ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Για το τέλος του κόσμου που δεν θα λάβει χώρα απόψε

πιθανολογήθηκε σφόδρα.
πολλοί προετοιμάσθηκαν.
όμως δεν μοιάζει να πραγματοποιείται.
το τέλος του κόσμου δεν ήταν ως φαίνεται γι'απόψε. Εχουμε καιρό μπροστά μας να παλαίψουμε και να πονέσουμε και εν τέλει να ζήσουμε.
Τα Νομικά Νέα θα συνεχίσουν το νέο χρόνο με καλύτερες και οριστικότερες συνθήκες εμφάνισης και δομής. Θα προσπαθήσουν τουλάχιστον.
Το τέλος του κόσμου όπως και το τέλος των μικρών μας Νομικών Νέων αναβάλεται λοιπόν.
Για όλους όσους μας τιμούν με την παρουσία τους και τη συμμετοχή τους ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Για όσους μας εμπιστεύθηκαν κείμενα είτε δημοσιεύθηκαν είτε εκκρεμούν ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ και η υπόσχεση ότι θα τα καταφέρουμε με κάθε τρόπο.
Για όλους εμάς τους πολίτες της χώρας που αναζητά την πυξίδα της και τον εαυτό της μια Καλή Χρονιά και ευχές για υγεία.
Για όσους αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες ζωής, για τα μισθολογικά που αξίζουν, για την θέση που αξίζουν στον κόσμο καλές αποφάσεις και δίκαιες. Οπως έλεγα πάντα όποιος έχει το μαχαίρι έχει και το πεπόνι.
Για τους ηλεκτρονικούς ήρωες της δικαιοσύνης και της σκέψης καλή συνέχεια στο έργο τους. Και στον κ. Σφακιανάκη μια δυνατή και άξια πορεία.
Για τους δικηγόρους και τους νομικούς μια ζωή με νέα λιγότερο νομικά και πολύ ελπίδα.
και κάτι περίεργο για έναν άνθρωπο με την ιστορία μου ίσως: ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παληκάρια της ελληνικής αστυνομίας που με προστάτεψαν όπως και το παιδί μου τελευταία. Χωρίς σπουδαίο μισθό και εξοπλισμό. Μέσα σε συνθήκες που δεν μας κολακεύουν ως πολιτεία. Ομως κάποιοι μου έδωσαν νερό και φροντίδα και ένας "όμορφος" γλυκά για τα γενέθλιά του. Νάναι όλοι καλά και να γυρίζουν στα σπίτια τους γεροί.
Για κάθε άνθρωπο που περιμένει καλά νομικά νέα μια ευχή: οι δικηγόροι αχρείαστοι νάναι!

Καλή Χρονιά σε όλους! 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Για την Τάνια και το μικρό της γιό

Χθες γεννήθηκε ένα αγοράκι 2.400 στο Αρεταίιο. Πρόκειται για την καλύτερη είδηση που μπορούσε να έρθει στα αυτιά μου από την υπέροχη μητέρα του. Δεν πρόκειται φυσικά για νομική είδηση και ίσως όλοι να προβληματίζεστε γιατί έχει τη θέση της σε αυτό το βήμα. Η μητέρα δεν είναι νομικός, είναι δημοσιογράφος. Δεν έχει σχέσεις με τη δικαιοσύνη, περισσότερο θα έλεγε κανείς με την ποιότητα ζωής και το ήθος σχετίζεται. Ούτε η οικογένεια με την ευρεία του όρου έννοια σχετίζεται με τη νομική επιστήμη και τα τερτίπια της. Μόνον εγώ φίλη και γειτόνισά της είμαι νομικός αλλά αυτό δεν αρκεί για να κάνει την έλευση στον κόσμο αυτού του παιδιού νομική είδηση.

Γιατί τάχα μας νοιάζει όλους τους νομικούς ότι γεννήθηκε ο μικρούλης αυτός χθες?

1. γιατί ένα παιδί στις μέρες μας δεν είναι υπόθεση που διέπεται από τις συνήθεις διατάξεις του ΑΚ. Παιδί διεκδικεί να αποκτήσει το ομοφυλόφιλο ζευγάρι, παιδί διεκδικεί να αποκτήσει μια γυναίκα μόνη, παιδί διεκδικεί να αποκτήσει μια γυναίκα περασμένης βιολογικά ηλικίας κοκ. Το αίτημα είναι το παιδί. Το αίτημα είναι η ζωή. Παλαιότερα το δίκαιο ήξερε το παιδί ως γνήσιο τέκνο ενός έγγαμου ζευγαριού και το αντιμετώπιζε κυρίως ως υποκείμενο κληρονομικών δικαιωμάτων. Σταδιακά δικαιώματα απέκτησε το εξώγαμο τέκνο. Σήμερα το ζήτημα αντιστρέφεται. Δικαιώματα έχει κάθε παιδί επειδή η ζωή έχει δικαίωμα να διατηρεί ρόλο όταν η κοινωνία δεν μοιάζει να πολυαποδέχεται τη θέση των παιδιών σε έναν κόσμο ενηλίκων σε κρίση. Το δίκαιο καλά θα κάνει να τρέξει και να κατανοήσει το δικαίωμα στη ζωή του παιδιού και το δικαίωμα στη μητρότητα αλλά και αυτή την sui generis οικογένεια που διεκδικεί κάθε πρόσωπο που πιστεύει στη ζωή και στα παιδιά. Το δίκαιο ας σπεύσει προς το παιδάκι που μου έδωσε τόση ευτυχία και σε όλα τα παιδιά που συνεχίζουν να γεννιούνται παρά τα δεδομένα των ημερών.
2. γιατί οι συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού ρητορικής κυρίως ποιότητας και περιοριμένης εμβέλειας επιμένουν να βλέπουν τα παιδιά σαν υποκείμενα χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα. Οπως και ο ΑΚ έτσι και οι διεθνείς συμβάσεις και οι νόμοι που τις κυρώνουν βλέπουν στο ανήλικο ένα φορέα περιορισμένων δικαιωμάτων που ασκούνται πάντα μέσω των προσώπων που το δίκαιο ορίζει ως αρμόδια προς τούτο. Το παιδί το ίδιο όπως και ιστορικά λίγο διαφέρει από ένα πλάσμα που προσδοκά την ενηλικίωση για να υπάρξει. Διακηρύξεις προστασίας του και ευχές δεν αρκούν για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του παιδιού. Δικαιωμάτων άλλωστε που όλοι γνωρίζουμε οι νομικοί ότι αφορούν μία αδιευκρίνιστη κατηγορία - αυτή δηλαδή του παιδιού- που κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι σημαίνει... Ας σπεύσουν οι ενδιαφερόμενοι για τα παιδιά πριν δηλώσουν την φροντίδα τους γι'αυτά να κατανοήσουν ότι ως κατηρορία το παιδί σχεδόν δεν υφίσταται. Το δίκαιο πρέπει να αλλάξει και να δει το παιδί ως πρόσωπο ως όλο.
3. αλλά και η μητρότητα δικαίωμα που συνήθως επιφυλάσσεται προνομιακά στη γυναίκα πρέπει να αντιμετωπισθεί από το δίκαιο με σύγχρονο τρόπο. Η δυσπιστία στη γυναίκα που επιμένει να φέρει στον κόσμο το παιδί της καταλήγει μεγαλύτερη από το πάθος των θρησκόληπτων κατά των αμβλώσεων. Το δίκαιο στο ζήτημα αυτό δεν λαμβάνει ιδιαίτερη θέση. Σαν και το δικαίωμα στη μητρότητα να πρέπει να απολογηθεί ταπεινά επειδή αποτελεί ένστικτο αναπαραγωγής και δεν βιώνεται στο πλαίσιο της νόμιμης οικογένειας όπως κάθε φορά αντιμετωπίζεται από το δίκαιο. Ομως το δικαίωμα στη μητρότητα αποτελεί σήμερα υπαρκτό αίτημα όχι μόνον των γυναικών. Η τεχνολογία και η αγάπη επιτρέπουν στα παιδιά να έχουν μανάδες και στις μανάδες να έχουν παιδιά. Ακόμη και όταν η πολιτεία και οι κοινωνικοί λειτουργοί θεωρούν ακατάλληλη για θετή μάνα πχ την ανύπαντρη μητέρα. Ας αντιμετωπίσει το δίκαιο την αλήθεια: κάθε παιδί έχει δικαίωμα στη μάνα του και κάθε μάνα στο παιδί της. Εστω και αν η μάνα λέγεται Θανάσης, έστω και αν το παιδί έχει τέσσερα κεφάλια ή προέρχεται από το Αντερμπαιτζάν. Η μόνη αναγκαιότητα για την ύπαρξη είναι η μάνα και η μόνη αναγκαιότητα για τη μάνα είναι το παιδί. Το δίκαιο οφείλει να συνέλθει από την πολυετή δυσπραγία του.
4. γιατί  οι νομικοί και τα νέα τους οφείλουν να αποκτήσουν προσανατολισμό σύμφωνο με τη ζωή. Το δίκαιο άμεσα συνδεόμενο με τους θεούς και τους νόμους του, συνέχισε πορευόμενο σε συνάφεια με τα κράτη και τους θεσμούς. Το δίκαιο δεν νοιάζεται για το Μόγλη, όπως δεν νοιάζεται για τα γατάκια που έπνιγε η γιαγιά μου η Βασιλεία στον κουβά όταν γεννούσε η γάτα Ψινιό. Το δίκαιο νοιάζεται για τα νόμιμα τέκνα στο πλαίσιο πολιτειακών θεσμών. Ε το δίκαιο πρέπει να κάνει κανένα κρύο ντους από δω και πέρα. Καθώς οι Μόγληδες ξεπηδούν καβάλα σε τίγρης όπως ο άγιος Μαμάς πορεύεται πάνω σε ένα λιοντάρι και αγκαλιάζει ένα αρνί. Το δίκαιο έχει χάσει τη μπάλα της ζωής και αναμασά θεσμικά κατάλειπα εποχών που δεν υπάρχουν καθόλου.
5. γιατί τα νομικά δεν έχουν σχέση παγίως με το συναίσθημα και το ένστικτο κάτι που καθιστά όλη την επιστήμη πεθαμένη. Αν η νομική επιστήμη δεν κατανοήσει τη ζωή άρα και το συναίσθημα και το ένστικτο και τα πάθη και τη χαρά θα καταλήξει στο χρονοντούλαπο της  ιστορίας. 
Εκεί στο χρονοντούλαπο, αφήνω απόψε τα Νομικά Νέα να αναπαυθούν στη δόξα του δικαίου και παίρνω το γιό μου να τρέξουμε στο Αρεταίιο.
Να δούμε το μικρό παιδάκι που μας ξύπνησε τη χαρά της  ύπαρξης και να προσκηνήσουμε τη μάνα του. Σαν μάγοι χριστουγεννιάτικοι να δώσουμε το δώρο της χαράς μας επειδή η ζωή παρά τις αντιξοότητες της κρίσης και των νόμων υπάρχει και συνεχίζει. Malgre tout !

Ευτυχισμένο και καλοδεχούμενο το μικρό αγγελούδι μας, ευτυχισμένη και ευλογημένη η μάνα του, η φίλη μου, η γυναίκα και όσα σημαίνει η αγάπη της για τη ζωή που έφερε χθες στον κόσμο.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ελευθεροτυπία και επιστημονική γνώμη

Αρκετοί με ρώτησαν σήμερα γιατί απάντησα σε ερώτηση του καλού δημοσιογράφου κ. Γουλά στο Πρώτο Θέμα σχετικά με το θέμα του κτήματος Μαργαρίτα. Πολύ απλά η απάντηση είναι ότι όποτε κάποιος δημοσιογράφος, παλαιότερα το αγγλικό πρόγραμμα του 9.84 στη συνέχεια η ΝΕΤ και ο Αντένα, η Καθημερινή, η Capital ή άλλα έντυπα με ρωτούσαν την επιστημονική μου άποψη πάντα (εκτός αν το ερώτημα αφορούσε υποθέσεις που χειριζόμουν) τους απαντούσα με τα εργαλεία της επιστήμης μου και μόνον. Δεν γνωρίζω τον κ. Γουλά προσωπικά. Ομως μου απευθύνθηκε με αξιοπρέπεια και του ανάντησα μετά από λίγη μελέτη. Οσοι διερωτώνται το γιατί λοιπόν ας κατανοήσουν ότι σιγά σιγά μεγάλωσα. Και δυστυχώς όταν μεγαλώνεις σε μαθαίνουν και σε κρίνουν. Πλησιάζω τα 50. Αν και γυναίκα στη δουλειά μου είμαι γνωστή για κάποιους ανθρώπους. Υποθέτω ότι αρκετοί με σέβονται. Τι άλλο πιά στην ηλικία μου...

Επειδή όμως σήμερα δέχθηκα και κάποια κριτική όσον αφορά την πολιτική διάσταση του συγκεκριμένου ερωτήματος που μου τέθηκε από το Πρώτο Θέμα, παρότι δεν θεωρώ ότι η κ. Μαργαρίτα Παπανδρέου είναι πολιτικό πρόσωπο όπως δεν ήταν στρατηγός η μητέρα του Ντε Γκώλ ή πρωθυπουργός η μητέρα του Τσώρτσιλ ή οι διάφορες σύζυγοι κοκ, οφείλω να επισημάνω τα εξής:

Προφανώς δεν διατηρώ προνομιακές σχέσεις με καμία απολύτως πολιτική οικογένεια της χώρας. Εχει τύχει να γνωρίσω προσωπικά πολλά πρόσωπα των πολιτικών οικογενειών της χώρας και να εργασθώ γι'αυτά ή σε σχέση με αυτά. Ομως και τούτο είναι γνωστό στους πάντες δεν διατηρώ ούτε προνομιακές ούτε επαγγελματικές σχέσεις εύνοιας. Προσωπικά έκανα και κάνω πάντα τη δουλειά του δικηγόρου σύμφωνα με τον Κώδικα Περί Δικηγόρων και πλέον πρόσφατα σύμφωνα με τη Δεδοντολογία του ΣΔΕΕ όπου υπάγεται η δικηγορική μας εταιρία.

Στο παρελθόν έχω συμβουλεύσει αρκετά μέλη της οικογένειας Παπανδέου αφιλοκερδώς για ζητήματα περιβάλλοντος όπως πρόσφατα για το θέμα των παράνομων διαφημιστικών πινακίδων όπου συνεργάσθηκα για μήνες χωρίς καμία αμοιβή με τη σύμβουλό του Πρωθυπουργού ΓΑΠ κ. Ελίνα Δάλλα. Στο παρελθόν εξάλλου συνέδραμα αφιλοκερδώς άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας που είχε ιδιοκτησία στην Πάτμο θιγόμενη από γειτονική ταβέρνα αρχικά γνωμοδοτώντας και στη συνέχεια μεταβαίνοντας στην Πάτμο για ασφαλιστικά τα οποία όμως δεν έλαβαν χώρα λόγω της τότε άφιξης του Πατριάρχη για την προετοιμασία των γνωστών εορτών που έγιναν όσο ζούσε ακόμη ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν Υπουργός Εξωτερικών. Ο ίδιος μάλιστα μου ζήτησε να μην προχωρήσουμε στα ασφαλιστικά στην τότε συγκυρία στο σπίτι του Αγά Χάν όπου διέμενα μαζί με την Ελισσάβετ Παπαζώη τότε Υπουργό και μια σειρά άλλων παραγόντων που ασχολούνται με τα ζητήματα της Πάτμου. Κατά συνέπεια ο νομικός μου νους έχει τύχει να χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από την ίδια οικογένεια η οποία  γνωρίζει ότι όταν όλοι οι συνάδελφοι και ιδίως ο Αντώνης Βγόντας τότε έλεγαν να μην ασχολούμαι με το ακίνητο που αναφέρει η 17 Νοέμβρη σε προκήρυξη γιατί κινδυνεύω, εγώ αγνόησα τις προειδοποιήσεις και έκανα τη δουλειά μου. Σύμφωνα με τις συμβουλές του αείμνηστου Τρύφωνα Κουταλίδη μάλιστα χωρίς αμοιβή, αν και με τον δέοντα επαγγελματισμό.

Συνεπώς θεωρώ τα σχόλια που άκουσα για το δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος άστοχα. Τόσο διότι το να έχει κανείς επιστημονική γνώμη είναι ζητούμενο για κάθε άνθρωπο που χαλάει τα μάτια του διαβάζοντας, όσο και γιατί είναι υποχρέωση απέναντι στον τύπο και όσους τον υπηρετούν να διαφωτίζει με τα κολυβογράμματα που ξέρει όποιον έχει ανάλογο ενδιαφέρον.
Επίσης θεωρώ άστοχο τον προβληματισμό σε σχέση με τις πολιτικές οικογένειες και τα θέματα που κατά καιρούς τις απασχολούν. Ολες οι οικογένειες έχουν τα προβλήματά τους. Οπως κάθε δικηγόρος υποχρεούμαι να συμβουλεύω και να δίνω τη γνώμη μου όταν με ρωτούν χωρίς να με απασχολεί η πολιτική ταυτότητα του ερωτούντος ή το χρώμα ή η καταγωγή του. Το γεγονός ότι δεν φοβάμαι να έχω γνώμη είναι νομίζω γονιδιακό. Ισως τελικά να πάω από αυτό του κουσούρι.
Τέλος όσον αφορά τον τύπο οφείλω να δηλώσω ότι τιμώ την ελευθερία της γνώμης και την ελευθεροτυπία σε βάθος. Αυτός ήταν ο λόγος που έδωσα μάχη για το "βασικό μέτοχο" και για μια σειρά άλλα ζητήματα τα οποία όμως δεν θα αναπτύξω καθώς υπάγονται στη σφαίρα της επαγγελματικής μου δράσης. Πιστεύω στο λόγο και τη γραφή άρα και στην ελευθεροτυπία. Δεν υπάρχει ως εκ τούτου καμία περίπτωση να αρνηθώ διάλογο με δημοσιογράφο ή να μην βοηθήσω την διαφώτιση του κοινού. 
Ευτυχώς για μένα δεν με ρωτούν πολύ πολύ συχνά. Ετσι αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω γεράσει όσο φοβάμαι. Μια και καθώς σας ανέφερα ο λόγος για τον οποίο με ρωτούν πλέον όλο και πιό πολύ, αν και γυναίκα το τονίζω (μιας και ο λόγος για τις φεμινίστριες όπως η κ. Παπανδρέου) είναι ότι μεγαλώνω και κοντεύω το μισό αιώνα ζωής. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε οφείλω να είμαι ανοιχτόμυαλη και ελεύθερη κατά το δυνατό: γιατί η παιδική ηλικία όπως και η μέση ηλικία επιβάλουν ελευθερία στην πρώτη περίπτωση λόγω έλλειψης πείρας και παιδικότητας στη δεύτερη γιατί πλησιάζεις προς το τέλος και δεν έχεις και πολλά να χάσεις.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλευ: Law, Jude Law

Image.ashx (1)Ταινία του 1999 έγινε επίκαιρη στη ζωή μου για λόγους προσωπικούς τις μέρες αυτές. Μου θύμισε πόσο ο υπέροχος Jude Law φέρει επώνυμο νομικό και για το λόγο αυτό έχει μια θέση στα Νομικά Νέα τα οποία κατά τα λοιπά δεν ασχολούνται και δεν θέλουν να εμπλέκονται σε προσωπικές υποθέσεις. Δεν εύχομαι σε κανέναν να ζήσει ανάλογο βιώμα.

Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αναφερόμαστε την παλαιότερη εκδοχή με τον Αλαιν Ντελόν που δεν έχει σχέση με τα νομικά ως όνομα όπως ο Jude. Eνα βιβλίο έγινε δύο ταινίες μέχρι σήμερα και αυτές τις μέρες για κάποιους μια απίστευτη πραγματικότητα.

Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ (The Talented Mr. Ripley) είναι αμερικανικό ψυχολογικό θρίλερ, παραγωγής 1999. Πρωταγωνιστούν οι Ματ Ντέιμον, Γκουίνεθ Πάλτροου, Τζουντ Λο, Κέιτ Μπλάνσετ και Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Τη σκηνοθεσία και το σενάριο ανέλαβε ο Άντονι Μινγκέλα και είναι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, το οποίο είχε μεταφερθεί ξανά στη μεγάλη οθόνη το 1960 με τον τίτλο Γυμνοί στον Ήλιο (Plein Soleil) με τον Αλέν Ντελόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τομ Ρίπλεϊ.
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 στη Νέα Υόρκη, ο εκατομμυριούχος εφοπλιστής Χέρμπερτ Γκρίνλιφ, ζητά από τον νεαρό Τομ Ρίπλεϊ να ταξιδέψει μέχρι την Ιταλία για να πείσει το γιο του, Ντίκι, να επιστρέψει στην Αμερική. Ο κύριος Ρίπλεϊ, που έχει προσποιηθεί ότι γνωρίζει τον Ντίκι, πηγαίνει στην Ιταλία για να τον βρει και γοητεύεται από τον πλούσιο και ανέμελο τρόπο ζωής του. Ο Ντίκι και η αρραβωνιαστικιά του, Μαρτζ, θα τον ξεναγήσουν στα μικρά χωριά της Νότιας Ιταλίας και ο Ρίπλεϊ θα νιώσει έντονη έλξη προς το πρόσωπο του Ντίκι, ο οποίος γίνεται το τέλειο πρότυπο προς μίμηση. Ο αρχικά φιλικός Ρίπλεϊ θα αποδειχθεί απρόβλεπτος και σατανικός και θα προσπαθήσει να κλέψει τη ζωή του Ντίκι.

Οι εκδόσεις ΑΓΡΑ εκδίδουν την πενταλογία. Από την ιστοσελίδα της αντιγράφουμε:

Ολοκληρώνεται από τις Εκδόσεις Άγρα η "Πενταλογία του Ρίπλεϋ", η περίφημη σειρά της Πατρίσια Χάισμιθ, με την έκδοση σε νέα μετάφραση, του Ανδρέα Αποστολίδη του πρώτου βιβλίου της σειράς, όπου πρωτοεμφανίζεται νεότατος ο ιδιόμορφος ήρωας.

"H Δεσποινίς Χάισμιθ... είναι μια συγγραφέας που έχει δημιουργήσει έναν δικό της κόσμο - έναν κόσμο κλειστοφοβικό και ανορθολογικό στον οποίο εισερχόμαστε κάθε φορά με μια αίσθηση προσωπικού κινδύνου."
(Graham Greene)

"Ο Ρίπλεϋ, αήθης, ηδονιστικός και γοητευτικός, είναι μια ευφυώς πρωτότυπη δημιουργία. [...] Είναι δύσκολο να φανταστείς κάποιον που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη λογοτεχνία και δεν έχει διαβάσει τις ιστορίες του Ρίπλεϋ."
(Daily Telegraph)

"Χάρη στην υπνωτική της τέχνη, η Χάισμιθ αναβιβάζει τις ιστορίες μυστηρίου σε πολύ υψηλή θέση στην ιεραρχία της λογοτεχνίας. "
(Times)

"Σχολαστική πλοκή, περίτεχνο ύφος και ζωντάνια χάρη σε ένα ψυχρό πνεύμα. Πολύ μπροστά από μια συμβατική ιστορία μυστηρίου: ένα κομψό μικρό κλασικό βιβλίο του είδους του."
(Evening Standard)....................................

Τα Νομικά Νέα θεωρούν ότι όταν η λογοτεχνία συναντά τη ζωή κάτι δεν πάει καλά. Τούτο ιδίως όταν τη ζωή ή τις ζωές του Ταλαντούχου Ρίπλει μοιράζονται αρκετοί άνθρωποι και από τις δύο πλευρές κάτι που αναιρεί την αυθεντικότητα της παθολογίας του ήρωα. Παθολογία με συμμετόχους δεν νοείται.

Αλλά για το σαββατοκύριακο (που ευχόμαστε σε όλους να είναι χαρούμενο) κρατάμε τον Jude Law  τον ωραίο LAW  που κάνει το νόμο να λάμπει. Γιατί θα λάμψει αργά ή γρήγορα και ο νόμος και όσοι πιστεύουν στη λογοτεχνία και τα τερτίπια της, πρέπει να πάνε να ξεκουρασθούν σε κάποιο ευρωπαϊκό σανατόριο για καιρό.


Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

To Χαράτσι και η νομολογία

Η πρώτη απόφαση
   
Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το λεγόμενο «χαράτσι» της ΔΕΗ, έκρινε, κατά πλειοψηφία, με απόφασή της (1972/2012) η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Με την ίδια απόφαση η Ολομέλεια του ΣτΕ ακυρώνει τη σχετική απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών 1211/2011 κατά το μέρος που προβλέπει ότι θα διακόπτεται η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε όποιον δεν καταβάλλει το Εκτατο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ). Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η διακοπή αυτή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα.

Πιο συγκεκριμένα, στην πολυσέλιδη απόφασή της (67 σελίδες) η Ολομέλεια του ΣτΕ κρίνει ότι το ειδικό τέλος αποτελεί φόρο προσωρινού χαρακτήρα (διετή) που στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, όπως εμβαδόν, τιμή ζώνης κ.λπ.

Σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας των μελών της Ολομέλειας του ΣτΕ, το επίμαχο τέλος δεν παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις (που προστατεύουν την ιδιοκτησία, την αναλογικότητα, την ισότητα, την κατανομή φορολογικών βαρών κ.λπ.) ούτε την ΕΣΔΑ, αποτελώντας συνταγματικά ανεκτό περιορισμό της περιουσίας υπό τις δεδομένες συνθήκες.

Και αυτό επειδή - σύμφωνα με την απόφαση - το μέτρο ελήφθη για την αντιμετώπιση επείγουσας ανάγκης σοβαρού δημόσιου συμφέροντος και προκειμένου να καλυφθεί άμεσα πρόσθετο δημοσιονομικό έλλειμμα σε περιβάλλον οικονομικής ύφεσης, ενώ ταυτόχρονα έχει προσωρινό μόνο χαρακτήρα και δεν μπορεί να καταστήσει δημευτικό.

Ακόμη, η πλειοψηφία δέχθηκε ότι ναι μεν το επίδικο τέλος προστιθέμενο σε άλλα φορολογικά μέτρα συνεπάγεται αυξημένη επιβάρυνση των πολιτών, όμως το γεγονός αυτό δεν το καθιστά μη ανεκτό περιορισμό της περιουσίας ενόψει των σοβαρών και επειγόντων δημοσιονομικών λόγων για τους οποίους επιβλήθηκε.

Αντίθετα, η μειοψηφία υποστήριξε ότι το μέτρο είναι αντίθετο σε συνταγματικές διατάξεις και στην ΕΣΔΑ και δεν λαμβάνει υπόψη του τη φοροδοτική ικανότητα του κάθε πολίτη.

Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, αντισυνταγματική είναι η δυνατότητα διακοπής ρεύματος που προβλέπεται και στο άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 για όποιον δεν καταβάλλει το τέλος.

Το ΣτΕ κρίνει ότι αποτελεί συνταγματικώς ανεπίτρεπτη επέμβαση στη συμβατική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος και προσβολή του δικαιώματος του πρώτου για ελεύθερη απόλαυση των απορρεόντων από τη σχετική σύμβαση προμήθειας δικαιωμάτων του.

Ακόμη, η Ολομέλεια του ΣτΕ δέχθηκε ότι με την κύρωση της διακοπής του ρεύματος σε φορολογούμενο, επειδή δεν είναι συνεπής με φορολογικές υποχρεώσεις άσχετες προς τις απορρέουσες από τη σύμβαση παροχής ρεύματος υποχρεώσεις του, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, διότι πρόκειται περί μέτρου το οποίο οδηγεί σε αναίρεση της καθολικότητας της παροχής υπηρεσιών κοινωφελούς δικτύου και εξυπηρετήσεως για λόγο ο οποίος δεν είναι συναφής με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

Η δεύτερη απόφαση
Παράνομη έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο την είσπραξη του τέλους ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Το δικαστήριο έκανε δεκτή συλλογική αγωγή που κατέθεσαν οργανώσεις και ομοσπονδίες καταναλωτών κατά του μέτρου της είσπραξης του τέλους ακινήτων μέσω της ΔΕΗ. Η απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο είναι άμεσα εκτελεστή, γεγονός που σημαίνει ότι η ΔΕΗ πρέπει να σταματήσει να εισπράττει το χαράτσι.

Σύμφωνα με τους δικηγόρους των οργανώσεων, η απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο είναι προσωρινά εκτελεστή, γεγονός που σημαίνει ότι η ΔΕΗ πρέπει να σταματήσει να εισπράττει το τέλος, ακόμη και αν ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, μέχρι να κριθεί εκ νέου το θέμα από τη Δικαιοσύνη.
__________________________________________

Το πρώτο συμπέρασμα

οι δικαστές ξαναβρίσκουν τη φωνή τους (με τη βοήθεια των μισθολογικών και της κρίσης!)

το δεύτερο συμπέρασμα

οι πολίτες ξυπνούν και πολεμούν (αφήνοντας τα καγιέν στη μπάντα)

Το τρίτο συμπέρασμα

ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς (αλλά υπάρχει ελπίδα)

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Καλό μήνα σε όλους!

Η ζωή συνεχίζεται λοιπόν. Τα Νομικά Νέα έχουν περιπέσει σε φάση ενδοσκόπισης αλλά "μόνον λίγο καιρό ξαποσταίνουν...".
Ο Δεκέμβρης προβλέπεται ενδιαφέρων και κρίσιμος για την υπογράφουσα. Και τα Νομικά Νέα ελπίζουν να μην γίνουν ειδήσεις καθ'εαυτά. Δεν τους αξίζει να συναγωνισθούν τούρκικα σήριαλ. Δεν τους αξίζει να αγγίξουν καυτές πατάτες που δεν τους αφορούν. Εμένα μου έτυχε να πρέπει να αντιμετωπίσω πολλά σοβαρά νομικά νέα .... που δεν με αφορούσαν αλλά υφίσταμαι τις συνέπειες. 
Ομως όσοι είναι οι πρωταγωνιστές αυτών των νέων, των νέων που άπτονται του νομικού κόσμου αλλά και του μικρού κόσμου των οικογενειών νομικών ... θα πρέπει να ξέρουν ότι το ψέμμα και η συγκάληψη δεν αφορούν πιά αυτό τον τόπο. Η αλήθεια είναι ακόμη δυνατή. Η αλήθεια και οι αξίες διατηρούνται και παραμένουν στη θέση τους έστω και αν οι φυλακές γεμίσουν διάφορους σπουδαίους ανέντιμους. 
Η υπογράφουσα παραμένει οπαδός του Λόγου του γραπτού και του ορθού. Οι παραλογισμοί, η τρέλλα και το μεγαλείο της δεν την αγγίζουν. Οπως δεν την αγγίζουν κακουργηματικές πράξεις και άλλα δεινά που χορεύουν γύρω της.
Πίστευα και έλεγα πάντα ότι αξιοπρέπεια σημαίνει να μπορείς να λες όχι κατά συνέπεια να μπορείς να υποστείς το κόστος του όχι σου για κάποιο καιρό και να το πληρώσεις.
Πίστευα και έλεγα πάντα ότι ελευθερία σημαίνει να μπορείς να πληρώσεις το κόστος των επιλογών σου.
Σήμερα που δεν ελπίζω τίποτε είμαι απόλυτα ελεύθερη. Και δεν φοβάμαι τίποτε παρεκτός από το βλέμμα του παιδιού μου και της μάνας μου. Οποιος αντέχει να αντιταχθεί σε έναν ελεύθερο άνθρωπο που δεν φοβάται τίποτε λοιπόν ας κοπιάσει!
Σήμερα που η υπογράφουσα δοκιμάζεται από σειρά τραγικών γεγονότων άκρως απτόμενων των νομικών ειδήσεων και νέων, διαπιστώνει την έξαλλη δύναμή της απέναντι σε οποιονδήποτε θέλει να την κάμψει. Και ΕΔΩ δηλώνω ότι και άλλες επιθέσεις είναι καλοδεχούμενες. 
ΕΔΩ δηλώνω ότι ο Μανώλης και η μαμά του, μια απλή δικηγόρος Αθηνών, περιμένουν να τους χτυπήσουν και άλλο. Η αντοχή μας είναι απέραντη όσο και η ελευθερία μας. 
ΕΔΩ δηλώνω ότι δεν θα υποκύψω σε τίποτε και σε κανέναν.
Ας με συμπαθάνε οι αναγνώστες που τους κουράζω με προσωπικά θέματα. Είναι πάντως νομικά τα νέα μου. Και οι πρωταγωνιστές τους όλοι νομικοί και πολύ σπουδαίοι μάλιστα. Νομικά τα Νέα μου λοιπόν.
Τα όπλα μου μόνον η αλήθεια και η γραφή. Τάχω καταφέρει για τόσους και τόσους πελάτες. Αυτή τη φορά για το γιό μου και μένα, για τους συνεργάτες μου και τους ανθρώπους που περιμένουν να ζήσουν από τη δουλειά μου με αξιοπρέπεια. Για το σκύλο μου που με κοιτά στα μάτια. Για τη μάνα μου που έδωσε τα πάντα. Και για σας. Για σας που θέλετε και ελπίζετε κάποιοι να μην φοβούνται.
Και φυσικά το μικρό πόρταλ που ονειρευόμουν, ένα ποίημα στην ελευθερία του λόγου θα γίνει. Με καθυστέρηση. Με οδύνη. Αλλά και τι γεννιέται χωρίς οδύνες? 
Καλό μήνα λοιπόν! 

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

Πολλά έχουν αλλάξει μέσα σε αυτή την εβδομάδα στη ζωή μου και πολλών ακόμη ανθρώπων.
Πολλά και τραγικά. Οφείλω να ομολογήσω ότι γονάτισα μέσα σε ένα βουνό από ψέμματα και κακουργήματα.  Και ναι η είδηση είναι προσωπική αλλά ξεκίνησε με αφορμή αυτό το μικρό μπλογκ για το οποίο ακόμη δεν ξέρω τίποτε όπως και για τους αναγνώστες του. Τα Νομικά Νέα υπάρχουν και παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνεχίζουν. Γίναμε είδηση από μόνοι μας. Προς το παρόν αποτελούμε αντικείμενο έρευνας.
Ομως: δεν έχω τίποτε να κρύψω. Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ. Η ιστορία της ζωής μου έχει δείξει ότι ότι και να μου κάνουν επιβιώνω και συνεχίζω. Προς το παρόν πολεμώ και είναι κυριακή. Θα επανέλθω.
Ας με συγχωρήσουν όσοι θεωρούν ότι βιάστηκα. 
Ελένη Τροβά

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Ποιός Δικάζει?





Του Δημήτρη Δελεβέγκου

«Ποιος είναι ο δικαστής που θα ασχοληθεί με την υπόθεσή μου; Είναι...καλός;» Ας το πούμε χωρίς περιστροφές. Η δικαιοσύνη (ήταν από τη γέννηση του ελληνικού κράτους) είναι (και θα είναι) ο μεγάλος ασθενής. Και το παραπάνω ερώτημα που όλοι έχουμε θέσει το αποδεικνύει περίτρανα. Δεν πρόκειται για ένα λαϊκίστικο συμπέρασμα αλλά για την ελληνική πραγματικότητα.

Ο κυκεώνας αντικρουόμενων νόμων, οι οποίοι, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, είναι συνταγματικά αίολοι -αν και αυτό συνήθως διερευνάται μόνον εάν θίγονται τα συμφέροντα μίας ορισμένης «φατρίας» ή εξυπηρετούνται αυτά κάποιας άλλης, αντίπαλης-καθιστούν ρυθμιστή της νομιμότητας το «ποιόν», το ηθικό ανάστημα του δικαστή. Και όχι το σύνταγμα ή τη νομική κατάρτιση του λειτουργού της θέμιδας.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι μηχανικοί, εξαιτίας των πρόσφατα ψηφισθέντων ρυθμίσεων που απειλούν τον κλάδο τους, με ανακοίνωσή τους (8/11) διεμήνυαν ότι θα «αποκαλύψουν» τα όσα αντισυνταγματικά περιλαμβάνει το «άρθρο Μόνο» του πολυνομοσχεδίου. Γιατί δεν προχώρησαν σε αποκαλύψεις όταν το πολυνομοσχέδιο βρισκόταν στο στάδιο της επεξεργασίας; Η απάντηση είναι μάλλον ανύπαρκτη.

Όπως ανύπαρκτες είναι οι εξηγήσεις στο γιατί οι «Οικογένειες» χαίρουν ευνοϊκής μεταχείρισης απέναντι στο νόμο. ʽΗ γιατί, όπως έχει αποδείξει το ρεπορτάζ σε άπειρες περιπτώσεις, για μέλη «Τους» οι αποφάσεις των οργάνων της «τυφλής» Δικαιοσύνης παραμένουν ερμητικά κλειστές σε κάποιο συρτάρι;

Ιδού λοιπόν, γιατί ενδιαφέρει το υποκειμενικό στοιχείο (το «ποιόν» του δικαστή) και όχι ο αντικειμενικός παράγοντας (τι προβλέπει ο νόμος ή μήπως οι...αντιφατικοί νόμοι;).Υπάρχει σωτηρία; Ενδεχομένως μόνον όταν εκλίψουν οι πολιτικοί που δημιουργούν νόμους a la carte ή "κόβουν και ράβουν" τους νόμους, σύμφωνα με το πώς θα πρέπει να κατανεμηθεί η "πίτα"...

Follow@ddelevegos

και το κείμενο αυτό είναι απο τα Νομικά Νέα 

Θετικό δίκαιο και υπερθετικές αξίες Οι απαρχές της αντιπαράθεσης στην κλασσική Αθήνα και η σημερινή κατάληξη




Μιχαήλ Σταθόπουλου,
Ακαδημαϊκού, Ομότιμου Καθηγητή 
 

Ι. Εισαγωγή
Νομικοί και φιλόσοφοι προβληματίζονται, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με άδικους νόμους, και διερωτώνται αν υπάρχουν όρια στη νομοθετική εξουσία της Πολιτείας. Πρέπει να γίνουν δεκτές αρχές υπερκείμενες του θεσπισμένου δικαίου, του λεγόμενου θετικού δικαίου, αρχές που δεσμεύουν τον νομοθέτη; Υπάρχουν κανόνες πριν και πάνω από το θετικό δίκαιο που υπερισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσης μαζί του; Όχι, απαντά ο νομικός θετικισμός, ναι ο νομικός ιδεαλισμός και γενικότερα ο αντιθετικισμός


Η διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών τρόπων σύλληψης και κατανόησης του δικαίου συνεχίζεται αιώνες τώρα και εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα. Οι θετικιστές αρνούνται κάθε άλλη πηγή κανόνων δικαίου πέρα από τη νομοθετική εξουσία της Πολιτείας ή από άλλες εξουσίες που διαμορφώνονται στην κοινωνία, παράγοντας π.χ. εθιμικό δίκαιο. Ο δικαστής δεν μπορεί να αρνηθεί την εφαρμογή ενός νόμου, επικαλούμενος αντίθεση του νόμου αυτού προς υπερκείμενες αρχές. Για την αξία και την ποιότητα του θετικού δικαίου θα κρίνει όχι ο δικαστής, αλλά η ιστορία. 
            Αντίθετα, ο νομικός αντιθετικισμός θεωρεί ότι τα βαθύτερα θεμέλια του δικαίου βρίσκονται επέκεινα της κρατικής εξουσίας, ότι προϋφίστανται αυτής σε ένα επίπεδο ανώτερο του νομοθέτη. Οι υπερκείμενοι του θετικού δικαίου κανόνες περιέχουν αρχές ισχύουσες a priori ως αξιώματα, γιατί πρόκειται για πανανθρώπινες ιδέες και αξίες, που δεν εξαρτούν την ισχύ τους από την οποιαδήποτε θέσπισή τους από κρατική ή άλλη κοινωνική εξουσία. Σ’ αυτές τις αρχές, που ανήκουν στο λεγόμενο φυσικό δίκαιο (κατ’ αντιδιαστολή προς το θετικό), αναφερόταν ο Σοφοκλής, όταν μιλούσε, στην πασίγνωστη περικοπή της Αντιγόνης, για τα «άγραπτα κσφαλή θεών νόμιμα», τα οποία, προσθέτει ο ποιητής, «αείποτε ζη κουδείς οίδεν εξ ότου ’φάνη». Στη νεότερη εποχή και ιδίως σήμερα γίνεται από τους αντιθετικιστές λιγότερο λόγος για φυσικό δίκαιο και περισσότερο για αρχές της δικαιοσύνης που πάντως δεσμεύουν τον νομοθέτη.

ΙΙ. Ο θετικισμός των σοφιστών

            1. Οι απαρχές της διαμάχης νομικού ιδεαλισμού και νομικού θετικισμού στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος ανάγονται στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν οι σοφιστές, που έρχονταν από άλλες πόλεις και δίδασκαν στην Αθήνα, με την ανατρεπτική για τις ως τότε αντιλήψεις διδασκαλία τους τάραξαν τα νερά, ξεκινώντας μια καινούργια πνευματική κίνηση, η οποία προκάλεσε τον ισχυρό αντίλογο του Σωκράτη και στη συνέχεια του Πλάτωνα.
            2. Όταν γίνεται λόγος για τη διδασκαλία των σοφιστών, συχνά σκέφτεται κανείς την αρνητική της πλευρά, π.χ. τα σοφίσματα με τη γνωστή μειωτική έννοια. Τούτο όμως, δεν πρέπει να μας εμποδίζει να βλέπουμε ορισμένα καίρια χαρακτηριστικά του σοφιστικού πνεύματος, τα οποία δικαιολογούν μια διαφορετική αξιολόγηση της διδασκαλίας τους. Έτσι:
            α) Πρώτον, οι σοφιστές ήταν εκείνοι που έστρεψαν την προσοχή τους (πριν από τον Σωκράτη) στον άνθρωπο και στα προβλήματά του ως μέλους της κοινωνίας. Ως τότε τους μεγάλους Ίωνες φιλοσόφους τους απασχολούσε κυρίως η κατανόηση του κόσμου, η αναζήτηση της πρωταρχικής ουσίας του, ενώ τους σοφιστές τους ενδιέφερε ο άνθρωπος. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», είπε ο πρώτος των σοφιστών Πρωταγόρας. Άνοιξε έτσι ο δρόμος που οδηγούσε από την κοσμολογία και τον μακρόκοσμο του σύμπαντος στον άνθρωπο και τη σχέση του με την ηθική, την πολιτική, την αλήθεια και το δίκαιο.
            β) Δεύτερο βασικό γνώρισμα των σοφιστών, που -αυτό κυρίως- είχε καίρια επίπτωση στο Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη, είναι η κριτική και η αμφισβήτησή τους για τα πάντα. Οι σοφιστές αμφισβήτησαν ιδίως μεταφυσικές και υπερβατικές παραδοχές, που ως τότε θεωρούνταν αυτονόητες. Και ακόμη: Η πλήρης αμφισβήτηση οδηγούσε στον σχετικισμό. Στη διδασκαλία των μεγάλων σοφιστών οφείλεται η ανάπτυξη μιας πρώτης μορφής διαλεκτικής μεθόδου. Ο Πρωταγόρας υποστήριζε ότι για κάθε επιχείρημα υπάρχει αντίθετο επιχείρημα.
            Με την αντιπαράθεση επιχειρημάτων έχει σχέση η πρωταγόρεια προτροπή «τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν», δηλαδή να καθιστούμε το ασθενέστερο επιχείρημα ισχυρότερο. Η έκφραση αυτή, που συχνά παρεξηγείται, υποδηλώνει τη σχετικότητα των προβαλλόμενων επιχειρημάτων και τη συνεχή δυνατότητα βελτίωσης και εκλέπτυνσής τους ή ανεύρευσης καλλίτερου επιχειρήματος, έτσι ώστε με την παρουσίαση του ενός αλλά και του άλλου λόγου να αναπτύσσεται η κριτική σκέψη και να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να επιλέξει τελικά τον πιο πειστικό λόγο. Οι σοφιστές ανέπτυξαν κατ’ εξοχήν την τέχνη της πειθούς, τη ρητορική τέχνη. Με τη σημερινή ορολογία θα λέγαμε, τη δικηγορική τέχνη. Έτσι μπορεί να αντιληφθεί κανείς και σήμερα την (επίσης παρεξηγημένη και όμως ουσιώδη) συμβολή των δικηγόρων στην απονομή της δικαιοσύνης. Κάθε πλευρά υποστηρίζει τις δικές της απόψεις, αντίθετες προς εκείνες της άλλης πλευράς, και μ’ αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές διευρύνουν τον ορίζοντα του δικαστή προς τα άκρα και τον διευκολύνουν να επιλέξει, μέσα στα έτσι διευρυμένα όρια της σκέψης του, την ορθή κατά την κρίση του λύση. Ο δικηγόρος, ως λειτουργός της δικαιοσύνης, πρέπει να νοείται πάντοτε με παρόντα και αντεπιχειρηματολογούντα τον αντίδικο δικηγόρο, όπως και στους σοφιστές ο κάθε λόγος συσχετίζεται με έναν αντίλογο.
            3. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά της διδασκαλίας των σοφιστών οδηγούν ευθέως στον νομικό θετικισμό. Τον δρόμο προετοίμασε η προαναφερθείσα πρωταγόρεια αρχή «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν». Τούτο σημαίνει ότι οι νόμοι και τα ήθη που ρυθμίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις πρέπει να έχουν προέλευση από τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι από δεδομένες μεταφυσικές θέσεις. Σημαίνει όμως ακόμη ότι η λύση για τα κοινωνικά ζητήματα αφήνεται στην υποκειμενική κρίση του ανθρώπου. Η πίστη σε αντικειμενικές αλήθειες παραχωρεί τη θέση της στον υποκειμενισμό. Οι σοφιστές δεν δέχονται μία μόνο εκδοχή του αγαθού, μία μόνο εκδοχή του δικαίου. Ποια εκδοχή τελικά θα ισχύσει, θα το πει ο νομοθέτης. Έτσι ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι αυτά τα οποία θεσπίζει κάθε πόλη πιστεύοντάς τα ως νόμιμα, είτε είναι δίκαια είτε άδικα, αυτά είναι πράγματι γι’ αυτήν τα νόμιμα και σ’ αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ένας ιδιώτης σοφότερος από άλλον ιδιώτη ούτε μία πόλη σοφότερη από άλλη πόλη («ουδέν σοφώτερον ούτε ιδιώτην ιδιώτου ούτε πόλιν πόλεως»). Τα ίδια υποστηρίζουν ο Γοργίας και ο Αντιφών, κατά τους οποίους το δίκαιο δεν καθορίζεται από τη φύση ή από τους θεούς ή από κάποια αναγκαιότητα, αλλά είναι δημιούργημα των ανθρώπων, είναι συνθήκη μεταξύ τους (μια πρώτη διατύπωση θεωρίας κοινωνικού συμβολαίου).
            Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στη θετικιστική θέση του Θρασύμαχου, ο οποίος είχε πει: «Το δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος ξυμφέρον». Έχει υποστηριχθεί ότι με το συμφέρον του «κρείττονος» ο Θρασύμαχος εννοεί το δίκαιο του ισχυροτέρου. Πειστικά όμως, νομίζω, έχει αντικρουσθεί η ερμηνεία αυτή, μεταξύ άλλων και σ’ αυτήν την αίθουσα από τον Γεώργιο Μιχαηλίδη-Νουάρο, που υποστήριξε (όπως και πολλοί άλλοι αλλοδαποί σχολιαστές του Θρασύμαχου) ότι ο σοφιστής αυτός με το εν λόγω απόφθεγμα εκθέτει, κατά τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή του, τη ρεαλιστική κοινωνιολογική άποψη. (Ο Νίτσε έχει πει ότι οι σοφιστές δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ρεαλιστές). Συγχρόνως δε με τη φράση αυτή ο Θρασύμαχος εκφράζει την αρχή του κρατικού θετικισμού, ο οποίος, εννοεί ο Θρασύμαχος, απλώς εκδηλώνεται σύμφωνα με τις απόψεις και τα συμφέροντα της κρατούσας στην κοινωνία εξουσίας. Ο νομοθέτης είναι που αποφαίνεται για το δίκαιο, αυτός είναι που το δημιουργεί. Ο Θρασύμαχος προφανώς διαπιστώνει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαίως ότι την εγκρίνει.  
            4. Και όμως οι σοφιστές δεν αρνούνται την ύπαρξη αυτού που αργότερα αποκλήθηκε φυσικό δίκαιο. Δεν χρησιμοποιούν τον όρο φυσικό δίκαιο, αφού ως δίκαιο δέχονται μόνο το θετικό, αλλά μιλούν για «τα της φύσεως». Αυτά τα θεωρούν ευρισκόμενα εκτός δικαίου. Ο Αντιφών, αφού ορίζει τη δικαιοσύνη ως «τα της πόλεως νόμιμα», προσθέτει ότι υπάρχουν και «τα της φύσεως», ή «ξύμφυτα». Το κυριότερο παράδειγμα ξυμφύτων το δίνει σε ένα άλλο απόσπασμά του: «Φύσει πάντα πάντ<ες> μοίως πεφύκ<α>μεν και βάρβαροι και λλην<ες> εναι ....... οτε β<άρβα>ρος φώρισ<ται> μν ο<δείς> οτε λλην<·> ναπνέομέν τε γάρ ες τον έρ<α> παντες κατά το στόμ<α κ>αί κατ<ά> τάς ῥῑνας κ<αί σθίομε>ν χ<ερσίν παντες ...>». Έτσι, για πρώτη φορά διατυπώνεται τόσο απλά και εύγλωττα η μεγάλη αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι. Κάτι ανάλογο επαναλαμβάνει και ο σοφιστής και μαθητής του Γοργία Αλκιδάμας, ο οποίος διακήρυττε, κατά την μαρτυρία του Αριστοτέλη, ότι «ελευθέρους αφήκε πάντας θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν», κάτι που δεν το βρίσκουμε ούτε στον ίδιο τον Αριστοτέλη ούτε στον Πλάτωνα.
            Κριτική στους ισχύοντες νόμους με επίκληση της φύσης ασκούν και άλλοι σοφιστές. Ο Ιππίας έχει πει ότι «ο νόμος, τύραννος ν τν νθρώπων, πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται». Ο δε Θρασύμαχος που μίλησε για «το του κρείττονος συμφέρον», σε άλλο σωζόμενο απόσπασμα υποστήριξε ότι οι θεοί δεν προσέχουν τα ανθρώπινα, γιατί αλλιώς δεν θα παρέβλεπαν το μέγιστο αγαθό των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την οποία οι άνθρωποι δεν εφαρμόζουν (δείγμα ότι ο Θρασύμαχος πράγματι δεν ενέκρινε τη νομοθετική πραγματικότητα με το «του κρείττονος ξυμφέρον»).
            5. Ενόψει όλων αυτών (και ιδίως ενόψει της χειραφέτησης του σοφιστικού πνεύματος από το υπερβατικό και το άλογο) δεν είναι τυχαίο ότι η κίνηση των σοφιστών ονομάσθηκε διαφωτισμός (και μάλιστα ο πρώτος διαφωτισμός). Έτσι κι αλλιώς, γεγονός είναι ότι σ’ εκείνη τη μεγάλη πνευματική άνθηση του ταραγμένου και γεμάτου ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις δεύτερου μισού του 5ου π.Χ. αιώνα οι σοφιστές άνοιξαν νέους δρόμους και προκάλεσαν τη δημιουργία αντίθετου στοχασμού, ιδίως τη γέννηση του σωκρατικού και του πλατωνικού ιδεαλισμού.

ΙΙΙ. Η απάντηση του ιδεαλισμού - Ιδίως ο πλατωνισμός

             1. Πράγματι, η σοφιστική και μαζί της ο νομικός θετικισμός είχε μεγάλες αντιδράσεις σχεδόν από την αρχή της εμφάνισής της. Ο Σωκράτης ήταν που πρώτος έδωσε την απάντηση του ιδεαλισμού. Είχε πολλά κοινά με τους σοφιστές. Στράφηκε, όπως και εκείνοι, από τον κόσμο στον άνθρωπο (έφερε τη φιλοσοφία, όπως γράφει ο Κικέρων, από τον ουρανό στη γη) και χρησιμοποίησε κατά βάση την ίδια μέθοδο, της διαλεκτικής. Είχε όμως διαφορετικούς στόχους. Αντικρούοντας τον υποκειμενισμό και σχετικισμό των σοφιστών δίδασκε ότι ο άνθρωπος, ανατρέχοντας στη συνείδησή του, έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει σταθερές αντικειμενικές αλήθειες για το τι είναι αγαθό, τι είναι αρετή, τι είναι δίκαιο, τι άδικο· αναζητούσε καθολικό (γενικής ισχύος) ορισμό για τις ηθικές αρετές. Και όμως ο Σωκράτης έμεινε στην ιστορία, περισσότερο με την ύστατη πράξη της ζωής του. Ο φιλόσοφος που σ’ όλη του τη ζωή δίδασκε την αρετή και το αγαθό ως τελικό σκοπό πάνω από τους νόμους του ανθρώπου ήταν αυτός που μετά την άδικη καταδίκη του σε θάνατο, αρνούμενος προτάσεις φυγής και προτιμώντας να συμμορφωθεί με το δίκαιο της πόλης του και να πιει το κώνειο, έδωσε μάθημα νομικού θετικισμού, μάθημα υποταγής στους νόμους της πόλης και τις δικαστικές αποφάσεις της, όσο άδικες και αν είναι. Ίσως όμως ο Σωκράτης πήρε αυτή τη θέση, επειδή αδικούμενος ήταν ο ίδιος και όχι τρίτοι. Όπως έλεγε, προτιμούσε να αδικείται παρά να αδικεί («ει δ’ αναγκαίον είη αδικείν ή αδικείσθαι, ελοίμην αν μάλλον αδικείσθαι ή αδικείν»). Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει, ποια στάση θα τηρούσε ο φιλόσοφος που με ταπεινοφροσύνη εκήρυττε για τον εαυτό του το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», αν ήταν άλλος αυτός που καταδικαζόταν τόσο άδικα σε θάνατο. 
            2. Ο ιδεαλισμός όμως φθάνει στο αποκορύφωμά του με τον Πλάτωνα, ο οποίος, συνεχίζοντας τη σωκρατική κριτική στον σχετικισμό των σοφιστών, αναζητεί την αντικειμενική, υπερβατική αλήθεια και τη βρίσκει σε μια μεταφυσική πηγή, στις ιδέες που προϋπάρχουν κάθε αισθητής ύπαρξης, προϋπάρχουν κάθε νόμου και είναι αιώνιες και αμετάβλητες. Έτσι γεννήθηκε στην ιστορία του πνεύματος η «ιδέα» ως αξία, ως αρχή, ως οντότητα· έτσι γεννήθηκε ο ιδεαλισμός και μάλιστα σε μια απόλυτη έκφρασή του.
Για την κρίση τι είναι δίκαιο, τι άδικο ο Πλάτων προσφεύγει πάλι σε μια ιδέα, την ιδέα της δικαιοσύνης, την οποία θεωρεί ως αγαθό καθεαυτό που δεν αντλεί την αξία του από κάτι άλλο (δικαιοσύνη «αυτή δι’ αυτήν»). Σημειωτέον ότι στο τελευταίο έργο του, τους «Νόμους», ο Πλάτων φαίνεται να απολυτοποιεί ακόμη περισσότερο τη μεταφυσική του, ανατρέχοντας στη θεία βούληση, όταν αντιτάσσει στο πρωταγόρειο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» το δικό του αξίωμα «θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον».
3. Αργότερα ο Αριστοτέλης ανέλυσε ρεαλιστικότερα την έννοια της δικαιοσύνης, περιορίζοντας την απολυτότητα του δασκάλου του, ανέπτυξε, πρώτος με πληρότητα, τη διάκριση μεταξύ φυσικού δικαίου και θετικού «ιδίου» δικαίου, το έλεγε, και ανέδειξε την αρχή της επιείκειας, ως τρόπο αντιμετώπισης από τον δικαστή των άδικων νόμων. Αυτό που ο Πλάτων το έλυνε με τις δίκαιες αποφάσεις του σοφού νομοθέτη (νομοθέτες δε έπρεπε να είναι οι άριστοι των πολιτών), ο Αριστοτέλης το αντιμετώπιζε με την εκ μέρους του δικαστή χρήση της επιείκειας. Μεταξύ δικαίου και επιεικούς, «κρείτον το επιεικές» έλεγε.
            4. Επιστρέφω όμως στον 5ο π.Χ. αιώνα που γέννησε την αντιπαράθεση θετικισμού και ιδεαλισμού, για να πω συμπερασματικά ότι είναι γεγονός πως η αντιπαράθεση αυτή, όποια θέση και αν παίρνει κανείς, έφθασε σε πνευματικές κορυφές τότε στην Αθήνα και υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη για την παγκόσμια ιστορία του πνεύματος. Εύγλωττα όσα γράφει η Romilly στο έργο της «Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή», έστω υπερτονίζοντας κάπως την αντίθεση: «Έτσι», γράφει, «παρακολουθούμε το θαύμα, στην ίδια πόλη και τα ίδια χρόνια να γεννιούνται δύο αντίθετες μορφές σκέψης: στη μία τα πάντα υπάγονται στον άνθρωπο, στην άλλη τα πάντα είναι υπερβατικά· στη μία κυριαρχεί η πρακτική σκοπιμότητα, στην άλλη ο ιδεαλισμός». Για τους νομικούς τότε γεννήθηκε η φιλοσοφία του δικαίου, τότε ξεκινά το μεγάλο δίλημμα και η δυσκολία της επιλογής: Ναι ή όχι στη συμμόρφωση στο, οποιουδήποτε περιεχομένου, θετικό δίκαιο, ναι ή όχι στον θετικισμό;

IV. Ο θετικισμός στη σύγχρονη εποχή - Ιδίως η «καθαρή» θεωρία περί δικαίου και η αναλυτική φιλοσοφία του δικαίου

Δεν είναι πρόθεση αυτής της ομιλίας η παρακολούθηση της έκτοτε πορείας της αντιπαράθεσης αυτής και η έκθεση των ανά τους αιώνες ποικίλων σχετικών θεωριών. Ενδιαφέρον έχει να λεχθεί, ποια είναι η σημερινή εικόνα στο πρόβλημα. Με δυο λόγια μόνο θα πω ότι έως και τον 18ο μ.Χ. αιώνα αναπτύχθηκαν πολλές σχολές φυσικού δικαίου, μεταξύ των οποίων, βέβαια, δεν υπήρχε ομοφωνία ως προς τον προσδιορισμό της πηγής των υπερθετικών κανόνων. Η πηγή αυτή έχει υποστηριχθεί ότι είναι άλλοτε η θεϊκή βούληση άλλοτε αργότερα ο ορθός λόγος ή ο ηθικός κανόνας ή η φύση του ανθρώπου ή το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου στον κόσμο κλπ.
Από τον 19ο μ.Χ. αιώνα, παράλληλα με την αλματώδη ανάπτυξη των θετικών επιστημών ή και υπό την επήρεια της ανάπτυξης αυτής, επικράτησε γενικότερα θετικιστικό πνεύμα και στον χώρο του δικαίου.
            Από τις διάφορες θετικιστικές θεωρίες θα αναφερθώ ενδεικτικά, για να δειχθεί το πνεύμα του σύγχρονου θετικισμού, μόνο στην αγγλοσαξονικής προέλευσης αναλυτική θεωρία του δικαίου, κύριος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο Άγγλος Herbert Lionel A. Hart. Η θεωρία αυτή διαχωρίζει αυστηρά από την ηθική (και τη μεταφυσική) το δίκαιο, θεωρώντας το ηθικά ουδέτερο. Για το δίκαιο σημασία έχει η περιγραφή και αναλυτική επεξεργασία των κανόνων του χωρίς αξιολογικές κρίσεις. Ο Ηart θεωρεί ότι οι κρίσεις αυτές έχουν αναγκαστικά υποκειμενικό και συχνά ιδεολογικό χαρακτήρα και θέλει να προφυλάξει τη νομική επιστήμη από τον κίνδυνο να την αλώσουν προσωπικές απόψεις, ιδεολογίες, πολιτικές επιδιώξεις. Με την προσέγγιση αυτή ο αναλυτικός θετικισμός υπόσχεται διαύγεια και προφάνεια.
            Απομακρυνόμενος όμως ο Hart από προγενέστερους υποστηρικτές του αναλυτικού θετικισμού, που θεωρούν ότι το θετικό δίκαιο εκπηγάζει πάντοτε από κάποια νομοθετική εξουσία, και θέλοντας να θέσει όρια μπροστά στον κίνδυνο αυθαιρεσίας της εξουσίας αυτής, απαιτεί την ύπαρξη ενός «κανόνα αναγνώρισης», κατά τον οποίο πρέπει να γίνεται δεκτό στην πράξη ως κοινό αγαθό, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουμε πως πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις του νόμου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους.
Η διδασκαλία του Hart όμως έγινε αντικείμενο κριτικής και ευλόγως. Η ουδετερότητα της νομικής γλώσσας και η κάθαρσή της από αξιολογήσεις αποκόπτει τους κανόνες δικαίου από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό τους, που δεν μπορεί παρά να είναι αξιολογικά χρωματισμένος. Κυρίως όμως μένει άλυτο το σχετικό με την αποδοχή του κανόνα αναγνώρισης ερώτημα, πώς (και από ποιον) οριοθετείται η αποδοχή αυτή από την κοινωνία και πώς ελέγχεται η ύπαρξη τέτοιας αποδοχής και μάλιστα ανεπηρέαστης, παρά τις κρατούσες γνωστές επικοινωνιακές συνθήκες κατευθυνόμενης πληροφόρησης. Μήπως αρκεί αποδοχή και αναγνώριση κατά τις επικρατούσες στην κοινωνία απόψεις; Και πώς προστατεύονται τότε οι μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των ατόμων; Ο αναλυτικός θετικισμός δυσκολεύεται να λύσει, με συνέπεια προς τις βασικές θέσεις του, το πρόβλημα της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.

V. Η αναγέννηση του ιδεαλισμού/αντιθετικισμού

Ιδίως μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο όμως σημειώθηκε διεθνώς στροφή προς τον αντιθετικισμό, μάλιστα και υπό την επήρεια της τραυματικής εμπειρίας από τα εγκλήματα του ναζισμού, μια ιδεαλιστική στροφή που χαρακτηρίσθηκε ως «αναγέννηση του φυσικού δικαίου», τώρα όμως σε ηπιότερη μορφή, με αναφορά σε υπερθετικές αρχές περισσότερο παρά σε σύστημα κανόνων φυσικού δικαίου, αρχές πάντως που δεσμεύουν τον νομοθέτη. Ο κανόνας του θετικού δικαίου που βρίσκεται σε αντίθεση με τις αρχές αυτές χάνει την ισχύ του. Τα δικαστήρια πρέπει να αρνηθούν να τον εφαρμόσουν. Ο Γερμανός φιλόσοφος του δικαίου Gustav Radbruch, έγραφε το 1932, εξαίροντας την πίστη του δικαστή στον νόμο: «Για τον δικαστή συνιστά επαγγελματικό καθήκον να πραγματώνει τη βούληση του νόμου για ισχύ den Getungswillen des Gesetzes»], να θυσιάζει το προσωπικό του αίσθημα δικαίου στην εξουσιαστική επιταγή του νόμου και να ερωτά μόνο τι είναι νόμιμο και ποτέ αν αυτό είναι και δίκαιο». Ο ίδιος όμως ο Radbruch μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο ήταν από αυτούς που συνέβαλαν στη στροφή προς τον ιδεαλισμό και παραδέχθηκε ότι όφειλε να αναθεωρήσει κάποιες από τις απόψεις του. Έτσι έγραψε, μεταξύ άλλων: «Αν νόμοι διαψεύδουν ενσυνείδητα τη βούληση για δικαιοσύνη, π.χ. αυθαίρετα απονέμουν ή καταργούν ανθρώπινα δικαιώματα, τότε εξαφανίζεται η ισχύς αυτών των νόμων, τότε ο λαός δεν τους οφείλει υπακοή, τότε και οι νομικοί οφείλουν να βρουν το θάρρος να τους αρνηθούν τον χαρακτήρα δικαιικού κανόνα».
            Στον αγγλοσαξονικό χώρο υπήρξε επίσης αντίδραση στις θετικιστικές απόψεις του Hart, με κυριότερο εκπρόσωπο της αντιθετικιστικής αυτής τάσης τον αμερικανό Ronald Dworkin. Το δίκαιο, υποστηρίζει ο Dworkin, δεν εξαντλείται στους κανόνες που θεσπίζουν τα νομοθετικά όργανα, αλλά βασικό μέρος του είναι οι ηθικού χαρακτήρα αρχές του δικαίου. Για την αναγνώριση της ισχύος των αρχών αυτών δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε, υποστηρίζει ο Dworkin, την πηγή προέλευσής τους, το αν ανήκουν στο θετικό δίκαιο ή έχουν υπερθετικό χαρακτήρα. Αρκεί ότι χρειάζονται για τη θεμελίωση των πάσης φύσεως νομικών αποφάνσεων. Έτσι, όμως, η γνώμη αυτή μάλλον παρακάμπτει ένα υπαρκτό πρόβλημα. Γιατί το ζήτημα του (ασφαλούς και γενικά αποδεκτού) καθορισμού της πηγής προέλευσης των αρχών δικαίου κάθε άλλο παρά στερείται σημασίας για το περιεχόμενό τους.
Στην Ελλάδα και στην εποχή μας ο αντιθετικισμός (και με τη μορφή του νομικού ιδεαλισμού) είναι η κρατούσα θέση μεταξύ των θεωρητικών του δικαίου, με κύριους εκπροσώπους τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Γεώργιο Μητσόπουλο και  τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, ενώ κύριος εκπρόσωπος του νομικού θετικισμού ο Αριστόβουλος Μάνεσης.

VI. Συγκρίσεις – Ασφάλεια δικαίου ή δικαιοσύνη;

            Μια σύγκριση τώρα των δύο απόψεων πριν από την έκφραση της ιδίας του ομιλούντος γνώμης:
Το κοινό γνώρισμα όλων των εκδοχών του νομικού αντιθετικισμού είναι η πίστη στην ιδέα της δικαιοσύνης και στις ηθικές αρχές και αξίες, που πρέπει να γίνονται δεκτές ανεξάρτητα από οποιαδήποτε θέσπισή τους. Αυτή είναι η μεγάλη ηθική δύναμη του ιδεαλισμού που του δίνει κύρος και αίγλη. Κανένας σχετικισμός, κανένας ψυχολογισμός ή υποκειμενισμός ή κοινωνιολογισμός, κανένας ιστορισμός ή θετικισμός δεν μπορεί να εκτοπίσει το αίσθημα του δικαίου, την αναφορά στην ιδέα της δικαιοσύνης.
Αδυναμία όμως του αντιθετικισμού συνιστά η δυσχέρεια εξειδίκευσης της ιδέας αυτής και των αρχών της και προσδιορισμού του περιεχομένου τους και κυρίως η αβεβαιότητα ως προς την πηγή από όπου αντλούνται οι υπερθετικοί κανόνες. Περαιτέρω, ερωτάται, ποιος θα διαπιστώσει, σε περίπτωση διχογνωμίας, το περιεχόμενο των υπερθετικών αρχών. Εφόσον μάλιστα αυτές ισχύουν αυτοδικαίως, ανεξάρτητα από θέσπισή τους, και θέτουν εκποδών τους τυχόν αντίθετους κανόνες του θετικού δικαίου, μήπως πρέπει να δεχθούμε ότι η αντίθεση αυτή, ανεξάρτητα από δικαστική διαπίστωσή της, δίνει το δικαίωμα στον πολίτη να αρνηθεί την τήρηση του νόμου, άρα δικαίωμα ανυπακοής ή και ενεργητικής αντίστασης; Δικαίωμα που γενικευόμενο μπορεί να οδηγήσει στην αναρχία;
Η δυσκολία αντιμετώπισης αυτών των ερωτημάτων δείχνει ποιο είναι το πλεονέκτημα του θετικισμού: Η ασφάλεια δικαίου. Σύμφωνα με το πνεύμα του θετικισμού είναι προτιμότερο να ανεχθούμε ένα κακό νόμο παρά να υπάρχει κοινωνία χωρίς νόμους. Οι θετικιστές παραδέχονται ότι το θετικό δίκαιο είναι ατελές ως ανθρώπινο έργο, αλλά το θεωρούν το μόνο βέβαιο για τους πολίτες, το μόνο που έχει ασφαλή προέλευση.
Αδυνατεί όμως ο θετικισμός να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των καταφανώς άδικων νόμων. Με τη θέση ότι ο νόμος είναι νόμος και πρέπει να τηρείται από όλους ανοίγει η πόρτα για αυθαιρεσίες της κρατικής εξουσίας και για πολιτική χειραγώγηση της κοινωνίας από τις εκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις. Η παντοδυναμία του νομοθέτη, έστω και με αποδοχή από τις δυνάμεις που επικρατούν στην κοινωνία, είναι το κατ’ εξοχήν «προπατορικό αμάρτημα» του νομικού θετικισμού.
            Παραμένει λοιπόν μια σχέση έντασης ανάμεσα στον θετικισμό και τον αντιθετικισμό, τελικά ανάμεσα στα δύο αγαθά, την ασφάλεια δικαίου και την ιδέα της δικαιοσύνης. Όταν συγκρούονται, ποιο αγαθό θα υπερισχύσει;

VII. Υπέρβαση της αντιπαράθεσης: Θετικοποίηση των υπερθετικών αξιών

1. Μια πρώτη παραδοχή είναι, ότι ένα έλλογο και προικισμένο με συνείδηση άτομο, που αποδέχεται τη συμβίωσή του στην κοινωνία, συλλαμβάνει και αποδέχεται, είτε με τη διαίσθησή του είτε με τον λόγο, αρχές, έστω γενικότατες, που τις θεωρεί ισχύουσες a priori, ανεξάρτητα δηλαδή από οποιαδήποτε θέσπισή τους. Συγκεκριμένα:
Με τη διαίσθησή του το προικισμένο με λογική και συνείδηση άτομο αποκτά άμεση γνώση, χωρίς προσφυγή σε συλλογισμούς και χωρίς διαπιστώσεις εμπειρικών καταστάσεων. Πρόκειται για μια σύλληψη που δεν περνά από λογική επεξεργασία, για έναν «εσωτερικό φωτισμό», μια ενόραση. Σ’ αυτόν τον τρόπο σύλληψης αρχών της δικαιοσύνης αναφερόμαστε, όταν μιλάμε για «αίσθημα του δικαίου» ή για την «περί δικαίου συνείδηση». Ακόμη και ο πιο ορθολογικός νους έχει ενοράσεις, έχει π.χ. εξεγέρσεις της συνείδησής του μπροστά στο καταφανώς άδικο και πριν τυχόν αναζητήσει κάποια λογική τεκμηρίωση.
Αλλά παράλληλα έχουμε την ικανότητα να συλλαμβάνουμε αρχές της δικαιοσύνης με τον διαλογικό χαρακτήρα της λογικής σκέψης, με χρήση δηλαδή του λόγου ως μέσου για να πείσουμε όχι μόνο τον εαυτό μας, αλλά και τους άλλους, ότι οι αρχές που δεχόμαστε ισχύουν και γι’ αυτούς, είναι δεκτικές γενίκευσης. Και οι τυχόν πρώτες λογικές συλλήψεις υποβάλλονται σε λογική διεργασία, σε συλλογισμούς, σε επιχειρηματολογία, σε έλλογη τεκμηρίωση της δυνατότητας γενίκευσής τους, η οποία μπορεί να είναι πειστική για όλους.
Η διαισθητική και η ορθολογική σύλληψη των αρχών της δικαιοσύνης δεν αλληλοαποκλείονται. Αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοενισχύονται. Διαισθητικά τις συλλαμβάνουμε αμέσως ως πρόδηλες ηθικές αλήθειες. Επειδή όμως οι αλήθειες αυτές είναι πρόδηλες, είναι συγχρόνως και ορθολογικά γενικεύσιμες. Το πρόδηλο είναι και πασίδηλο. Για το ποιες είναι αυτές οι a priori αρχές θα μιλήσω σε λίγο. Εδώ αρκεί η επισήμανση ότι κακώς τις αμφισβητεί ο ακραίος θετικισμός. Το ερώτημα όμως είναι, αν αυτές οι a priori αρχές της δικαιοσύνης είναι ως τέτοιες δεσμευτικές για τον νομοθέτη. Αυτό ακριβώς το ερώτημα διχάζει τους μετριοπαθείς θετικιστές και τους αντιθετικιστές.
2. Η απάντηση, νομίζω, πρέπει να είναι ότι το ερώτημα αυτό χάνει τη σημασία του, αν και από τη στιγμή που οι προδικαιικές αρχές εισέρχονται στο θετικό δίκαιο. Οι αρχές γίνονται τότε κανόνες δικαίου. Γιατί αποκτούν με τη θετικοποίησή τους, ούτως ή άλλως, νομική ισχύ και δεσμευτικότητα. Το να πούμε ότι υπάρχει διπλός λόγος για να ισχύουν, πρώτον ως a priori κανόνες και δεύτερον ως αναγνωρισθέντες από το θετικό δίκαιο, δεν μεταβάλλει, δεν «διπλασιάζει» την ισχύ τους. Αυτή παραμένει η ίδια.
Το ζήτημα είναι, ποια λύση προσήκει για ηθικές αξίες και αρχές που δεν έχουν θετικοποιηθεί. Υπάρχουν όμως, και ειδικά μάλιστα στην ελληνική έννομη τάξη, μη θετικοποιημένες αξίες της δικαιοσύνης; Αν αναζητήσει κανείς, ποιες είναι οι αρχές και αξίες που απορρέουν από την ιδέα της δικαιοσύνης, είτε διαισθητικά είτε ορθολογικά είτε και με τα δύο, θα διαπιστώσει ότι αυτές είναι ακριβώς οι κατοχυρωμένες στο Σύνταγμά μας ως μη αναθεωρήσιμες. Πράγματι, ο συντακτικός νομοθέτης έκρινε ότι ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος, λίγες αλλά οι πλέον θεμελιώδεις, σε αντίθεση με τις άλλες, πρέπει να εξαιρεθούν από την αναθεώρηση. Τις κατέστησε έτσι αναλλοίωτα και ακατάλυτα ισχύουσες δικαιικές αρχές. Ποιες είναι; Είναι αφενός η κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου, των βασικότερων ελευθεριών του και της ισότητας ενώπιον του νόμου και αφετέρου η κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας. Είναι οι αρχές που αποτελούν την πεμπτουσία της δικαιοσύνης και ενέχουν αξίες φυσικοδικαιικής προέλευσης· είναι οι a priori αρχές, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως.
Αφού, επομένως, οι αρχές αυτές έχουν υιοθετηθεί σήμερα από το Σύνταγμά μας (όπως άλλωστε και από τα περισσότερα Συντάγματα των προηγμένων χωρών, καθώς και από διεθνείς συμβάσεις), αρκεί να αναφερόμαστε στο Σύνταγμα. Επίκληση υπερθετικών αρχών είναι είτε περιττή είτε, αν οδηγεί σε αλλοίωση του θετικού δικαίου, επικίνδυνη. Γιατί θα μπορούσε να νοθεύσει τις, κατά τα λεχθέντα, ενσωματωμένες στο θετικό δίκαιο αρχές της δικαιοσύνης.
Αυτές οι μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις δεσμεύουν εξ ορισμού και τον μελλοντικό νομοθέτη (και εκείνον που τυχόν θα αυτοανακηρυσσόταν ως συντακτικός νομοθέτης), σε οσοδήποτε μεγάλη πλειοψηφία του λαού και αν αυτός στηρίζεται. Διότι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που πραγματώνεται, βεβαίως, με εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας, είναι ισότιμη με τις άλλες μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις που αφορούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και βρίσκει τα όριά της σ’ αυτές. Αυτά δεν μπορούν να παραμερισθούν από καμιά πλειοψηφία, από κανένα δημοψήφισμα, γιατί αφορούν ακριβώς την προστασία του ατόμου, του κάθε μεμονωμένου ατόμου, προστασία και έναντι της πλειοψηφίας.
Τυχόν παραβίαση των αρχών αυτών ή -πολύ  περισσότερο- τυχόν βίαιη κατάλυσή τους δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάργησή τους, αφού πρόκειται, όπως εξηγήσαμε, για ακατάλυτες αρχές, εσαεί ισχύουσες, έστω και αν η παραβίασή τους είναι διαρκής. Προσφυγή σε υπερθετικούς  κανόνες για την προστασία τους είναι και πάλι περιττή. Σε τέτοια παράνομη πράξη δεν είναι υποχρεωμένοι οι πολίτες να υπακούουν∙ αντίθετα οφείλουν να αντισταθούν.
Η διάκριση των μη αναθεωρήσιμων από τις αναθεωρήσιμες διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος έχει περαιτέρω πρακτική σημασία: Από τη σκοπιά της ελληνικής έννομης τάξης θα πρέπει να θεωρηθεί, ακόμη και από εκείνους που δέχονται κατ’ αρχήν την υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου και έναντι του Συντάγματός μας, ότι τουλάχιστον οι μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις είναι και έναντι του κοινοτικού νομοθέτη ακατάλυτες.
3. Η εισδοχή των αρχών της δικαιοσύνης στο θετικό δίκαιο μεταφέρει βέβαια κατά ένα μέρος την αβεβαιότητα του αντιθετικισμού (που είναι, όπως είδαμε, η αχίλλειος πτέρνα του) στον χώρο της ερμηνείας του θετικού δικαίου. Γιατί, βεβαίως, δεν μπορούμε πλέον να επιστρέψουμε σε μορφές φορμαλιστικού θετικισμού του παρελθόντος. Η κρίση για το αν ένας νόμος προσκρούει στις θεσπισμένες στο Σύνταγμα αρχές της δικαιοσύνης είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί αξιολογήσεις, μερικές φορές αλληλοσυγκρουόμενες.
Δεν θα είναι όμως θέμα του κάθε πολίτη, του κάθε ερμηνευτή να θέσει εκτός ισχύος ένα νόμο και να μη δεχθεί την εφαρμογή του, επειδή ο ίδιος τον θεωρεί αντίθετο προς τις κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα αρχές. Σε μια οργανωμένη κοινωνία υπάρχουν αρμόδια όργανα γι’ αυτό. Στην ελληνική έννομη τάξη την αρμοδιότητα και την ευθύνη αυτή την έχουν τα δικαστήρια, στα οποία βέβαια μπορεί να προσφύγει κάθε ενδιαφερόμενος και θιγόμενος πολίτης. Αυτονόητο, ότι τούτο προϋποθέτει εμπιστοσύνη του πολίτη στη δικαιοσύνη. Η δημιουργία αυτής της εμπιστοσύνης εξαρτάται κυρίως από τους ίδιους τους δικαστές. Αυτό είναι το πρώτιστο χρέος τους. Μεταξύ άλλων, πρέπει να δίνουν πρώτοι το παράδειγμα συμμόρφωσης προς τους νόμους, έστω και αν νομίζουν ότι αυτοί τους αδικούν.
Η αβεβαιότητα ως προς το ποιο θα είναι το ερμηνευτικό πόρισμα σε δυσχερή ζητήματα όπου ανακύπτουν έντονες διχογνωμίες είναι πάντως σημαντικά μικρότερη από την αβεβαιότητα που είναι συνυφασμένη με τις υπερθετικές αρχές. Η μεταφορά του προβλήματος στο πεδίο της ερμηνείας του θετικού δικαίου (και της συμπληρωτικής ερμηνείας προς κάλυψη κενών) συνιστά, πράγματι, πρόοδο για την ασφάλεια του δικαίου. Συγκεκριμένα: Με τη μεταφορά αυτή υπάρχει ασφάλεια ως προς την πηγή του δεσμευτικού κανόνα, η οποία είναι ακριβώς το θεσπισμένο δίκαιο. Δεν χρειάζεται να ρωτάμε, όπως συμβαίνει με τον υπερθετικό κανόνα, ποια είναι η πηγή προέλευσης του εφαρμοζόμενου κανόνα, δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε στην πηγή. Γνωρίζουμε ακόμη σε τι δεσμεύεται ο δικαστής. Δεσμεύεται να στηρίξει την απόφασή του στο θετικό δίκαιο και στις αρχές που το διαπνέουν. Δεν μπορεί να επικαλεσθεί αρχές που δεν τις θεμελιώνει στο Σύνταγμα ή τους νόμους. Και τέλος, υπάρχει ασφάλεια κατά το ότι κανόνας που δεν ανάγεται στις ακατάλυτες, μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του Συντάγματος ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη (ή της παράγουσας έθιμα κοινωνίας). Τελικά αυτό που ισχύει είναι το θετικό δίκαιο, αυτό που θέσπισε ο Έλληνας νομοθέτης ή που παράγει η κοινωνία μέσω εθιμικού δικαίου. Η δικαιοσύνη, που πραγματώνεται στη δημοκρατική αρχή με τους δύο πυλώνες της (λαϊκή κυριαρχία και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα), είναι πλέον μέγεθος της θετικής μας νομοθεσίας.

Κυρίες και κύριοι
Οι σκέψεις που είχα την τιμή να σας εκθέσω αφορούν το δίκαιο, το οποίο περιέχει προτάσεις κανονιστικού χαρακτήρα, δηλαδή προτάσεις δεοντολογικές. Μεταξύ του δέοντος όμως και του είναι (του όντος) πολλές φορές υπάρχει διάσταση, καμιά φορά και χάσμα. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν συμβαδίζει ή δεν συμβαδίζει πλήρως προς τη δικαιική ρύθμιση. Συχνά η πράξη αδιαφορεί για την εφαρμογή του θετικού δικαίου ή και σκόπιμα αρνείται την εφαρμογή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την καταργεί. Το θετικό δίκαιο εξακολουθεί να ισχύει· απλώς παραβιάζεται. Στην ανομία μάλιστα αυτή καμιά φορά συμμετέχουν και εκείνοι που είναι ταγμένοι να είναι φρουροί του νόμου.
            Αλλά, για να επανέλθουμε στο δέον (σ’ αυτό είναι αφιερωμένη η ομιλία μου), μπορούμε τώρα να συναγάγουμε το τελικό συμπέρασμά μας: Ο ιδεαλισμός με τη θετικοποίηση των αξιών του και εν γένει οι προϋφιστάμενες των νόμων αρχές της δικαιοσύνης κατέκτησαν το θετικό δίκαιο ή, αντιστρόφως, ο θετικισμός πέτυχε, με την ενσωμάτωση εντός του θετικού δικαίου προϋφιστάμενων αξιών και αρχών, να αποδυναμώσει την αντιπαράθεση, μη αφήνοντας περιθώρια για υπερθετικούς κανόνες. Οι αρχές αυτές, που πολλές φορές πράγματι κακοποιήθηκαν από το θετικό δίκαιο, επιζούν και σήμερα, αλλά εντός του θετικού δικαίου, όχι εκτός αυτού. Επομένως η μη συμμόρφωση στο θετικό δίκαιο, η χαλάρωση της νομιμοφροσύνης με οποιεσδήποτε υπερθετικές αναφορές δεν συγχωρείται· δεν υπάρχει γι’ αυτήν καμιά δημοκρατική δικαιολόγηση.
            Η διαμάχη στην ιστορία του πνεύματος και στη φιλοσοφία του δικαίου, που ξεκίνησε το β΄ μισό του 5ου π.Χ. αιώνα στην Αθήνα και δίχασε τα μεγάλα πνεύματα της εποχής, κατέληξε σήμερα, τουλάχιστον στη χώρα όπου γεννήθηκε, στη σύζευξη θετικού δικαίου και φυσικοδικαιικών αρχών.

To κείμενο αυτό μας εμπιστεύθηκε ο παλιός μας Καθηγητής και Δάσκαλος Μιχάλης Σταθόπουλος για τα nomikanea.gr
Αποτελεί προδημοσίευση της ομιλίας του στην Ακαδημία Αθηνών.
Τα Νομικά Νέα θεωρούν υποχρέωσή τους και τιμή τους να φιλοξενήσουν αυτό το κείμενο και εδώ διευκολύνοντας τους browsers να το βρίσκουν ώστε να διαβάζεται και να μπορούν να το απολαμβάνουν πολλοί.