Με αφορμή τα δύο τελευταία posts του elawyer στο blog του σε σχέση με την πρόσβαση των πολιτών στα έγγραφα[1], δόθηκε στον υπογράφοντα η ευκαιρία να θυμηθεί ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Νομικό Βήμα (τεύχος 4/2006, σ. 620-635) με τίτλο Το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα.
Η δυνατότητα αυτή αποτέλεσε εξαιρετικά επίκαιρη εξέλιξη στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είχε καμία παράδοση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα. Αντίθετα σε άλλες χώρες το δικαίωμα πληροφόρησης του πολίτη προβλέπεται εδώ και αιώνες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη Σουηδία, όπου η αρχή αυτή υιοθετήθηκε ήδη από το 1764.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μία τάση που δημιουργήθηκε σε όλη την Ευρώπη και το περιεχόμενο της αρχής συμποσούται λίγο ως πολύ στο ότι όλοι έχουν πρόσβαση στις πάσης φύσεως πληροφορίες, εκτός αν προβλέπεται ρητή εξαίρεση για συγκεκριμένο είδος στοιχείων. Η αρχή της πληροφόρησης αποτελεί έκφραση του δικαιώματος ακρόασης, η οποία αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα. Είναι προφανές πάντως ότι η αποδοχή της αρχής αυτής επέφερε μία τομή στην παραδοσιακή δομή της διοικητικής δράσης, η οποία βασιζόταν στη μυστικότητα και το απόρρητο.
Στη χώρα μας η επίδραση των εξελίξεων ήταν εντονότατη ιδίως στο μέτρο που στην τελευταία αναθεώρηση προστέθηκε ειδική διάταξη στο Σύνταγμα. Ειδικότερα με το άρθρο 10 Α παρ. 3 του Συντάγματος[2] επιβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία ή αρχή να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 60 ημερών. Εάν η υπηρεσία δεν εκπληρώσει εμπρόθεσμα την υποχρέωσή της αυτή, ο αιτών πολίτης έχει αξίωση για χρηματική ικανοποίηση. Είναι λοιπόν προφανές ότι η άρνηση συμμόρφωσης της διοίκησης καθίσταται παράνομη.
Στην εξέλιξη αυτή δε θα πρέπει να παραλείψει κανείς να αναφερθεί στην επίδραση που είχε το κοινοτικό δίκαιο. Ήδη από το 1992 με την Τελική Πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάασρτιχτ) το ζήτημα τέθηκε σε επίπεδο πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου και συνέχισε να ενισχύεται χωρίς διακοπή. Και στο δευτερογενές κοινοτικό δίκαιο υπήρξαν πλήθος ρυθμίσεων, οι οποίες συνέτειναν στην κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού, το οποίο μέσα σε αυτήν την εξέλιξη συνδέθηκε άμεσα και με την αρχή της διαφάνειας που τόσο πολύ και πολλούς απασχόλησε και απασχολεί.
Στην πραγματικότητα πάντως η υποχρέωση αυτή της διοίκησης είναι ένα ισχυρό όπλο που δίδεται στον πολίτη, προκειμένου να είναι αυτός σε θέση να λάβει πλήρη πληροφόρηση για ζητήματα που το αφορούν και που άπτονται των δικαιωμάτων του. Στην πραγματικότητα η πρόσβαση στα έγγραφα είναι και το μόνο μέσο άμυνας που έχει ο πολίτης απέναντι στη διοίκηση. Ουσιαστικά τα στοιχεία ενός διοικητικού φακέλου περιλαμβάνουν τους λόγους, νομικούς και πραγματικούς που οδήγησαν τελικά στη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης. Εάν λοιπόν ένας οποιοσδήποτε πολίτης θεωρεί ότι θίγεται από την απόφαση αυτή, ο μόνος τρόπος να πλήξει το κύρος της είναι να αμφισβητήσει την ορθότητα και τη νομιμότητα των λόγων αυτών, την αιτιολογία δηλαδή της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Είναι προφανές ότι μόνο εφόσον του δοθεί δικαίωμα πρόσβασης στα κρίσιμα διοικητικά έγγραφα θα έχει τη δυνατότητα να προβάλει τους ισχυρισμούς ορθά. Άρα η πρόσβαση στα έγγραφα συνδέεται άμεσα και με τη δικαστική προστασία. Από την άλλη πλευρά, εφόσον η μελέτη των εγγράφων οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι όλα έγιναν με ορθό τρόπο, τότε δε θα υπάρξει δικαστική αμφισβήτηση, δεδομένου ότι ο θιγόμενος πολίτης θα πεισθεί για τη νομιμότητα της πράξης.
Ο πρόσβαση στα έγγραφα λοιπόν, η οποία στη σύγχρονή της μορφή έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό την παραδοσιακή δράση της διοίκησης στη χώρα μας, μπορεί να έχει μία δυσκολία στην εφαρμογή, διότι η διοίκησης εμμένει να εμφανίζει προσκόμματα στην εφαρμογή της με διάφορες δικαιολογίες, αλλά είναι απαραίτητη. Τόσο για να εξασφαλιστεί η δικαστική προστασία του πολίτη, αλλά και για να προκύπτει η ορθότητα μιας απόφασης και να αποφεύγονται μακροπρόθεσμα οι δικαστικές διαφορές.
Η δυνατότητα αυτή αποτέλεσε εξαιρετικά επίκαιρη εξέλιξη στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είχε καμία παράδοση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα. Αντίθετα σε άλλες χώρες το δικαίωμα πληροφόρησης του πολίτη προβλέπεται εδώ και αιώνες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη Σουηδία, όπου η αρχή αυτή υιοθετήθηκε ήδη από το 1764.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μία τάση που δημιουργήθηκε σε όλη την Ευρώπη και το περιεχόμενο της αρχής συμποσούται λίγο ως πολύ στο ότι όλοι έχουν πρόσβαση στις πάσης φύσεως πληροφορίες, εκτός αν προβλέπεται ρητή εξαίρεση για συγκεκριμένο είδος στοιχείων. Η αρχή της πληροφόρησης αποτελεί έκφραση του δικαιώματος ακρόασης, η οποία αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα. Είναι προφανές πάντως ότι η αποδοχή της αρχής αυτής επέφερε μία τομή στην παραδοσιακή δομή της διοικητικής δράσης, η οποία βασιζόταν στη μυστικότητα και το απόρρητο.
Στη χώρα μας η επίδραση των εξελίξεων ήταν εντονότατη ιδίως στο μέτρο που στην τελευταία αναθεώρηση προστέθηκε ειδική διάταξη στο Σύνταγμα. Ειδικότερα με το άρθρο 10 Α παρ. 3 του Συντάγματος[2] επιβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία ή αρχή να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 60 ημερών. Εάν η υπηρεσία δεν εκπληρώσει εμπρόθεσμα την υποχρέωσή της αυτή, ο αιτών πολίτης έχει αξίωση για χρηματική ικανοποίηση. Είναι λοιπόν προφανές ότι η άρνηση συμμόρφωσης της διοίκησης καθίσταται παράνομη.
Στην εξέλιξη αυτή δε θα πρέπει να παραλείψει κανείς να αναφερθεί στην επίδραση που είχε το κοινοτικό δίκαιο. Ήδη από το 1992 με την Τελική Πράξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάασρτιχτ) το ζήτημα τέθηκε σε επίπεδο πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου και συνέχισε να ενισχύεται χωρίς διακοπή. Και στο δευτερογενές κοινοτικό δίκαιο υπήρξαν πλήθος ρυθμίσεων, οι οποίες συνέτειναν στην κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού, το οποίο μέσα σε αυτήν την εξέλιξη συνδέθηκε άμεσα και με την αρχή της διαφάνειας που τόσο πολύ και πολλούς απασχόλησε και απασχολεί.
Στην πραγματικότητα πάντως η υποχρέωση αυτή της διοίκησης είναι ένα ισχυρό όπλο που δίδεται στον πολίτη, προκειμένου να είναι αυτός σε θέση να λάβει πλήρη πληροφόρηση για ζητήματα που το αφορούν και που άπτονται των δικαιωμάτων του. Στην πραγματικότητα η πρόσβαση στα έγγραφα είναι και το μόνο μέσο άμυνας που έχει ο πολίτης απέναντι στη διοίκηση. Ουσιαστικά τα στοιχεία ενός διοικητικού φακέλου περιλαμβάνουν τους λόγους, νομικούς και πραγματικούς που οδήγησαν τελικά στη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης. Εάν λοιπόν ένας οποιοσδήποτε πολίτης θεωρεί ότι θίγεται από την απόφαση αυτή, ο μόνος τρόπος να πλήξει το κύρος της είναι να αμφισβητήσει την ορθότητα και τη νομιμότητα των λόγων αυτών, την αιτιολογία δηλαδή της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Είναι προφανές ότι μόνο εφόσον του δοθεί δικαίωμα πρόσβασης στα κρίσιμα διοικητικά έγγραφα θα έχει τη δυνατότητα να προβάλει τους ισχυρισμούς ορθά. Άρα η πρόσβαση στα έγγραφα συνδέεται άμεσα και με τη δικαστική προστασία. Από την άλλη πλευρά, εφόσον η μελέτη των εγγράφων οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι όλα έγιναν με ορθό τρόπο, τότε δε θα υπάρξει δικαστική αμφισβήτηση, δεδομένου ότι ο θιγόμενος πολίτης θα πεισθεί για τη νομιμότητα της πράξης.
Ο πρόσβαση στα έγγραφα λοιπόν, η οποία στη σύγχρονή της μορφή έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό την παραδοσιακή δράση της διοίκησης στη χώρα μας, μπορεί να έχει μία δυσκολία στην εφαρμογή, διότι η διοίκησης εμμένει να εμφανίζει προσκόμματα στην εφαρμογή της με διάφορες δικαιολογίες, αλλά είναι απαραίτητη. Τόσο για να εξασφαλιστεί η δικαστική προστασία του πολίτη, αλλά και για να προκύπτει η ορθότητα μιας απόφασης και να αποφεύγονται μακροπρόθεσμα οι δικαστικές διαφορές.
[2] Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει.
5 σχόλια:
Μόνο που, όπως και εσύ γνωρίζεις Παναγιώτη, στην πράξη το δικαίωμα πρόσβασης ικανοποιείται σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Γιατί, για εμένα τουλάχιστον, δεν συνιστά ικανοποίηση του δικαιώματος η πρόσβαση στο φάκελο κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Ακόμη και όταν το έννομο συμφέρον του αιτούντος είναι προφανές και στον πιο αδαή...
Το θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα στην ουσία αποσυνδέει την αξίωση του πολίτη από την υποχρέωση επίκλησης έννομου συμφέροντος για πρόσβαση (ή "δικαιολογημένου ενδιαφέροντος" όπως πονηρά λέει η νομολογία).
Κανονικά η μόνη προϋπόθεση για πρόσβαση πρέπει να είναι η ιδιότητα του πολίτη (πολιτικό δικαίωμα), όπως άφηνε να εννοηθεί καιο ν.1559/1986 στο άρθρο 16 του ("Κάθε πολίτης ....").
Και πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να απαιτείται κάθε φορά η επέμβαση του εισαγγελέα, αφού η υποχρέωση χορήγησης αντιγράφων είναι πρωτογενής για το δημόσιο βάσει του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ.
Αν διαβάσετε το Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη στο οποίο παραπέμπω στο ποστ μου, ο δημόσιος οργανισμός στην αρχή επικαλέστηκε πνευματική ιδιοκτησία, στη συνέχεια αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση με το "επιχείρημα" ότι υποκρύπτεται "ιδιωτική διαφορά" και τέλος προπηλάκισε την αιτούσα για "αντιδεοντολογική συμπεριφορά" επειδή επέμενε να ζητά πρόσβαση. Και ικανοποίησε το αίτημα μετά από 2 εισαγγελικές επεμβάσεις!
Νομίζω ότι η λύση είναι να δοθεί η αρμοδιότητα για την πρόσβαση στα έγγραφα αλλά και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων, δηλ. να διατάζει η Αρχή σε β΄ βαθμό, όταν οι δημόσιοι φορείς αρνούνται να εκπληρώσουν τις αρμοδιότητές τους. Και επίσης σε κάθε δημόσιο οργανισμό να ανατεθεί η αρμοδιότητα επεξεργασίας των αιτημάτων πρόσβασης και προστασίας πληροφοριών σε ειδικό υπάλληλο που θα έχει εκπαιδευτεί ειδικά σε αυτο το θέμα. Η προετοιμαζόμενη Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Πρόσβαση στα Επίσημα Έγγραφα αναμένεται να ενδυναμώσει επιτέλους αυτό το πολύπαθο δικαίωμα για το οποίο οι δημόσιοι υπάλληλοι παντα μας βλέπουν με μισό μάτι.
το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα άμεσα συνδεδεμένο με την αρχή της διαφάνειας αποτελεί μοντέρνο υποκατάστατο της δημοκρατικής οργάνωσης όταν η διοίκηση διεξάγεται από μακριά και οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών. Δε λέω, καλό είναι υπό τις παρούσες ιστορικές συγκυρίες αλλά όταν διαβάζω θέσεις υμνητικές δικαιωμάτων μέσα μου ανηχυχώ. Μην πολυτσιμπάτε!
Και ποια η διαφορά αν τα διοικητικά συμβούλια γίνονταν με τηλεοπτική δημοσιότητα ή με κοινό, ή με την ενεργό ζωντανή συμμετοχή όλων μας, τη στιγμή που ξέρουμε ότι συνήθως οι αποφάσεις είναι προειλημμένες σε άλλα "συμβούλια", μακριά από τις αίθουσες των δημοσίων κτιρίων;
Για μένα το θέμα με τα έγγραφα είναι ότι αποκαλύπτουν το στέρεο ή μη της αιτιολόγησης μιας απόφασης. Προτιμώ να έχω σε έγγραφη μορφή έστω και την επίφαση της αιτιολόγησης παρά μια δημοσιότητα που ρίχνει στάχτη στα μάτια. Επίσης θα ήθελα τα δικαστήρια να συνεδριάζουν δημόσια και στο στάδιο της διάσκεψης, αφού τότε λαμβάνεται η απόφαση κι όχι στο στάδιο της εξέτασης των μαρτύρων ή των αγορεύσεων των δικηγόρων.
Δημοσίευση σχολίου