Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έταξε στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στη Σουηδία προθεσμία έως τις 29 Οκτωβρίου προκειμένου να προχωρήσουν στην απελευθέρωση των αγορών τυχερών παιχνιδιών και να επιτρέψουν τη λειτουργία και ξένων ομίλων σε αυτές. Η Κομισιόν έχει ήδη προειδοποιήσει τη Γαλλία και τη Σουηδία ότι βρίσκονται «ένα βήμα» πριν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας έχει εκδώσει προειδοποίηση σχετικά με τα κρατικά μονοπώλια τυχερών παιχνιδιών[1].
Το ζήτημα των μονοπωλίων στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών[2] έχει απασχολήσει επανειλημμένως την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια ποικίλες αποφάσεις του ΔΕΚ[3]. Η θέση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έως σήμερα ήταν σαφής : είχε κριθεί ότι είναι επιτρεπτοί οι περιορισμοί στον τομέα των τυχερών παιγνίων εφόσον τίθενται αδιακρίτως σε όλους τους πολίτες, για λόγους προστασίας της κοινωνικής τάξεως ή εν όψει των κοινωνικών και πολιτιστικών ιδιομορφιών κάθε κράτους – μέλους αρκεί οι απαγορεύσεις αυτές να μη θίγουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, και συνεπώς τα κράτη - μέλη να μη προβαίνουν σε διακρίσεις υπέρ των ημεδαπών τυχερών παιγνίων. Επαφίεται συνεπώς στα κράτη μέλη και στον εθνικό νομοθέτη η αποκλειστική αρμοδιότητα να θέτει περιορισμούς και απαγορεύσεις σε θέματα διοργάνωσης και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων. Με τις πιο πρόσφατες όμως αποφάσεις του ΔΕΚ αλλά και την όλη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης η θέση αυτή φαίνεται να αλλάζει. Η κρίση του ΔΕΚ επικεντρώνεται στο νομικό προβληματισμό ότι κατά το κοινοτικό δίκαιο περιορισμοί στον ανταγωνισμό και στην ελεύθερη κυκλοφορία, εγκατάσταση, παροχή υπηρεσιών κλπ επιτρέπονται μόνον κατ΄ εξαίρεση και δη εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 46 ΕΚ ή επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος[4].
Το ζήτημα φαίνεται να αποκτά ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον ενόψει των διακυβευομένων οικονομικών συμφερόντων τα οποία διευρύνονται σημαντικά με την είσοδο στο χώρο των τυχερών παιγνίων των εταιριών στοιχημάτων που δραστηριοποιούνται μέσω του διαδικτύου. Το ελληνικό κράτος μέσω του μονοπωλίου του ΟΠΑΠ κερδίζει μεγάλα χρηματικά ποσά και έχει συμφέρον να διατηρήσει το μονοπώλιο. Από δηλώσεις άλλωστε των κυβερνητικών εκπροσώπων στον ημερήσιο τύπο φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να διατηρήσει το μονοπώλιο για όσο μπορεί. Οι εξελίξεις στο χώρο απότι φαίνεται θα είναι σημαντικές και η θέση της ΕΕ φαίνεται να είναι κρίσιμη. Δεν αποκλείεται μάλιστα να γίνουν προσπάθειες για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των τυχερών παιγνίων[5]
[1] Ενδεικτικά βλ. http://news.pathfinder.gr/world/eu/423781.html, www.euro2day.gr
[2] Στην Ελληνική νομοθεσία το μονοπώλιο στον τομέα των τυχερών παιγνίων συναντάται το πρώτον Tο 1888 με το νόμο AXΛ της 30/12/1887-20/1/1888 «Περί Λαχείων» ρύθμισε καταρχήν τη γενική απαγόρευση σύστασης λαχείων και τις κρατικά ελεγχόμενες εξαιρέσεις της υπέρ κοινωφελών σκοπών. Έκτοτε ακολούθησε σειρά από σχετικά νομοθετήματα. Βλ. ενδεικτικά Β.Δ> από 20.12. 1958 «περί συστάσεως Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ)», Ν.1904/90 περί λειτουργίας αριθμολαχείου ΛΟΤΤΟ και λαχείου ΠΡΟΤΟ κλπ
[3] Ενδεικτικά βλ. C 275/92, C 124/97, C-65/05, Επιτροπή κατά Ελλάδος, για την αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων επ’ απειλή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων. Στις νεότερες αποφάσεις όπως είναι οι συνεκδικασθείσες C-338/04,C-359/04 και C-360/04 (για εταιρείες στοιχημάτων μέσω διαδικτύου), C-191/06, C-397/05, C-466/05κρίθηκε ότι «Εθνική κανονιστική ρύθμιση απαγορεύουσα την άσκηση δραστηριοτήτων συγκεντρώσεως, αποδοχής, καταχωρίσεως και διαβιβάσεως προτάσεων στοιχημάτων, ιδίως επί αθλητικών εκδηλώσεων, ελλείψει παραχωρήσεως αδείας από τις αρμόδιες αρχές ή χορηγήσεως αδείας από την αστυνομία του οικείου κράτους μέλους συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπουν, αντιστοίχως, τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση, καθόσον περιορίζει τον αριθμό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων, συμβάλλει πράγματι στην επίτευξη του σκοπού της αποτροπής της εκμεταλλεύσεως των δραστηριοτήτων στον τομέα αυτό για εγκληματικούς σκοπούς ή για απάτες.
Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία απέκλειε και εξακολουθεί να αποκλείει από τον τομέα των τυχερών παιγνίων τις επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί υπό τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο.
Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει ποινικές κυρώσεις σε πρόσωπα, όπως οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης, για την άσκηση οργανωμένης δραστηριότητας συγκεντρώσεως στοιχημάτων ελλείψει της απαιτούμενης από την εθνική νομοθεσία παραχωρήσεως αδείας από τις αρμόδιες αρχές ή χορηγήσεως αδείας από την αστυνομία, στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά δεν ήταν δυνατό να λάβουν τις σχετικές άδειες λόγω της κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου αρνήσεως του οικείου κράτους μέλους να τους τις παράσχει».
[4] C-338/04,C-359/04 και C-360/04 «Κατά συνέπεια, με την απόφαση έγινε δεκτό ότι το άρθρο 4 του νόμου 401/89 συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (σκέψη 59) και ότι επιβάλλεται να εξεταστεί αν μπορούν να επιτραπούν τέτοιοι περιορισμοί λόγω μιας των εξαιρέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 45 ΕΚ και 46 ΕΚ ή για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (σκέψη 60).» Αναφέρεται δε στις προτάσεις του εισαγγελέα στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-338/04,C-359/04 και C-360/04 ότι στις εξαιρέσεις αυτές 33. Σε καμία από αυτές τις δύο εξαιρέσεις δεν περιλαμβάνεται η μείωση των φορολογικών εσόδων (σκέψη 61) ή η χρηματοδότηση κοινωνικών δράσεων από το προϊόν των εσόδων που πρέπει «να συνιστά [...] παρεπόμενη ευεργετική συνέπεια» (σκέψη 62).
[5] Στις προτάσεις του εισαγγελέα στις συνεκδικασθείσες C-338/04,C-359/04 και C-360/04 διατυπώνεται ρητά η άποψη ότι υπάρχει ανάγκη για εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των τυχερών παιγνίων (σκέψεις 144-149) :
«Η έλλειψη εφαρμοστέων στα τυχερά παίγνια διατάξεων παραγώγου δικαίου καθιστά αναγκαίο να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα με σημείο αφετηρίας το πρωτογενές δίκαιο, μολονότι, λαμβανομένων υπόψη των οικείων τομέων, θα ήταν σκόπιμη μια εν προκειμένω εναρμόνιση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ως προς την οποία δεν έλειψαν οι ευκαιρίες….».
Στη συνέχεια δε αναλύονται οι ευκαιρίες αυτές.
Το ζήτημα των μονοπωλίων στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών[2] έχει απασχολήσει επανειλημμένως την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια ποικίλες αποφάσεις του ΔΕΚ[3]. Η θέση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έως σήμερα ήταν σαφής : είχε κριθεί ότι είναι επιτρεπτοί οι περιορισμοί στον τομέα των τυχερών παιγνίων εφόσον τίθενται αδιακρίτως σε όλους τους πολίτες, για λόγους προστασίας της κοινωνικής τάξεως ή εν όψει των κοινωνικών και πολιτιστικών ιδιομορφιών κάθε κράτους – μέλους αρκεί οι απαγορεύσεις αυτές να μη θίγουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, και συνεπώς τα κράτη - μέλη να μη προβαίνουν σε διακρίσεις υπέρ των ημεδαπών τυχερών παιγνίων. Επαφίεται συνεπώς στα κράτη μέλη και στον εθνικό νομοθέτη η αποκλειστική αρμοδιότητα να θέτει περιορισμούς και απαγορεύσεις σε θέματα διοργάνωσης και διεξαγωγής τυχερών παιγνίων. Με τις πιο πρόσφατες όμως αποφάσεις του ΔΕΚ αλλά και την όλη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης η θέση αυτή φαίνεται να αλλάζει. Η κρίση του ΔΕΚ επικεντρώνεται στο νομικό προβληματισμό ότι κατά το κοινοτικό δίκαιο περιορισμοί στον ανταγωνισμό και στην ελεύθερη κυκλοφορία, εγκατάσταση, παροχή υπηρεσιών κλπ επιτρέπονται μόνον κατ΄ εξαίρεση και δη εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 46 ΕΚ ή επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος[4].
Το ζήτημα φαίνεται να αποκτά ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον ενόψει των διακυβευομένων οικονομικών συμφερόντων τα οποία διευρύνονται σημαντικά με την είσοδο στο χώρο των τυχερών παιγνίων των εταιριών στοιχημάτων που δραστηριοποιούνται μέσω του διαδικτύου. Το ελληνικό κράτος μέσω του μονοπωλίου του ΟΠΑΠ κερδίζει μεγάλα χρηματικά ποσά και έχει συμφέρον να διατηρήσει το μονοπώλιο. Από δηλώσεις άλλωστε των κυβερνητικών εκπροσώπων στον ημερήσιο τύπο φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να διατηρήσει το μονοπώλιο για όσο μπορεί. Οι εξελίξεις στο χώρο απότι φαίνεται θα είναι σημαντικές και η θέση της ΕΕ φαίνεται να είναι κρίσιμη. Δεν αποκλείεται μάλιστα να γίνουν προσπάθειες για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των τυχερών παιγνίων[5]
[1] Ενδεικτικά βλ. http://news.pathfinder.gr/world/eu/423781.html, www.euro2day.gr
[2] Στην Ελληνική νομοθεσία το μονοπώλιο στον τομέα των τυχερών παιγνίων συναντάται το πρώτον Tο 1888 με το νόμο AXΛ της 30/12/1887-20/1/1888 «Περί Λαχείων» ρύθμισε καταρχήν τη γενική απαγόρευση σύστασης λαχείων και τις κρατικά ελεγχόμενες εξαιρέσεις της υπέρ κοινωφελών σκοπών. Έκτοτε ακολούθησε σειρά από σχετικά νομοθετήματα. Βλ. ενδεικτικά Β.Δ> από 20.12. 1958 «περί συστάσεως Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ)», Ν.1904/90 περί λειτουργίας αριθμολαχείου ΛΟΤΤΟ και λαχείου ΠΡΟΤΟ κλπ
[3] Ενδεικτικά βλ. C 275/92, C 124/97, C-65/05, Επιτροπή κατά Ελλάδος, για την αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων επ’ απειλή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων. Στις νεότερες αποφάσεις όπως είναι οι συνεκδικασθείσες C-338/04,C-359/04 και C-360/04 (για εταιρείες στοιχημάτων μέσω διαδικτύου), C-191/06, C-397/05, C-466/05κρίθηκε ότι «Εθνική κανονιστική ρύθμιση απαγορεύουσα την άσκηση δραστηριοτήτων συγκεντρώσεως, αποδοχής, καταχωρίσεως και διαβιβάσεως προτάσεων στοιχημάτων, ιδίως επί αθλητικών εκδηλώσεων, ελλείψει παραχωρήσεως αδείας από τις αρμόδιες αρχές ή χορηγήσεως αδείας από την αστυνομία του οικείου κράτους μέλους συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπουν, αντιστοίχως, τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση, καθόσον περιορίζει τον αριθμό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων, συμβάλλει πράγματι στην επίτευξη του σκοπού της αποτροπής της εκμεταλλεύσεως των δραστηριοτήτων στον τομέα αυτό για εγκληματικούς σκοπούς ή για απάτες.
Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία απέκλειε και εξακολουθεί να αποκλείει από τον τομέα των τυχερών παιγνίων τις επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί υπό τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο.
Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει ποινικές κυρώσεις σε πρόσωπα, όπως οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης, για την άσκηση οργανωμένης δραστηριότητας συγκεντρώσεως στοιχημάτων ελλείψει της απαιτούμενης από την εθνική νομοθεσία παραχωρήσεως αδείας από τις αρμόδιες αρχές ή χορηγήσεως αδείας από την αστυνομία, στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά δεν ήταν δυνατό να λάβουν τις σχετικές άδειες λόγω της κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου αρνήσεως του οικείου κράτους μέλους να τους τις παράσχει».
[4] C-338/04,C-359/04 και C-360/04 «Κατά συνέπεια, με την απόφαση έγινε δεκτό ότι το άρθρο 4 του νόμου 401/89 συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων της ελεύθερης εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (σκέψη 59) και ότι επιβάλλεται να εξεταστεί αν μπορούν να επιτραπούν τέτοιοι περιορισμοί λόγω μιας των εξαιρέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 45 ΕΚ και 46 ΕΚ ή για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (σκέψη 60).» Αναφέρεται δε στις προτάσεις του εισαγγελέα στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-338/04,C-359/04 και C-360/04 ότι στις εξαιρέσεις αυτές 33. Σε καμία από αυτές τις δύο εξαιρέσεις δεν περιλαμβάνεται η μείωση των φορολογικών εσόδων (σκέψη 61) ή η χρηματοδότηση κοινωνικών δράσεων από το προϊόν των εσόδων που πρέπει «να συνιστά [...] παρεπόμενη ευεργετική συνέπεια» (σκέψη 62).
[5] Στις προτάσεις του εισαγγελέα στις συνεκδικασθείσες C-338/04,C-359/04 και C-360/04 διατυπώνεται ρητά η άποψη ότι υπάρχει ανάγκη για εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των τυχερών παιγνίων (σκέψεις 144-149) :
«Η έλλειψη εφαρμοστέων στα τυχερά παίγνια διατάξεων παραγώγου δικαίου καθιστά αναγκαίο να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα με σημείο αφετηρίας το πρωτογενές δίκαιο, μολονότι, λαμβανομένων υπόψη των οικείων τομέων, θα ήταν σκόπιμη μια εν προκειμένω εναρμόνιση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, ως προς την οποία δεν έλειψαν οι ευκαιρίες….».
Στη συνέχεια δε αναλύονται οι ευκαιρίες αυτές.