήμερα η ελληνική Καθολική Εκκλησία είναι οι ακόλουθες:
1. Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1835 και περιλαμβάνει την Αθήνα, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα έχοντας περίπου 30.000 μέλη. Διαθέτει τρία δημοτικά σχολεία και έναν οίκο ευγηρίας. Υπάρχει έντονη παρουσία ιερομοναχικών και γυναικείων ταγμάτων που συμπαρίστανται στο ενοριακό έργο. Αρχιεπίσκοπος από το 1973 είναι ο Σεβασμιότατος Νικόλαος Φώσκολος. Πρόκειται για μη αναγνωρισμένη από το επίσημο κράτος επαρχία.
2. Αρχιεπισκοπή Ρόδου.
3. Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου.
4. Επισκοπή Χίου.
5. Αρχιεπισκοπή Κέρκυρας.
6. Αποστολικό Βικαριάτο Θεσσαλονίκης.
7. Επισκοπή Σύρου.
8. Επισκοπή Θήρας.
9. Επισκοπή Κρήτης.
10. Εξαρχία των Αρμενορύθμων Καθολικών.
11. Αποστολική Εξαρχία των Ελληνόρυθμων Καθολικών ("Ουνιτών").
Στην Εξαρχία υπάγεται και το εδώ τμήμα του γυναικείου και φιλανθρωπικού μοναχικού τάγματος των Μικρών Αδελφών του Ιησού. Έξαρχος είναι ο Σεβασμιότατος Ανάργυρος Πρίντεζης.
II. Το πρόβλημα αναγνώρισης της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Αθηνών
Όταν το 1835 η Αγία Έδρα διόρισε τον τότε Επίσκοπο Σύρου, Λουδοβίκο Βλάγκη, ως Αποστολικό Επιτετραμένο για τις περιοχές της Ελλάδας που δεν είχαν Ιεράρχη, η ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε αυτή την ιδιότητά του, επεκτείνοντας έτσι σιωπηρά την ισχύ του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου στις περιοχές που δεν διέθεταν Επίσκοπο το 1830. Ωστόσο, η επανίδρυση της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Αθηνών το 1875, ως απόροια της μετανάστευσης Καθολικών κυρίως από τα νησιά στην Πρωτεύουσα, δεν αναγνωρίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, με την αιτιολογία ότι το Πρωτόκολλο του 1830 αφορούσε μόνο τις μέχρι τότε υφιστάμενες Καθολικές επαρχίες.
Μέχρι σήμερα, θέμα έχει επίσης ανακύψει και με τον τίτλο που μπορεί να χρησιμοποιεί ο Καθολικός Ιεράρχης της Αθήνας, αφού «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών», σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, καλείται μόνον ο Ορθόδοξος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα προβλήματα αυτά συνεχίζουν να παραμένουν άλυτα και κατά συνέπεια ενώ από τη μια η Καθολική Αρχιεπισκοπή Αθηνών και ο Επίσκοπος δεν τυγχάνουν νομικής αναγνώρισης, από την άλλη το επίσημο κράτος αναγνωρίζει τις Καθολικές ενορίες της Αθήνας και τους διοριζόμενους από τον Επίσκοπο εφημέριους.
ΙΙΙ. Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας στην Ελλάδα
Η Ιερά Σύνοδος ιδρύθηκε το 1965, ενώ το τελευταίο Καταστατικό της εγκρίθηκε από την Αγία Έδρα το 1983 αφού προσαρμόστηκε στο Νέο Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας. Αποτελεί το ανώτερο διοικητικό όργανο και συνέρχεται σε τακτικές συναντήσεις ανά εξάμηνο. Τα μέλη της είναι έξι: τρεις Αρχιεπίσκοποι, ένας Επίσκοπος και δύο Έξαρχοι (ο ένας είναι τιτουλάριος Επίσκοπος), όλοι Έλληνες πολίτες. Οι Ιεράρχες διορίζονται από την Αγία Έδρα ύστερα από πρόταση της τοπικής Συνόδου της Ιεραρχίας. Ο Πρόεδρος της Συνόδου εκλέγεται ανά τριετία. Τα μέλη δεν είναι ισόβια, παραιτούνται και αντικαθίστανται με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας τους.
Τα βασικά όργανα της Ιεράς Συνόδου, στα οποία προΐσταται Ιεράρχης και μετέχουν ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί, είναι:
- Νομικό Συμβούλιο.

- Εκκλησιαστικά Δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού, που ασχολούνται με τις ακυρώσεις γάμων, εφόσον η Καθολική Εκκλησία δεν δέχεται το διαζύγιο.

- Επιτροπές για: α) την Κατήχηση, β) τη Λειτουργική, γ) την Ποιμαντική του Τουρισμού δ) τη Νεολαία, ε) την Κοινωνική Συμπαράσταση (η οργάνωση ΚΑΡΙΤΑΣ), στ) τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (το Ποντιφικό Συμβούλιο "Δικαιοσύνη και Ειρήνη").
Το καθεστώς της καθολικής εκκλησίας δημιούργησε μακραίωνη αμφισβήτηση η οποία σήμερα έχει λήξει εν μέρει μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αναλυτικά:
Η Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920 «περί προστασίας των εν Ελλάδι Μειονοτήτων», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με τη προσαρτηθέν στη Συνθήκη της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923 16ο Πρωτόκολλο[4], κυρώθηκε με το Ν.Δ. της 29ης Σεπτεμβρίου/30ης Οκτωβρίου 1923 «Περί κυρώσεως της εν Σέβραις υπογραφείσης υπογραφείσης Συνθήκης περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων» (ΦΕΚ 311 Α΄). Στο προοίμιο της αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι:
«η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, αναγνωρίζουσαι ότι δυνάμει της παρούσης Συνθήκης η Ελλάς αναλαμβάνει διά την διατήρησιν των θρησκευτικών ελευθεριών υποχρεώσεις υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών, παραιτούνται, το κατ’ αυτάς, του δικαιώματος όπερ είχεν αναγνωρισθή αυταίς διά του υπ’ αριθ. 3 Πρωτοκόλλου της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1923 (ν.ημ.), προς εξασφάλισιν της προστασίας των θρησκευτικών ελευθεριών»
Περαιτέρω, στο άρθρο 8 του ως άνω κυρωθέντος Πρωτοκόλλου ορίζονται τα ακόλουθα:
«Οι υπήκοοι έλληνες, οίτινες ανήκουσιν εις εθνικάς, θρησκευτικάς ή γλωσσικάς μειονότητας, θα απολαύωσι νομικώς και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων, ων απολαύουσιν οι άλλοι υπήκοοι έλληνες. Θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσι, διευθύνωσι και ελέγχωσιν, ιδίαις δαπάναις, φιλανθρωπικά θρησκευτικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως χρήσιν της ιδίας αυτών γλώσσης και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των εν αυτοίς».
Οι διατάξεις της ανωτέρω Συνθήκης των Σεβρών κατήργησαν το Γ΄ Πρωτόκολλο του 1830 και τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου περί ενώσεως των Ιονίων Νήσων[5]. Ομοίως, και ο ΑΠ καταφάσκει την μέχρι της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης των Σεβρών ισχύ του από 3 Φεβρουαρίου 1830 Γ΄ Πρωτοκόλλου[6].
Η Συνθήκη των Σεβρών επιζεί ως εσωτερικός νόμος της Ελλάδος, σε όση όμως έκταση το περιεχόμενό της καλύπτεται από την πολύ ευρύτερη ΕΣΔΑ, η οποία διασφαλίζει τη θρησκευτική ελευθερία σε όλα τα πρόσωπα και όχι ειδικά στις μειονότητες, καταργήθηκε από το μεταγενέστερο κείμενο που αποβλέπει στον ίδιο σκοπό.
Κατά της αποφάσεως αυτής προσέφυγε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου ο Ρωμαιοκαθολικός Επίσκοπος Σύρου και Αποστολικός Τοποτηρητής Κρήτης κ. Φραγκίσκος Παπαμανώλης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «ΕΔΔΑ»), όταν η υπόθεση κατέληξε σε αυτό, έκρινε ότι η νομική προσωπικότητα της Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας και των ενοριακών εκκλησιών δεν είχε ποτέ αμφισβητηθεί από τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, ούτε από τις διοικητικές αρχές ούτε από τα δικαστήρια[7]. Εξάλλου, το ΕΔΔΑ συμπέρανε οι εκκλησίες αυτές είχαν αποκτήσει, χρησιμοποιήσει και μεταβιβάσει ελεύθερα κινητά και ακίνητα πράγματα, είχαν συνάψει συμβάσεις και είχαν συμμετάσχει σε συναλλαγές κυρίως συμβολαιογραφικές, των οποίων η εγκυρότητα αναγνωρίσθηκε πάντοτε, ενώ στο φορολογικό επίπεδο είχαν τύχει των προβλεπόμενων απαλλαγών από τη νομοθεσία περί φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και μη κερδοσκοπικών σωματείων[8]. Κατά το ΕΔΔΑ, «η πάγια νομολογία και διοικητική πρακτική δημιούργησαν, με το πέρασμα των χρόνων, μία νομική ασφάλεια, τόσο επί περιουσιακών ζητημάτων όσο και σε ό, τι αφορά το θέμα της εκπροσώπησης ενώπιον της δικαιοσύνης των διαφόρων καθολικών ενοριακών εκκλησιών, και στην οποία η αιτούσα εκκλησία μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει»[9]. Στο επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η Καθολική Εκκλησία Χανίων (συνεπώς και τα λοιπά μορφώματα της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος) θα μπορούσε να αποκτήσει νομική προσωπικότητα ή να συγκροτηθεί σε ένωση προσώπων, προκειμένου να αποκτήσει ικανότητα διαδίκου κατ’ άρθρο 62 ΚΠολΔ, το ΕΔΔΑ αντέτεινε τις δυσκολίες προσαρμογής της Εκκλησίας σε αυτή την νομική μορφή και τα ενδεχόμενα διαδικαστικά προβλήματα ενόψει μελλοντικής αντιδικίας, καθώς, όπως δέχθηκε το ΕΔΔΑ, η καθυστερημένη τήρηση της εσωτερικής νομοθεσίας θα κινδύνευε να ερμηνευθεί ως ομολογία ακυρότητας των παρελθουσών αναρίθμητων δικαιοπραξιών, ενώ και η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων σε νεοπαγές νομικό πρόσωπο που θα υποκαθιστούσε την Εκκλησία θα ήταν προβληματική[10]. 
Κατά συνέπεια η Καθολική Εκκλησία σήμερα είναι sui generis ημεδαπό νομικό πρόσωπο που ενεργεί νόμιμα στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθ. 13 του ΕισΝΑΚ και το Κανονικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας,  χωρίς ωστόσο να έχει επιλυθεί η ακριβής νομική του φύση και να είναι αποσαφηνισμένη η έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της[11].


[1] Σαλάχας (1978)
[2] Can. 100 — § 1. «Catholica Ecclesia et Apostolica Sedes, moralis personae rationem habent ex ipsa ordinatione divina.

[3]   ΑΠ  360/1994.

[4] Άρθρο 1 περ. 11 του Ν.Δ/τος της 25ης Αυγούστου 1923 «Περί κυρώσεως της εν Λωζάνη συνομολογηθείσης Συνθήκης περί Ειρήνης» (ΦΕΚ 238 Α΄).
[5] Α. Σβώλου – Γ. Βλάχου, Το Σύνταγμα […], όπ.π., σελ. 80-81.
[6] Έτσι και Μ. Φρέρης, Παρατηρήσεις, Ι, στην Απόφαση ΑΠ 360/1994 σε Κέντρο Δικανικών Μελετών, Η θρησκευτική ελευθερία  (επιμ. Κ.Ε.Μπέη), Εκδόσεις Eunomia, Αθήνα 1997, σελ. 436 επ. 437.
[7] Σκέψη 39.
[8] Σκέψη 39.
[9] Αυτόθι, σκέψη 39.
[10] Αυτόθι, σκέψη 40.
[11] Βλ και ΝΣΚ 192/1991 με αναλυτική αναφορά

Δεν υπάρχουν σχόλια: