ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

NOMIKΑ ΝΕΑ LAW BLOG

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Σύντομη αναφορά στο νομικό καθεστώς της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα με αφορμή το νέο νόμο 4301/2014



ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Κατά το τέλος του 18ου αιώνα οι Ρωμαιοκαθολικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τελούν υπό την προστασία της Αυστρίας και της Γαλλιας. Η Αυστρία είχε αποσπάσει διάφορα προνόμια υπέρ των καθολικών, ιδίως αναφορικά με την άσκηση της λατρείας, με ειδικές ρυθμίσεις σε συμβάσεις με την Υψηλή Πύλη, οι οποίες επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Βελιγραδίου της 18ης Ιουλίου 1739· πάντως, η Αυστρία άσκησε τα προνόμια προστασίας κυρίως στις περιοχές του Δουνάβεως[1].
Η γαλλική παρουσία ανάγεται ήδη σε γαλλοτουρκική εμπορική συνομολόγηση του 1535, η οποία είχε ερμηνευθεί ότι αναγνώριζε αφενός την ανοχή της καθολικής εκκλησίας στο Οθωμανικό κράτος και αφετέρου τη γαλλική προστασία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία· αργότερα ακολούθησαν και άλλες συνομολογήσεις και φιρμάνια που εμβάθυναν την προστασία αυτή[2]. Συνοπτικά, τα δικαιώματα αυτά αφορούσαν την ακώλυτη άσκηση της λατρείας και την άσκηση των καθηκόντων των καθολικών επισκόπων[3]. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Γάλλος Βασιλεύς εξέλεγε μαζί με την Εκκλησία της Ρώμης τους επισκόπους εντός της σουλτανικής επικράτειας, η δε χειροτονία γινόταν από την Εκκλησία[4]. Η εκλογή ωστόσο έπρεπε να επικυρωθεί από την Υψηλή Πύλη, καθώς ο Σουλτάνος εξέδιδε (με την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού) βεράτιον, έγγραφο δηλαδή που οριοθετούσε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του επισκόπου[5]. Οι ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι, προστατευόμενοι από τη Γαλλία, θεωρούνταν Γάλλοι· οι επαφές των οθωμανικών αρχών με τους ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους ήταν καθαρά εθιμοτυπικές, η δε επίσημη αλληλογραφία με τις οθωμανικές αρχές διεκπεραιωνόταν μέσω του Γάλλου προξένου[6]. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασκούσε και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα· σε πρώτο βαθμό δίκαζε ο επιχώριος καθολικός επίσκοπος, σε δεύτερο βαθμό δίκαζε ο καθολικός Αρχιεπίσκοπος Νάξου, ενώ τελικός κριτής ήταν ο Πάπας Ρώμης[7].

Γ΄ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 3ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1830 ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Κατά την ελληνική επανάσταση εξακολούθησε η γαλλική προστασία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία έληξε με το Γ΄ Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830, συνημμένο στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις – Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία –  αναγνώρισαν ανεξάρτητο Ελληνικό Βασίλειο, με το οποίο η Γαλλία παραιτήθηκε των δικαιωμάτων προστασίας των καθολικών της Ελλάδος υπέρ του νέου Ηγεμόνα της Ελλάδος, το οποίο όμως κατοχύρωνε το ιδιαίτερο εγγυητικό καθεστώς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη υφίσταντο στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος η Αρχιεπισκοπή Νάξου και οι Επισκοπές Σύρου, Τήνου και Θήρας.
Ειδικότερα, το κείμενο του Γ΄ Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου «περί των του Καθολικού Κατοίκων της Ελλάδος» διελάμβανε τα ακόλουθα[8]:
«Παρόντων των πληρεξουσίων της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρεττανίας, και της Ρωσσίας.
Ψηφισθέντος, κοινή παρά των τριών της συμμαχίας Αυλών, ηγεμόνος της Ελλάδος του πρίγκηπος Λεοπόλδου του Σάξ Κοβούγρ, ο της Γαλλίας πληρεξούσιος πληρεξούσιος εκάλεσε την προσοχήν του Συμβουλίου εις την ιδιαιτέραν θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται η Κυβέρνησίς του ως προς τι μέρος του ελληνικού λαού.
Παρέστησε δε ότι από τινων αιώνων ενήργει η Γαλλία υπέρ των δυτικών χριστιανών των εις τον Σουλτάνον υποκειμένων προστασίαν τινά ειδικήν, την οποίαν η Χριστιανικωτάτη Α.Μ. κρίνει να παρακαταθέση σήμερον εις τας χείρας του μέλλοντος Ηγεμόνος της Ελλάδος ως προς τας Επαρχίας εξ ων θέλει σύγκεισθαι η νέα πολιτεία. Αποδυομένη δε η Α.Χ.Μ. το προνόμιον τούτο, οφείλει εις εαυτήν και εις τον λαόν όστις τόσον καιρόν έζησεν υπό την προστασίαν των προγόνων του να ζητήση ώστε οι επί της Στερεάς και των νήσων δυτικοί να εύρωσιν εις τον οργανισμός όστις θέλει δοθή εις την Ελλάδα εγγυήσεις ικανάς ν’ αναπληρώσωσι το έργον το οποίον εξετέλει μέχρι της σήμερον υπέρ αυτών η Γαλλία.
Οι της Ρωσσίας και της Μεγάλης Βρετανίας πληρεξούσιοι ανεγνώρισαν το δίκαιον του ζητήματος και απεφασίσθη να εκτελήται ελευθέρως και δημοσίως εις την νέαν πολιτείαν η λατρεία της δυτικής θρησκείας· αι κτήσεις της να ήναι ησφαλισμέναι· να διατηρηθώσιν ανέπαφα τα καθήκοντα, δίκαια και προνόμια των αρχιερέων, τα οποία ούτοι απελάμβανον επί της προστασίας των βασιλέων της Γαλλίας· τέλος δε πάντων, κατά την αυτήν αρχήν, ν’ αναγνωρίζονται και να μένουν ανεπηρέαστα τα κτήματα τα ανήκοντα εις τας αρχαίας γαλλικάς αποστολάς ή γαλλικά καταστήματα.
Θέλοντες δ’ επί πάσιν οι των τριών συμμάχων Αυλών πληρεξούσιοι να δώσωσιν εις την Ελλάδα νέον δείγμα της προς αυτήν ευμενούς κηδεμονίας των ηγεμόνων των και να προφυλάξωσι τον τόπον τούτον εκ των δεινών τα οποία εδύνατο να προξενήση εις αυτήν η αντιζηλία των εν αυτή επαγγελλομένων λατρειών, συμφωνούν ότι όλοι οι της νέας πολιτείας υπήκοοι, οποιασδήποτε και αν είναι θρησκείας, θέλουν είναι δεκτοί εις όλα τα δημόσια υπουργήματα, αξιώματα, και τιμάς και θεωρείσθαι καθ’ όλας τας θρησκευτικάς, αστικάς, και πολιτικάς αυτών σχέσεις πάντη ίσοι μηδαμώς λογιζομένης της διαφοράς της πίστεως».
Στο απαντητικό της «Υπόμνημα εις το εν Λονδίνω πρωτόκολλον της 3 Φεβρουαρίου (22 Ιανουαρίου) και εις την συνοδεύουσαν αυτό επαγγελματικήν διακοίνωσιν των κυρίων Αντιπρέσβεων των τριών Συμμάχων Αυλών, των παρά τη Ελληνική Κυβερνήσει» της 10ης Απριλίου 1830, η Ελληνική Γερουσία, υπογράφοντος του Προέδρου αυτής Γεωργίου Σισίνη, εκφράζουσα κατά πρώτον «την δικαίαν και βαθυτάτην ευγνωμοσύνην» για την ανεξαρτησία της Ελλάδος («το πολύτιμον αυτό εις όλους τους Έλληνας αγαθόν, χορηγούμενον από τους Σεβαστούς Μονάρχας» των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας), αποδέχθηκε το περιεχόμενο του Πρωτοκόλλου, δεσμεύοντας έτσι διεθνώς την Ελλάδα[9]. Ειδικότερα, διέλαβε σχετικά με την προστασία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δυνάμει του ως άνω Πρωτοκόλλου τα ακόλουθα[10]:
«[…] Οι κύριοι Α[ν]τιπρέσβεις των τριών Συμμάχων Αυλών παρά τη Ελληνική Κυβερνήσει εις την επίσημον διακοίνωσίν των ειδοποίησαν περί ιδιαιτέρας πράξεως γενομένης μεταξύ της Χριστιανικής Μεγαλειότητος και της Βασιλικής Αυτού Υψηλότητος [Ηγεμόνος Πρίγκηπος Λεοπόλδου], πράξεως καθιερονούσης δικαιώματα εις τους Δυτικούς του Ελληνικού κράτους· η καθιέρωσις αύτη, σύμφωνος κατά μέγα μέρος με τους ενυπάρχοντάς μας νόμους, προσδιορίζοντας τα πολιτικά δικαιώματα, αρκεί μόνη να μας πιστοποιήση, ότι του Ανατολικού Δόγματος η θρησκεία θέλει είσθαι η επικρατούσα της ανεξαρτήτου Ελλάδος […]».
Ωστόσο, η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του 33ου Πρωτοκόλλου της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου της 19ης Ιουνίου/1ης Ιουλίου 1830 όριζε ότι:
«Τα υπό του Πρωτοκόλλου της 3 Φεβρουαρίου 1830 χορηγούμενα εις τους Καθολικούς προνόμια ουδεμίαν δύνανται να επιβάλωσιν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν υποχρέωσιν ενδεχομένην να στραφή προς βλάβην της επικρατούσης Εκκλησίας»[11].

ΕΠΤΑΝΗΣΑ
Εξάλλου, ειδικού καθεστώτος απολάμβανε ρητώς η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στα Επτάνησα όταν τέθηκαν υπό γαλλική και αγγλική προστασία (προτεκτοράτο) μετά την κατάλυση της ενετικής κυριαρχίας το 1797, καθώς στα ισχύσαντα συνταγματικά κείμενα του 1803 και του 1817, τα οποία αναγνώριζαν ως «κρατούσα» θρησκεία τη θρησκεία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προστατευόταν «εξαιρέτως», ενώ άπαντα τα λοιπά θρησκεύματα απλώς παρέμεναν «ανεκτά»[12].
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου δ΄ του Τίτλου Α΄ του Συντάγματος της Επτανήσου Πολιτείας (“Repubblica Settinsulare”) του 1803, το οποίο εξεδόθη ενόσω τα Επτάνησα τελούσαν υπό γαλλική προστασία, το εκκλησιαστικό καθεστώς ρυθμιζόταν ως ακολούθως:
«δ΄. Η Γραικική Ορθόδοξος Πίστις εστίν η κυριεύουσα Θρησκεία της Επικρατείας.
Η Καθολικορωμάνα Θρησκεία εστί προσέτι δεκτή και προστατευομένη.
Άπασα άλλη λατρεία εστίν ανεκτή»[13].
Ακολούθησε το «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» (“Constitunional Chart of the United States of the Ionian Islands”) του 1817, το οποίο παραχωρήθηκε επί Αρμοστείας του Sir Thomas Maitland, όταν δηλαδή η Ιόνιος Πολιτεία είχε ήδη τεθεί υπό την αγγλική προστασία. Ειδικότερα, το εκκλησιαστικό καθεστώς στα Επτάνησα ρυθμιζόταν κατά τις κρίσιμες σχετικά διατάξεις του ως ακολούθως:
«Κεφάλαιον Πρώτον. Γενικός Οργανισμός. Άρθρον 3.
Επικρατούσα Θρησκεία του Ιονίου Κράτους εστίν η της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας. Παν δε έτερον Χριστιανικόν Θρήσκευμα προστατεύεται, κατά τα εφ’ εξής ρηθησόμενα.
Κεφάλαιον Πέμπτον. Περί του Εκκλησιαστικού Συστήματος. Τμήμα Α΄. Περί του Εκκλησιαστικού Συστήματος εν γένει.
Η Καθολική Ρωμάνα Θρησκεία προστατεύεται εξαιρέτως, και παν άλλο είδος θρησκεύματος εστίν ανεκτόν»[14].
Με το Νόμο Ν΄ του 1864 (ΦΕΚ 25/17-6-1864) «Περί ισχύος της μεταξύ Ελλάδος, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσσίας Συνθήκης περί ενώσεως των Ιονίων Νήσων μετά του Βασιλείου της Ελλάδος» κυρώθηκε η από 17 (29) Μαρτίου 1864 ομώνυμη Συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία επεκτείνεται η προστατευτική ισχύς του Γ΄ Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 22ης  Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830 στους Καθολικούς των Επτανήσων, διατηρουμένης της «εγγυηθείσας ειδικής προστασίας». Ειδικότερα, το άρθρο 4 της ανωτέρω Συνθήκης ορίζει τα ακόλουθα:
«Η μετά του Βασιλείου της Ελλάδος ένωσις της Ηνωμένης Πολιτείας των ιονίων Νήσων ουδαμώς ακυρώσει τας υπό της υπαρχούσης νομοθεσίας των Νήσων καθιερωμένας αρχάς της ελευθερίας της λατρείας και της ανεξιθρησκείας· επομένως, τα καθιερωθέντα θρησκευτικά δικαιώματα και προνόμια υπό του Α΄ και του Ε΄ κεφαλαίου του Συνταγματικού Χάρτου της Ηνωμένης Πολιτείας των ιονίων Νήσων, και ιδίως η αναγνώρισις της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, ως Εκκλησίας επικρατούσης εν ταις Νήσοις, η απόλυτος ελευθερία της λατρείας η χορηγουμένη εις την Εκκλησίαν του Κράτους της Προστάτιδος Δυνάμεως και η πλήρης ανεξιθρησκεία η προς τας άλλας χριστιανικάς κοινότητας υποσχεθείσα, διατηρηθήσονται, και μετά την ένωσιν, εν όλη αυτών τη ισχύι.
Η ειδική προστασία, η εγγυηθείσα προς την Καθολικήν Ρωμαϊκήν εκκλησίαν, ως και τα πλεονεκτήματα ων αύτη ήδη απολαύει, διατηρηθήσονται επίσης· και οι εις το δόγμα τούτο ανήκοντες υπήκοοι θ’ απολαύωσιν εν ταις Ιονίοις Νήσοις της αυτής θρησκευτικής ελευθερίας της αναγνωρισθείσης, ως προς αυτούς, εν Ελλάδι, διά του Πρωτοκόλλου της 22 Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830.
Η αρχή της απολύτου αστυκής και πολιτικής ισότητος μεταξύ των υπηκόων των διαφόρων δογμάτων, καθιερωμένη εν Ελλάδι υπό του αυτού Πρωτοκόλλου, θέλει επίσης ισχύει εν ταις Ιονίοις Νήσοις».

ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Επιπλέον, το άρθρο Β΄, εδ. γ΄ και  στ΄ του Β.Δ/τος της 3ης/15ης Απριλίου 1833 (ΦΕΚ 14/13 (25) Απριλίου 1833) «Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείας της Επικρατείας» όρισε περί της εποπτείας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τα ακόλουθα:
«Εις την αρμοδιότητα της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας ανήκουσιν·
[…] γ΄) Η εξέτασις όλων των διαταγμάτων των εκκλησιαστικών αρχών, προ πάντων δε των αυτογράφων, βουλλών και πιτακίων του Πάπα της Ρώμης, πριν γνωστοποιηθώσιν, η Γραμματεία οφείλει να ζητήση την περί γνωστοποιήσεως άδειαν από τον βασιλέα·
[…] στ΄) Τα ηγεμονικά δίκαια ως προς τον διορισμόν εις τα εκκλησιαστικά υπουργήματα και ως προς την άδειαν της χειροτονίας ιερέων και διακόνων».
Η ανωτέρω διάταξη καθορίζει δηλαδή ότι οι ως άνω πράξεις της Αγίας Έδρας περιβάλλονται τον εκτελεστό τύπο στην Ελλάδα μέσω της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, η οποία παρεμβαίνει και στο διορισμό στα εκκλησιαστικά αξιώματα[15].
Στην ίδια κατεύθυνση, το άρθρο 3, εδ. ε΄ του Β.Δ/τος της 3ης/15ης Απριλίου 1833 (ΦΕΚ 14/13 (25) Απριλίου 1833) «περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Γραμματείας της Επικρατείας» ορίζει ότι
«ε΄. Διά της αυτής Γραμματείας κρατείται η αλληλογραφία μεταξύ της Παπικής Αυλής ή των Αρχών και Πρακτόρων αυτής και του καθολικού Ιερατείου του τ[ό]που […]».
Η ειδική θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διαρκούσης της Βασιλείας του (ρωμαιοκαθολικού) Όθωνος επιβεβαιώνεται και από το «άρθρον μοναδικόν» του Νόμου ΦϞΕ΄ της 31ης Μαΐου/16ης Ιουνίου 1860 «Περί ορκοδοσίας των αρχιερέων και λοιπών κληρικών της Ρωμαιο-καθολικής εκκλησίας» (ΦΕΚ 28), το οποίο όριζε ότι:
«Ο διά του άρθρου ΚΓ΄ του καταστατικού νόμου της Ιεράς Συνόδου της 9 Ιουλίου 1852 οριζόμενος τύπος όρκου ισχύει και διά τους αρχιερείς και λοιπούς κληρικούς της Ρωμαιο-καθολικής εκκλησίας».
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 εδ. β΄ του προϊσχύσαντος Ελληνικού Συντάγματος του 1864, η οποία επαναλαμβάνεται αυτούσια στα Συντάγματα των ετών 1911, 1927 και 1952,
«Οι λειτουργοί όλων των ανεγνωρισμένων θρησκειών υπόκεινται εις την αυτήν υπό της Πολιτείας επιτήρησιν, εις ήν και οι λειτουργοί της επικρατούσης θρησκείας»[16].
 
Κατά μία άποψη που υποστηρίχθηκε από σημαντική μερίδα της θεωρίας, το Γ΄ Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου του 1830 υποχρεώνει την Ελλάδα να σεβασθεί μόνο τις ρωμαιοκαθολικές επισκοπές που είχαν ήδη συσταθεί μέχρι τότε (1830) εντός της εδαφικής επικράτειας του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος, ειδικά δε για τα Επτάνησα μέχρι το 1864, οπότε και επεκτάθηκε σε αυτά η ισχύς του ως άνω Πρωτοκόλλου[17]. Πάντως, ζήτημα ερμηνευτικό ιδιαίτερο ως προς ήδη συσταθείσες κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας καθολικές επισκοπές στις «Νέες Χώρες» δεν φαίνεται να υπάρχει. Κατά την ίδια άποψη, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων η εγκαθίδρυση νέων επισκόπων ή η ίδρυση νέων καθολικών επισκοπών στην Ελλάδα δεν είναι δυνατό να γίνει χωρίς την έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως[18]· άλλωστε, και επί οθωμανικής κυριαρχίας η αναγνώριση των επισκόπων της Καθολικής Εκκλησίας συντελούταν με σουλτανικό βεράτιο (πράξη δηλαδή της εγχώριας Κυβερνήσεως), επομένως δεν αντιβαίνει στο Γ΄ Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830 σχετική εξουσία της Ελληνικής Κυβερνήσεως, το οποίο ουδόλως ρύθμιζε την εποπτεία της Πολιτείας επί της Καθολικής Εκκλησίας[19]. Εξάλλου δεν υπήρχε (και ούτε υπάρχει νυν) κογκορδάτο με την Αγία Έδρα με διαφορετικές ρυθμίσεις.
Ωστόσο, οι διατάξεις περί εποπτείας της Καθολικής Εκκλησίας παρέμειναν ως επί το πλείστον ανεφάρμοστες[20], καθώς κατά τη μάλλον κρατήσασα στη θεωρία άποψη αντέβαιναν στο Γ΄ Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830[21]. Μάλιστα, στη Β΄ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση ο Πληρεξούσιος Κόκκινος υπέβαλε πρόταση για συμπερίληψη στο άρθρο 2 του Σ/τος του 1864 ρυθμίσεως, η οποία είχε ως εξής:
«Ουδεμία πράξις, ουδέν έγγραφον των εν τη αλλοδαπή εδρευόντων πνευματικών αρχηγών ή προϊσταμένων των διαφόρων ανεκτών θρησκειών δύναται να δημοσιευθή, να εκτελεσθή ή να ισχύση οπωσδήποτε εν Ελλάδι άνευ της εγκρίσεως της πολιτικής αρχής»[22].
Την πρόταση, όμως, αυτή απέκρουσε ο Νικόλαος Ι. Σαρίπολος, επικαλούμενος αφενός την «ανέπαφη διατήρηση των εκ του εκκλησιαστικού αξιώματος δικαίων και προνομιών» των ρωμαιοκαθολικών αρχιεπισκόπων και αφετέρου το ανεφάρμοστο εν τοις πράγμασι των διατάξεων περί εποπτείας της Καθολικής Εκκλησίας[23]. Τελικά, η πρόταση αυτή δεν συμπεριλήφθηκε στο Σύνταγμα του 1864[24].
Πάντως, δεν έλειψαν περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων περί εποπτείας της Καθολικής Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, εκδόθηκαν τα ακόλουθα τρία Διατάγματα:
1)      «Δηλοποίησις» του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της 25ης Απριλίου 1853 (ΦΕΚ 13/2-5-1853) «Περί αναγνωρίσεως του εν Σύρω Σ. Επισκόπου της Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας».
2)      Β.Δ. της 16ης Μαΐου 1874 (ΦΕΚ 24/16-6-1874) «Περί αναγνωρίσεως του κ. Ιωάννου Μαραγκού ως Επισκόπου της εν Τήνω και Μυκόνω Επισκοπής των χριστιανών του Δυτικού Δόγματος».
3)      Β.Δ. της 13ης Ιουλίου 1874 (ΦΕΚ 32/18-9-1874) «Περί αναγνωρίσεως του Σ. Επισκόπου της εν Τήνω και Μυκόνω Επισκοπής των χριστιανών του δυτικού δόγματος κ. Ιωάννου Μαραγκού ως Επισκόπου της Δυτικής Εκκλησίας εις τα μέρη, εις τα οποία δεν υπάρχει άλλος Επίσκοπος της αυτής Εκκλησίας».
Τα ανωτέρω διατάγματα, τα οποία φαίνεται να είναι και τα μόνα εκδοθέντα σχετικώς, καταδεικνύουν ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν υπήρξε πάντα αμέτοχη στο ζήτημα της διάρθρωσης της Καθολικής Εκκλησίας αναφορικά με τον αριθμό των επισκοπών και τα πρόσωπα των επισκόπων της στην Ελλάδα. Εξάλλου, η μη εφαρμογή της νομοθεσίας δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, τη (σιωπηρή) κατάργησή της. Ήδη στη θεωρία έχει επικριθεί η παράλειψη της Καθολικής Εκκλησίας να ζητήσει άδεια για την ίδρυση νέας Αρχιεπισκοπής των εν Αθήναις Καθολικών και το διορισμό Αρχιεπισκόπου το 1875[25], ακόμη και υπό την ισχύ του άρθρου 2 Σ/τος 1952[26].
Ομοίως, η Ελληνική Πολιτεία εμμένει, ενόψει και των σφοδρών αντιδράσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, στην άρνησή της να αναγνωρίσει επίσημα τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών[27], δημιουργώντας ανασφάλεια δικαίου ως προς τη θέση του στην ελληνική έννομη τάξη[28].

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ
Η Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920 «περί προστασίας των εν Ελλάδι Μειονοτήτων», το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με τη προσαρτηθέν στη Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 16ο Πρωτόκολλο[29], κυρώθηκε με το Ν.Δ. της 29ης Σεπτεμβρίου/30ης Οκτωβρίου 1923 «Περί κυρώσεως της εν Σέβραις υπογραφείσης υπογραφείσης Συνθήκης περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων» (ΦΕΚ 311 Α΄). Στο προοίμιο της αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι:
«η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, αναγνωρίζουσαι ότι δυνάμει της παρούσης Συνθήκης η Ελλάς αναλαμβάνει διά την διατήρησιν των θρησκευτικών ελευθεριών υποχρεώσεις υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών, παραιτούνται, το κατ’ αυτάς, του δικαιώματος όπερ είχεν αναγνωρισθή αυταίς διά του υπ’ αριθ. 3 Πρωτοκόλλου της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1923 (ν.ημ.), προς εξασφάλισιν της προστασίας των θρησκευτικών ελευθεριών»
Περαιτέρω, στο άρθρο 8 του ως άνω κυρωθέντος Πρωτοκόλλου ορίζονται τα ακόλουθα:
«Οι υπήκοοι έλληνες, οίτινες ανήκουσιν εις εθνικάς, θρησκευτικάς ή γλωσσικάς μειονότητας, θα απολαύωσι νομικώς και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων, ων απολαύουσιν οι άλλοι υπήκοοι έλληνες. Θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσι, διευθύνωσι και ελέγχωσιν, ιδίαις δαπάναις, φιλανθρωπικά θρησκευτικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως χρήσιν της ιδίας αυτών γλώσσης και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των εν αυτοίς».

Οι διατάξεις της ανωτέρω Συνθήκης των Σεβρών κατήργησαν το Γ΄ Πρωτόκολλο του 1830 και τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου περί ενώσεως των Ιονίων Νήσων[30]. Ομοίως, και ο ΑΠ καταφάσκει την μέχρι της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης των Σεβρών ισχύ του από 3 Φεβρουαρίου 1830 Γ΄ Πρωτοκόλλου[31].

Η Συνθήκη των Σεβρών επιζεί ως εσωτερικός νόμος της Ελλάδος, σε όση όμως έκταση το περιεχόμενό της καλύπτεται από την πολύ ευρύτερη ΕΣΔΑ, η οποία διασφαλίζει τη θρησκευτική ελευθερία σε όλα τα πρόσωπα και όχι ειδικά στις μειονότητες, καταργήθηκε από το μεταγενέστερο κείμενο που αποβλέπει στον ίδιο σκοπό.

Κατά της αποφάσεως αυτής προσέφυγε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου ο Ρωμαιοκαθολικός Επίσκοπος Σύρου και Αποστολικός Τοποτηρητής Κρήτης κ. Φραγκίσκος Παπαμανώλης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «ΕΔΔΑ»), όταν η υπόθεση κατέληξε σε αυτό, έκρινε ότι η νομική προσωπικότητα της Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας και των ενοριακών εκκλησιών δεν είχε ποτέ αμφισβητηθεί από τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, ούτε από τις διοικητικές αρχές ούτε από τα δικαστήρια[32]. Εξάλλου, το ΕΔΔΑ συμπέρανε οι εκκλησίες αυτές είχαν αποκτήσει, χρησιμοποιήσει και μεταβιβάσει ελεύθερα κινητά και ακίνητα πράγματα, είχαν συνάψει συμβάσεις και είχαν συμμετάσχει σε συναλλαγές κυρίως συμβολαιογραφικές, των οποίων η εγκυρότητα αναγνωρίσθηκε πάντοτε, ενώ στο φορολογικό επίπεδο είχαν τύχει των προβλεπόμενων απαλλαγών από τη νομοθεσία περί φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και μη κερδοσκοπικών σωματείων[33]. Κατά το ΕΔΔΑ, «η πάγια νομολογία και διοικητική πρακτική δημιούργησαν, με το πέρασμα των χρόνων, μία νομική ασφάλεια, τόσο επί περιουσιακών ζητημάτων όσο και σε ό, τι αφορά το θέμα της εκπροσώπησης ενώπιον της δικαιοσύνης των διαφόρων καθολικών ενοριακών εκκλησιών, και στην οποία η αιτούσα εκκλησία μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει»[34]. Στο επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η Καθολική Εκκλησία Χανίων (συνεπώς και τα λοιπά μορφώματα της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος) θα μπορούσε να αποκτήσει νομική προσωπικότητα ή να συγκροτηθεί σε ένωση προσώπων, προκειμένου να αποκτήσει ικανότητα διαδίκου κατ’ άρθρο 62 ΚΠολΔ, το ΕΔΔΑ αντέτεινε τις δυσκολίες προσαρμογής της Εκκλησίας σε αυτή την νομική μορφή και τα ενδεχόμενα διαδικαστικά προβλήματα ενόψει μελλοντικής αντιδικίας, καθώς, όπως δέχθηκε το ΕΔΔΑ, η καθυστερημένη τήρηση της εσωτερικής νομοθεσίας θα κινδύνευε να ερμηνευθεί ως ομολογία ακυρότητας των παρελθουσών αναρίθμητων δικαιοπραξιών, ενώ και η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων σε νεοπαγές νομικό πρόσωπο που θα υποκαθιστούσε την Εκκλησία θα ήταν προβληματική[35].  


Η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

 
Κατά την ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία[1] η (Ρωμαϊκή) Καθολική Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα, έχουσα κεφαλή τον Ιησού Χριστό, στοιχούσα στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τηρούσα απαρασάλευτα τη δογματική διδασκαλία, το Κανονικό Δίκαιο και τις Ιερές Παραδόσεις, διοικείται δε από τον εκάστοτε Επίσκοπο Ρώμης (Πάπα) και των ευρισκόμενων σε κοινωνία με τον Πάπα επισκόπων.
Σύμφωνα με τον Καν. 100 παρ. 1 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου (Codex Iuris Canonici) του 1917 [εφεξής “CIC/1917”], ο οποίος επαναλαμβάνεται στον Καν. 113 παρ. 1 Κώδικα Κανονικού Δικαίου (Codex Iuris Canonici) του 1983 [εφεξής “CIC/1983”], «η Καθολική Εκκλησία και η Αγία Έδρα φέρουν θείω δικαίω την ιδιότητα του νομικού προσώπου»[2]. Η άποψη αυτή ωστόσο οφείλει να είναι ενίοτε συμβατή με την κρατική νομιμότητα εφόσον οι σχέσεις διέπονται και από τα εθνικά δίκαια των κρατών. Εν απουσία διμερούς συνθήκης ή άλλης νομοθετικής ρύθμισης το ζήτημα αντιμετωπίζεται κατά τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου της κάθε χώρας.
Κατά το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας (άρθ. 13)  η Καθολική Εκκλησία τυγχάνει πλήρους 
προστασίας ως γνωστή θρησκεία όπως και οι πιστοί της. Ως ιδρυθείσα προ της 
εισαγωγής του Αστικού Κώδικα θεωρείται νομικό πρόσωπο υπαγόμενο στο άρθ. 13 του ΕισΝΑΚ. 
Τούτο όμως ενίοτε [3] αμφισβητήθηκε και οδήγησε μέχρι και στην έκδοση
 αποφάσεων του Δικαστηρίων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται ότι αποτελεί νομικό πρόσωπο sui generis. 
Τούτο υποστήριξε και η καθολική εκκλησία Χανίων ενώπιον του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων 
του Ανθρώπου το 1997 στο πλαίσιο του άρθ. 13 ΕισΝΑΚ και της συνθήκης των Σεβρών:
 
Το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρατήρησε ειδικά ως προς το θέμα τα ακόλουθα:



Το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του ανθρώπου έκρινε επίσης ότι η Ελληνική Κυβέρνηση παραβιάζει το άρθ. 14 λόγω της αμφισβήτησης της φύσης της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς ωστόσο το ζήτημα αυτό να έχει επιλυθεί ορθολογικά μέχρι σήμερα. 
 
 
  Πλέον μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 4301/2014 φαίνεται να επιλύεται οριστικά το σπουδαίο αυτό ζήτημα που χρόνια δημιουργεί νομικές αμφισβητήσεις και πάθη.
η εισηγητική έκθεση του νόμου εδώ
η έκθεση τηςς Επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής εδώ

[1] Γ. Στρέιτ, Τινά περί της θέσεως της Καθολικής Εκκλησίας εν Ελλάδι, Εφημερίς Ελληνικής και Γαλλικής Νομολογίας, 1908, σελ. 310 επ., 313.
[2] Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 313-315.
[3] Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 315.
[4] Georg Ludwig von Maurer, Ο Ελληνικός Λαός: Δημόσιο, Ιδιωτικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο από την έναρξη του Αγώνα για την Ανεξαρτησία ως την 31 Ιουλίου 1834, Μετάφραση Όλγας Ρομπάκη, Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα, 1976, σελ. 286. Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα του Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, Τόμος Γ΄, 1923, 4η Έκδοσις, σελ. 349.
[5] Georg Ludwig von Maurer, Ο Ελληνικός Λαός […], όπ.π., σελ. 286· Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 349· Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 317.
[6] Georg Ludwig von Maurer, Ο Ελληνικός Λαός […], όπ.π., σελ. 286.
[7] Georg Ludwig von Maurer, Ο Ελληνικός Λαός […], όπ.π., σελ. 287.
[8] Όπως παρατίθεται σε Ραπτάρχη, Διαρκής Κώδιξ της Ισχυούσης Νομοθεσίας, Τ. 33, Εκκλησιαστική Νομοθεσία, Να, 1-2 (Καθολικοί), Σελ. 423· βλ. και Γ.Α. Ράλλη, Οι Ελληνικοί Κώδικες μετά των τροποποιούντων αυτούς νεωτέρων Νόμων και Β. Διαταγμάτων […], Αθήνησιν, Εκ της Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, 1857, Γ΄ Έκδοση, Τόμος Τρίτος: Συνθήκαι, Πρωτόκολλα, Συμβάσεις, και άλλαι Διπλωματικαί Πράξεις μεταξύ Ελλάδος και των άλλων Δυνάμεων, σελ. 93 επ.
[9] Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 350. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ ΛΑΘΟΣ
[10] Βλ. Γ.Α. Ράλλη, Οι Ελληνικοί Κώδικες […], όπ.π., σελ. 108 επ, σελ. 127.
[11] Βλ. Γ.Α. Ράλλη, Οι Ελληνικοί Κώδικες […], όπ.π., σελ. 136 επ, σελ. 138.
[12] Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 320 επ.
[13] Το κείμενο παρατίθεται ως έχει κατά την επίσημη μετάφραση της Επτανήσου Πολιτείας του 1803. Το πρωτότυπο ιταλιστί έχει ως εξής: “4. La Religione Greca Ortodossa è la Religione dominante dello Stato. La Religione Cattolica Romana è pure prediletta e protetta. Ogni altro culto è tollerato”.
[14] Το κείμενο παρατίθεται ως έχει κατά την μετάφραση του Μ.Σ. Ιδρωμένου του 1855. Το αγγλικό κείμενο έχει ως εξής: “Chapter I, General Organization. Article 3rd: The established religion of these States is the Orthodox Greek Religion; but all other forms of the Christian Religion shall be protected as hereinafter stated”· “Chapter V. Ecclesiastical Establishment.  Section I. General. Article 3rd: The Roman Catholic Religion shall be specially protected, and all other forms of religion shall be tolerated”.
[15] Βλ. Αγόρευση Ν.Ι. Σαρίπολου κατωτέρω.
[16] Πρβλ και άρθρο 13 παρ. 3 Σ 1975/1986/2001/2008:
«Οι λειτουργοί όλων των  γνωστών  θρησκειών  υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας  θρησκείας».
[17] Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 352· Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 320 επ.
[18] Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 353· Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 327 επ.
[19] Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 353.
[20] Όπως ο διορισμός καθολικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών χωρίς την έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως· βλ. και Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 353, υποσημ. 1.
[21] Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 354.
[22] Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως, τ. Β΄, σελ. 298.
[23] Βλ. Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως, τ. Ε΄, σελ. 370 επ., Αγόρευση του Ν.Ι. Σαρίπολου: «[…] Την δε πρότασιν του Κ. Κοκκίνου, αποκρούω, πρώτον μεν διότι είναι πρότασις νομοθετική κυρίως και ουχί συνταγματική, ως τοιαύτη δε δεν πρέπει να εύρη χώραν εν τω Συντάγματι· δεύτερον δε, διά τον εξής λόγον. Ει και αι συνθήκαι της Επτανήσου περί αυτονομίας αυτής διερρήχθησαν, διατελούσιν όμως εν πλήρει ισχύϊ αι συνθήκαι περί της αυτονομίας της Ελλάδος· εν αυταίς λοιπόν ευρίσκω το πρωτόκολλον της 3ης Φεβρουαρίου 1830, κατά το οποίον παραιτείται μεν η  Γαλλία ως προς τους εις την ελληνικήν υπηκοότητα μεταβαίνοντας Δυτικούς της δικαιοδοσίας και της προστασίας ην ενήσκει υπέρ αυτών εφόσον υπό την κυριαρχίαν του Σουλτάνου διετέλουν, διατηρούνται όμως ανέπαφα τα εκ του εκκλησιαστικού αξιώματος δίκαια και προνομίαι των της δυτικής εκκλησίας αρχιερέων […]. Και απόδειξις, ότι αυτή η συνθήκη έχει κράτος και ισχύν έστω τούτο, ότι καίτοι εν τω διατάγματι της 3/15 Απριλίου 1833 περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείας της Επικρατείας φέρονται εν άρθρω δευτέρω, εδαφίω 3, τα εξής: «Η εξέτασις όλων των διαταγμάτων των εκκλησιαστικών αρχών, προ πάντων δε των αυτογράφων, βουλλών και πιτακίων του Πάπα της Ρώμης, πριν γνωστοποιηθώσιν, η Γραμματεία οφείλει να ζητήση την περί γνωστοποιήσεως άδειαν από τον Βασιλέα» ουδέποτε όμως μέχρι του νυν κατωρθώθη να εφαρμοσθή εν Ελλάδι η τοιαύτη διάταξις· ενώ δε κατά νόμον, ως βλέπετε, η εκκλησία της Ρώμης οφείλει να υποβάλλη και την εκλογήν των αρχιερέων και την δημοσίευσιν των Βουλλών και πιτακίων του αρχηγούντος Πάπα εις την έγκρισιν της εν Ελλάδι κοσμικής αρχής, όπως περιβληθώσι παρ’ αυτής το εκτελεστόν, ουχ ήττον πώποτε η διάταξις αύτη δεν ετηρήθη, ως αείποτε των Δυτικών επικαλουμένων κατ’ αυτής το μνησθέν πρωτόκολον». 
[24] Αρχικά είχε τεθεί στο άρθρο 2 Σ/τος 1864 διάταξη ψηφισθείσα την 12η Αυγούστου 1864, η οποία όριζε ότι «οι Αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι και ιερείς του καθολικού κλήρου πρέπει να ώσι πολίται Έλληνες»· Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως, τ. Ε΄, σελ. 399. Ωστόσο, στο από 31 Οκτωβρίου 1864 Διάγγελμά του προς τη Β΄ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση (το οποίο αναγνώσθηκε κατά τη συνεδρίαση της 2 Νοεμβρίου) ο Βασιλεύς Γεώργιος επέστησε στους Πληρεξουσίους του Έθνους το ενδεχόμενο ασυμβατότητας της ρυθμίσεως με το Πρωτόκολλο του 1830, διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα: «Παραστάσεις, απευθυνθείσαι αρτίως προς την Κυβέρνησίν Μου, εφείλκυσαν την προσοχήν αυτής επί του εν τω άρθρω 2 του συντάγματος τεθέντος όρου, καθ’ όν οι λειτουργοί της εν Ελλάδι Δυτικής Εκκλησίας πρέπει να ώσι πολίται έλληνες. Παρακαλώ ίνα η αναγραφή του όρου τούτου μελετηθή αύθις υπό της Συνελεύσεως, ουχί προς σκοπόν αθετήσεως δικαιωμάτων της Επικρατείας, αλλά προς διευκόλυνσιν των ενεργειών της νομοτελεστικής εξουσίας, αίτινες πάντοτε θέλουσι τείνει προς την υποστήριξιν των δικαιωμάτων τούτων, εφ’ όσον διεθνείς υποχρεώσεις δεν περιώρισαν τυχόν αυτά» (Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως, τ. Στ΄, σελ. 968). Τελικά, η επίμαχη ρύθμιση διεγράφη από την Εθνοσυνέλευση κατά τη συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 1864, με 164 ψήφους έναντι 124· το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας έγινε δεκτό με τις φωνές «Ζήτωσαν οι Φλάροι!» και με ποδοκροτήματα του ακροατηρίου, ενώ αμέσως αποχώρησε η αριστερή πτέρυγα (Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως, τ. Στ΄, σελ. 1036). Βλ. και Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 355 επ.
[25] Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα […], όπ.π., σελ. 353, υποσημ. 1· Γ. Στρέιτ, Τινά […], όπ.π., σελ. 329 επ.
[26] Α. Σβώλου – Γ. Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Ερμηνεία – Ιστορία – Συγκριτικόν Δίκαιον, Τόμος Α΄, Αθήναι, 1954, σελ.80, όπου υποστηρίζεται ότι υπό το κράτος ακόμη του Πρωτοκόλλου του 1830 τα δικαιώματα της Καθολικής Εκκλησίας δεν μπορούσαν να αντιτίθενται προς την εποπτεία του Κράτους έναντι πάσης θρησκείας και εκκλησίας, τα ρυθμιζόμενα υπό της νομοθεσίας, συμφώνως προς το Σύνταγμα, περιλαμβάνοντα δε ασφαλώς και την έγκριση της ίδρυσης νέων καθολικών επισκοπών και του διορισμού επισκόπων κατά τα κρατούντα στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.

[27] Την άνοιξη του 1983 ανέκυψε το ζήτημα επανεξέτασης της αναγνώρισης από το Κράτος, της καθολικής Αρχιεπισκοπής Αθηνών και του τίτλου του Αρχιεπισκόπου των εν Αθήναις Καθολικών. Η Εκκλησία της Ελλάδος αντέδρασε έντονα, δηλώνοντας ότι δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί αναγνώριση καθολικού Αρχιεπισκόπου με τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αγίου Διονυσίου Αθηνών και Μητροπολίτης Ηπειρωτικής Ελλάδος». Στα συνοδευτικά έγγραφα του υπουργείου υπήρχε και γνωμοδότηση υπέρ της αναγνώρισης. Βλ. και Ι. Ασημάκης, 25 Χρόνια Διπλωματικές Σχέσεις Ελλάδος-Αγίας Έδρας, Σύγχρονα Βήματα, Τεύχος 132, Έτος 35, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σελ. 207.
[28] Η Ελληνική Πολιτεία στις τελετές του Κράτους στην Αθήνα θεωρεί ως εκπρόσωπο του καθολικού δόγματος στην Ελλάδα τον πρωθιερέα του Ι.Ν. Αγ. Διονυσίου αγνοώντας τον Επίσκοπο του. Βλ. και Ι. Ασημάκης, 25 Χρόνια […], όπ.π., σελ. 207, υποσημ. 14.
[29] Άρθρο 1 περ. 11 του Ν.Δ/τος της 25ης Αυγούστου 1923 «Περί κυρώσεως της εν Λωζάνη συνομολογηθείσης Συνθήκης περί Ειρήνης» (ΦΕΚ 238 Α΄).
[30] Α. Σβώλου – Γ. Βλάχου, Το Σύνταγμα […], όπ.π., σελ. 80-81.
[31] Έτσι και Μ. Φρέρης, Παρατηρήσεις, Ι, στην Απόφαση ΑΠ 360/1994 σε Κέντρο Δικανικών Μελετών, Η θρησκευτική ελευθερία  (επιμ. Κ.Ε.Μπέη), Εκδόσεις Eunomia, Αθήνα 1997, σελ. 436 επ. 437.
[32] Σκέψη 39.
[33] Σκέψη 39.
[34] Αυτόθι, σκέψη 39.
[35] Αυτόθι, σκέψη 40.

Δεν υπάρχουν σχόλια: