Λίγο έχουμε ασχοληθεί με το νομικό σκέλος αυτής της υπόθεσης. Τα Νομικά Νέα ξεκινούν αναδημοσιεύοντας μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του Focus και ελπίζουν κάποτε να μπορέσουν να έχουν μια νομική προσέγγιση μετά από δική τους έρευνα. Διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν και άλλα δημοσιεύματα σε ηλεκτρονική μορφή. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι έγιναν δύο διαδικασίες μία του εβραϊκού νόμου και μία κατά το ρωμαϊκό δίκαιο. Η αποδεικτική διαδικασία ήταν φανερά αδύναμη. Η εκτέλεση της ποινής ως φαίνεται άμεση.
Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας είναι γεγονότα με ιδιαίτερη σημασία που αξίζει να προσεγγίζει κανείς ορθολογικά. Οπως έχει μεγάλο ενδιαφέρον να αντιμετωπίσει κανείς τη Δίκη ως φαινόμενο στη λογοτεχνία, στο σινεμά κλπ. Για όσους μένουν το Πάσχα στην Αθήνα λοιπόν η συζήτηση συνεχίζεται.
Ας δούμε λοιπόν το δημοσίευμα!
http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=394472
Μυστήριο
Η δίκη του Χριστού
Τετάρτη 23 Απριλίου 2008 09:25
Ανασύνθεση μιας πολιτικής και θρησκευτικής καταδίκης που συνέβη πριν από 2.000 χρόνια. Ποιος τιμώρησε με θάνατο έναν ιεροκήρυκα σαν να ήταν ένας κοινός εγκληματίας;
Πρόκειται για την πιο αμφιλεγόμενη δικαστική υπόθεση της ιστορίας. Μετά από σχεδόν 2.000 χρόνια, μιλάμε ακόμα για τη δική του Ιησού από τη Ναζαρέτ και την καταδίκη Του σε θάνατο. Για ποιο σοβαρό έγκλημα κατηγορήθηκε; Ποιος επιφορτίστηκε με το καθήκον να Τον δικάσει; Η δίκη διεξήχθη κανονικά; Τι ρόλο έπαιξε ο Πόντιος Πιλάτος, έπαρχος της Ιουδαίας; Και ποιος ήταν ο ρόλος του εβραϊκού συνεδρίου; Οι μελετητές της Αγίας Γραφής, οι ιστορικοί και οι θεολόγοι διαφωνούν σε πολλά σημεία αυτής της ιστορίας, καθώς οι διηγήσεις, που καταγράφτηκαν στα Ευαγγέλια 40 ως 90 χρόνια μετά τα γεγονότα, συχνά δε συμφωνούν μεταξύ τους.
«Έτι δε αυτού λαλούντος ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, είς των δώδεκα, προήγεν αυτούς, και ήγγισε τώ Ιησού φιλήσαι αυτόν»
(Κατά Λουκάν, Κβ΄, 47)
Η δικαστική περιπέτεια του Ιησού από τη Ναζαρέτ ξεκινά έτσι, με ένα «προδοτικό» φιλί που δόθηκε –σύμφωνα με την παράδοση– δύο ημέρες πριν από το εβραϊκό Πάσχα, πιθανώς κατά το έτος 30 μ.Χ., ημέρα Πέμπτη. Στις ρωμαϊκές επαρχίες, όπως ήταν τότε η Ιουδαία, οι συλλήψεις είχαν ανατεθεί σε στρατιώτες του Ρωμαίου έπαρχου, που ήταν ο μοναδικός που απολάμβανε το jus gladii, δηλαδή το δικαίωμα της άσκησης εξουσίας. Σύμφωνα με την πολιτική της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κάποια αξιώματα, όπως η επιβολή της δημόσιας τάξης, είχαν ανατεθεί σε τοπικούς θεσμούς, αν και παρέμεναν κάτω από τον έλεγχο του έπαρχου. Το συνέδριο (το συμβούλιο των Εβραίων της Παλαιστίνης) είχε αναλάβει την επιτήρηση των αστυνομικών οργάνων, δηλαδή των φρουρών του ναού. Διάφοροι μελετητές ισχυρίζονται ότι εκτελούσε δικαστική δραστηριότητα για όλα τα εγκλήματα θρησκευτικής φύσης που ενέπιπταν στο ιουδαϊκό σύστημα. Στην περίπτωση των εγκλημάτων που τιμωρούνταν με θάνατο, είχε τις αρμοδιότητες, όπως θα λέγαμε σήμερα, του «δημόσιου κατήγορου».
Συγκέντρωνε τα αποδεικτικά στοιχεία, όμως στη συνέχεια έπρεπε να τα παρουσιάσει στις ρωμαϊκές αρχές. Είναι πολύ πιθανό ο Χριστός να συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές του συνέδριου, ίσως μάλιστα με τη βοήθεια Ρωμαίων στρατιωτών. Η εντολή σύλληψης ασκήθηκε μετά την καταγγελία του Ιούδα του Ισκαριώτη. Όμως γιατί το συνέδριο τα είχε βάλει με τον Χριστό; Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η πολιτική.
«Άγουσιν ούν τον Ιησούν από τού Καϊάφα εις το πραιτώριον»
(Κατά Ιωάννην, Ιη΄, 28)
Τα 70 μέλη του συνέδριου (στους οποίους προστέθηκε ο αρχιερέας, που τότε ήταν το Καϊάφας) ήταν στην πλειονότητά τους Σαδδουκαίοι, δηλαδή μέλη της συντηρητικής αίρεσης, έκφραση της ιερατικής αριστοκρατίας που συνεργαζόταν με τη Ρώμη. Οι λαϊκές φήμες για τον προφήτη από τη Γαλιλαία σίγουρα έφτασαν στα αφτιά του υψηλού κλήρου της Ιερουσαλήμ. Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο επιβεβαιώνει ότι το ενθουσιασμένο πλήθος ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά (Κατά Ιωάννην, Στ΄, 15) και κάποιοι Τον θεωρούσαν Μεσσία (Κατά Ιωάννην, Ζ΄, 41). Η είσοδός Του στην Ιερουσαλήμ, ίσως πάνω σε ένα γαϊδουράκι, συνοδεία πλήθους που Τον δόξαζε, θα μπορούσε να φανεί σαν μια συμβολική πράξη διεκδίκησης του ρόλου του Μεσσία ή του βασιλιά. Όμως η βαθύτερη αιτία της δίκης του Χριστού πρέπει να υπήρξε η κριτική Του στο μωσαϊκό νόμο, θεματοφύλακες του οποίου ήταν τα μέλη του συνέδριου, καθώς και η προκλητική πράξη Του να διώξει τους εμπόρους από το ναό (Κατά Μάρκον, Ια΄, 15-18).
Σε αυτό το σημείο ο Καϊάφας υπέβαλε τον Χριστό σε μια προκαταρτική ανάκριση στο σπίτι του. Κάποιοι όμως, όπως ο Chaim Cohn, νομικός και μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ, αποκλείουν το ενδεχόμενο να είχαν ρόλο κατήγορου στη δίκη οι εβραϊκές αρχές. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Cohn, η συνομιλία του Χριστού με τον Καϊάφα ήταν ανεπίσημη και είχε στόχο τη σωτηρία του Χριστού, καθώς Τον κάλεσε για να ανασκευάσει τις μεσσιανικές διεκδικήσεις Του.
Όπως και να έγιναν τα πράγματα, για την κατηγορία έπρεπε να υπήρχαν δύο μάρτυρες (πρβλ. Αριθμοί, Λε΄, 30). Όμως, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Μάρκος, οι μάρτυρες που παρουσιάστηκαν δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Ούτε η υποτιθέμενη ομολογία θα ήταν αρκετή για το συνέδριο ώστε να δικάσουν τον Χριστό, από τη στιγμή που σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο η αυτοκατηγορία δεν ήταν νομικώς έγκυρη. Ο Χριστός δεν παραπέμφθηκε σε δίκη εξαιτίας ψευδών μαρτυριών ή ομολογίας, αλλά λόγω ενός «εγκλήματος» που διαπράχθηκε στην αίθουσα.
Στην ερώτηση του αρχιερέα: «Εσύ είσαι ο υιός του Θεού;», απάντησε «Εγώ ειμί» (στα εβραϊκά: «Γιαχβέ», προσωπικό όνομα του Θεού στο εβραϊκό κείμενο της Αγίας Γραφής). Συνεπώς η κατηγορία βασίστηκε στο επ’ αυτοφώρω αδίκημα της βλασφημίας.
Όποιοι υποστηρίζουν τον παράνομο χαρακτήρα της δίκης του Χριστού αναφέρουν ότι η κατηγορία σε κάποιο σημείο μετατράπηκε από βλασφημία (ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι είναι υιός του Θεού) σε εσχάτη προδοσία (ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων). Όμως από νομική άποψη, σε μια ρωμαϊκή επαρχία όπου ίσχυαν δύο συστήματα, η διπλή κατηγορία ήταν δυνατή. Η δήλωση ότι είναι υιός του Θεού και βασιλιάς των Ιουδαίων ήταν ένα αδίκημα αντίληψης ή θρησκείας απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές, αλλά ήταν ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο. Στην αυτοκατηγορία του Χριστού, ο αρχιερέας διέκρινε μια προσβολή όχι μόνο απέναντι στην εβραϊκή εξουσία αλλά και στη ρωμαϊκή.
Έτσι, μετά από την ανάκριση στο συνέδριο, ο Χριστός παραπέμφθηκε στην κρίση του Ρωμαίου έπαρχου Πόντιου Πιλάτου, δικαστικού άρχοντα της Ιερουσαλήμ («Ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες· Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι», Κατά Λουκάν, Κγ΄, 2). Άλλωστε, κατά τα τελευταία 10-20 χρόνια, το συνέδριο δεν μπορούσε να εκδώσει αποφάσεις και, πολύ λιγότερο, να εκτελέσει θανατικές καταδίκες.
«Τότε λέγει αυτώ ο Πιλάτος· Ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; Και ουκ απεκρίθη αυτώ προς ουδέ έν ρήμα»
(Κατά Ματθαίον, Κζ΄, 13-14)
Σύμφωνα με τους ιστορικούς του ρωμαϊκού δικαίου, η δικαστική υπόθεση του Χριστού δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπό την ηγεμονία του Τιβέριου (από το 14 ως το 37 μ.Χ.) οι καταδίκες σε θάνατο λόγω ανταρσίας ήταν πολυάριθμες και η κατάπνιξή τους αδυσώπητη, ιδίως στην Ιουδαία. Ο ίδιος ο Πιλάτος είχε πολύ εύκολη την καταδίκη. Έδειχνε τόσο ζήλο στη σταύρωση των εχθρών της Ρώμης, που κατέληξε να ανακληθεί, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού, στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και να αποπεμφθεί. Ακόμα και οι υποτιθέμενες προσπάθειές του να σώσει τον Χριστό έχουν σχέση με τις ρωμαϊκές νομικές διαδικασίες, που στη συνέχεια ερμηνεύτηκαν με θεολογικό τρόπο από τους ευαγγελιστές.
Η δίκη διέρχεται διά μέσου δύο τουλάχιστον βαθμών κρίσης, ο πρώτος από τους οποίους μοιάζει να ολοκληρώνεται με την αθώωση λόγω ανεπάρκειας αποδείξεων («Εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω», είπε ο Πιλάτος, Κατά Ιωάννην Ιθ΄, 4). Εδώ εισέρχεται ο Ηρώδης Αντύπας, τετράρχης της Γαλιλαίας, ενός βασιλείου της Παλαιστίνης υποταγμένου στη ρωμαϊκή Ιουδαία, στον οποίο ο Πιλάτος έστειλε τον κατηγορούμενο Χριστό. Η πράξη της ανταρσίας του Χριστού συνέβη κυρίως στη Γαλιλαία, συνεπώς είναι πιθανό ο Πιλάτος να θέλησε να συμβουλευτεί τον ηγεμόνα αυτού του βασιλείου, ίσως για να πάρει πληροφορίες από κάποιον που μάλλον γνώριζε περισσότερα. Εξάλλου, εκείνες τις ημέρες ο Ηρώδης Αντύπας βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, λίγα μέτρα μακριά από το ανάκτορο του κυβερνήτη. Καθώς ήταν έμπειρος στην πολιτική, ο Πιλάτος ακολούθησε το δρόμο της ανεκτικής πολιτικής απέναντι σε έναν τοπικό αξιωματούχο με τον οποίο δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις.
Στις επίμονες ερωτήσεις του Ηρώδη, ο Χριστός σώπασε. Εκ πρώτης όψης, λοιπόν, καταδικάστηκε χωρίς αποδείξεις (θυμίζουμε ότι οι μάρτυρες είχαν ήδη κριθεί αναξιόπιστοι από το συνέδριο). Ακόμα και αυτό το ενδεχόμενο όμως είχε προβλεφθεί από το ρωμαϊκό δίκαιο. Η μη υπεράσπιση του εαυτού ισοδυναμούσε με confessio, ομολογία. Αυτόματα, δηλαδή, ο κατηγορούμενος ομολόγησε την ενοχή Του.
«Ήν δε ώρα τρίτη και εσταύρωσαν αυτόν»
(Κατά Μάρκον, Ιε΄, 25)
Δεν υπήρχε λοιπόν σωτηρία για τον Χριστό; Οι πρώτες πράξεις για την απονομή χάριτος που προέβλεπε το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν η indulgentia (άφεση) και η abolitio (έφεση). Η πρώτη ήταν ευεργέτημα του αυτοκράτορα, ενώ η δεύτερη ήταν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη και εφαρμοζόταν στους κρατούμενους εν αναμονή της δίκης. Υπήρχε όμως και ένας τρίτος δρόμος, πιο απλός. Οι κυβερνήτες των επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προσπαθούσαν σε γενικές γραμμές να σέβονται τις τοπικές συνήθειες, αν αυτές δεν αντιτίθεντο στα συμφέροντα της Ρώμης. Υπήρχε ένα έθιμο, που αναγόταν στους πρώτους βασιλείς της φυλής του Ηρώδη: η απελευθέρωση, με την ευκαιρία του Πάσχα, ενός φυλακισμένου από αυτούς που δεν είχαν ακόμα δικαστεί. Έτσι δικαιολογείται το επεισόδιο με τον Βαραββά. Με αυτή την πράξη ο Πιλάτος «νίπτει τας χείρας του», αφήνοντας το λαό να κρίνει, όμως ταυτόχρονα ικανοποίησε μια συνήθεια που θα μπορούσε να ενισχύσει τα συναισθήματα πίστης προς τη Ρώμη. Ήταν εξάλλου ένας τρόπος για να κλείσει νωρίς την υπόθεση.
Ο Βαραββάς δεν ήταν ένας απλός ληστής, αλλά πιθανώς ένας επαναστάτης που είχε εμπλακεί, ίσως μαζί με τους άλλους δύο «ληστές» που σταυρώθηκαν στο Γολγοθά δίπλα στον Χριστό, στην επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκείνες τις ημέρες στην Ιερουσαλήμ. Δεν εκπλήσσει τους ιστορικούς το γεγονός ότι η σύγκριση ανάμεσα στον Βαραββά και τον Χριστό κατέληξε να ευνοήσει τον πρώτο. Ο Βαραββάς ήταν ένας αγαπητός εθνικιστής, ενώ ο Χριστός ήταν απλώς ένας κήρυκας, όπως πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή.
Η θέση του κατηγορούμενου επιβαρύνθηκε. Ο Χριστός, μπροστά στο δικαστήριο, σύμφωνα με τις εκδοχές των Ευαγγελίων είτε ομολόγησε είτε σώπασε. Όμως για το ρωμαϊκό νόμο, όπως είπαμε, ήταν το ίδιο. Ο αντιπρόσωπος της Ρώμης δεν μπορούσε παρά να επιβάλει τη θανατική ποινή, δεδομένης της βαρύτητας του εγκλήματος. Ο Πιλάτος έκατσε στο έδρανο (sella curulis), μια κίνηση που επικύρωνε τη δικαστική απόφαση. Η σταύρωση, που είχε καταργηθεί προηγουμένως στην Ιουδαία και την είχαν επαναφέρει οι Ρωμαίοι, είναι η απόδειξη ότι επρόκειτο για μια εντελώς ρωμαϊκή καταδίκη. Όσο για το μαστίγωμα, ήταν μια συμπληρωματική ποινή.
Ο ίδιος ο σταυρός εμπεριέχει μια ακόμη απόδειξη της αμιγώς ρωμαϊκής διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατά τη δίκη αλλά και της αλήθειας του ιστορικού περιστατικού. Ο νόμος προέβλεπε το titulus crucis, την επιγραφή με την αιτιολόγηση της απόφασης («Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων»). H τοποθέτησή της στο σταυρό αποδεικνύει ότι επρόκειτο για μια επίσημη καταδίκη. Για τη ρωμαϊκή δικαιοσύνη, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ ήταν ένοχος για εσχάτη προδοσία και η υπόθεση έκλεισε.