«Ευλογώτατα μισείται η οβολοστατική διά το απ’ αυτού του
νομίσματος είναι την κτήσιν και ουκ εφ’ όπερ επορίσθη, ο δε τόκος αυτό
ποιεί πλέον (όθεν και τού’ νομα τουτ’ είληφεν όμοια γαρ τα τικτόμενα
τοις γεννώσιν αυτά έστιν, ο δε τόκος γίνεται νόμισμα εκ νομίσματος)
ώστε και μάλιστα παρά φύσιν ούτως των χρηματιστών εστίν»
(Αριστοτέλης, Πολιτικά 1258 β, 2).
Μέρες δύσκολες για την Ελλάδα αυτές που περνάμε και φέρνουν στο επίκεντρο το δανεισμό. Το δανεισμό για τον οποίο ακόμη και ο Συνήγορος του Καταναλωτή προβληματίζεται. Τα κράτη δανείζονται και κάθε συζήτηση για την "εθνική ανεξαρτησία" δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει τη σχέση των κρατών όπως νοούνται σήμερα με το δανεισμό.
Ενδεικτική παρουσίαστη του ζητήματος καθιστά σαφές ότι ο δανεισμός των εθνών και των προσώπων και μάλιστα ο έντοκος δανεισμός είναι κάτι που ιστορικά υπήρξε κατακριτέο και απαράδεκτο. Τόσο οι θρησκείες και οι αυτοκρατορίες που ανέπτυξαν όσο και οι αρχές που διέσπειραν στον κόσμο μαζύ με τις λοιπές σωτηριολογικές τους θέσεις καθιστά πρόδηλο ότι η συζήτηση περί του δανεισμού όσο και αν σήμερα θεωρείται αυτονόητη και πρόδηλης νομιμότητας ούτε είναι ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Τόκος θυμίζουμε είναι η αποζημίωση σε χρήματα
που είναι υποχρεωμένος να δώσει ο οφειλέτης στο δανειστή για ορισμένη
ποσότητα χρηματικού δανείου που πήρε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Οι οικονομολόγοι συχνά αναφέρονται στον τόκο ως αμοιβή για τη χρησιμοποίηση χρηματικού κεφαλαίου, ή ως τιμή με την οποία χρεώνεται η χρήση κεφαλαίου. Ο λόγος του τόκου προς το κεφάλαιο λέγεται επιτόκιο.
Ο τόκος κατά το Μεσαίωνα θεωρούνταν από την Χριστιανική Εκκλησία ως κάτι γενικά και συνολικά ανήθικο, ανεπίτρεπτο και αμαρτωλό. Ο Εβραϊκός νόμος επίσης απαγόρευε τη χορήγηση δανείων με τόκο, αλλά αυτό μπορούσε να ερμηνευτεί ως απαγόρευση τόκου σε δάνεια προς τους ομοεθνείς και δεν απαγόρευε τον τόκο σε δάνεια προς χριστιανούς.
Ωστόσο στα Ισλαμικά Κράτη ακόμα και σήμερα η τοκοφορία των κεφαλαίων αντίκειται στους Νόμους και τη Θρησκεία οδηγώντας σε ένα ειδικό καθεστώς λειτουργίας των τραπεζών.
Ο
John Stuart Mill (1848, σελ. 926), όπως αναφέρεται στο άρθρο «Using the
Merchant of Venice in Teaching Monetary Economics - (Kish-Goodling,
1998, σελ. 331-332)», δήλωσε ότι κατά τον Μεσαίωνα, η καθολική Εκκλησία
απαγόρευε τον δανεισμό χρημάτων με τόκο, οδηγώντας έτσι στην
«βιομηχανική αδυναμία» των καθολικών περιοχών της Ευρώπης, συγκρινόμενες
με τις προτεσταντικές περιοχές, οι οποίες δεν ακολούθησαν την ίδια
πολιτική. Κατέκρινε τις αρχές της τοκογλυφίας καθώς «η βιομηχανία κατ’
αυτό τον τρόπο περιορίζεται» από την ανάληψη της πιθανότερης εκδοχής
οικονομικού κεφαλαίου το οποίο οι καπιταλιστές έχουν στην διάθεσή τους
και το κεφάλαιο εκείνο το οποίο «δύνανται να δανειστούν από άτομα μη
δεσμευμένα από τους ίδιους νόμους ή την ίδια θρησκεία με αυτά», όπως οι
Ινδοί, οι Αρμένιοι ή οι Εβραίοι.
Το Ισλαμ
Σύμφωνα με το Iσλάμ οι ανθρώπινες πράξεις διαχωρίζονται σε halal (καλές και επιτρεπόμενες) και haram (κακές και απαγορευμένες). Aυτό ισχύει και για τα χρήματα που όταν κερδίζονται με καλούς τρόπους ολόκληρη η κοινωνία ωφελείται. Eτσι, ο σκοπός της ισλαμικής χρηματοοικονομικής είναι να εξασφαλίσει ότι τα έσοδα είναι halal.
Eάν κάποιος θέλει να δώσει τις βασικές αρχές του ισλαμικού
χρηματοοικονομικού συστήματος μπορεί να πει ότι είναι η απαγόρευση της
είσπραξης και πληρωμής οποιασδήποτε εγγυημένης απόδοσης (riba), όπως
είναι ο τόκος, και η αποθάρρυνση της επικίνδυνης κερδοσκοπικής
συμπεριφοράς. Eπενδύσεις επιτρέπονται μόνο σε τομείς εγκεκριμένους από
τους κανονισμούς της Sharia.
Η κύρια αιτία της
κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας που προσδιορίζεται στο Κοράνι είναι η
Ρίμπα, (τοκογλυφία), που μεταφράζεται συνήθως ως «τόκος» (και σε γενικές
γραμμές είναι παρόμοια με την έννοια που είχε υιοθετήσει η Χριστιανική Εκκλησία
μέχρι πριν από λίγους αιώνες).
.
Στο Κεφάλαιο Β (Ελ-Μπάκαρα, που μεταφράζεται η
αγελάδα), αναφέρεται στα κάτωθι εδάφια για τον τόκο και το δανεισμό:
[
2.275 ] Όσοι εκμεταλλεύονται τα κέρδη της τοκογλυφίας, θα εγερθούν την ημέρα
της Αναστάσεως (των νεκρών) όμοιοι με εκείνον τον οποίο μόλυνε ο Σατανάς με το
άγγιγμά του. Και αυτό γιατί λένε ότι η τοκογλυφία δεν διαφέρει από την
αγοραπωλησία. Ο Κύριος επέτρεψε την αγοραπωλησία και απαγόρευσε την τοκογλυφία.
Όποιος υπακούει σε αυτό το δίδαγμα του Θεού και βάζει τέρμα σε αυτήν την
αδικία, θα πετύχει συγχώρεση για το παρελθόν του και το μέλλον του θα είναι στα
χέρια του Θεού. Όσοι ξαναγυρίσουν στην τοκογλυφία, θα καταδικαστούν στη φωτιά
της Κόλασης, όπου θα παραμείνουν αιώνια.
[
2.276 ] Ο Θεός (Αλλάχ) αφανίζει την τοκογλυφία και αυξάνει την ελεημοσύνη. Δεν
αγαπά τον ασεβή και τον αμαρτωλό.
[
2.278 ] Πιστοί, να φοβάστε τον Κύριό σας και αν είστε αληθινά πιστοί, να
παραιτηθείτε από ό,τι σας οφείλουν από τοκογλυφία.
[
2.280] Αν κάποιος οφειλέτης δεν μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος του, ας τον
περιμένει ο δανειστής του μέχρι να διευκολυνθεί να το εξοφλήσει, αν μάλιστα,
από ελεημοσύνη παραιτηθεί από το δάνειό του, κάνει το καλύτερο. Αυτό να το
γνωρίζετε.
1.
Επίσης, στο Κεφάλαιο Γ (αλ-Ιμραν, που μεταφράζεται ο
οίκος):
[ 3.130
] Πιστοί, μην ασχολείστε με την τοκογλυφία, διπλασιάζοντας διαρκώς τα δάνεια.
Να φοβάστε τον Κύριο και θα είστε ευτυχισμένοι.
1.
Στο Κεφάλαιο Δ (ελ-Νισά που μεταφράζεται οι γυναίκες):
[ 4.160 ] Για
να τιμωρήσουμε τους Εβραίους που απομακρύνουν τους άλλους από τον δρόμο του
Θεού, τους απαγορεύσαμε κάποια αγαθά, τα οποία τους είχαν επιτραπεί.
[ 4.161 ]
Επειδή ασκούν την τοκογλυφία, που τους είχε απαγορευτεί και επειδή τρώνε τις
περιουσίες των ανθρώπων άδικα, προορίζουμε για τους άπιστους φρικτή τιμωρία.
1.
Και τέλος στο Κεφάλαιο Λ (Ελ-Ρουμ που σημαίνει οι Έλληνες):
[ 30.39 ] Ό,τι
ποσό διαθέτετε στην τοκογλυφία για να αυξηθεί σε βάρος της περιουσίας των άλλων
ανθρώπων, δεν αρέσει στο Θεό. Την ελεημοσύνη όμως, την οποία προσφέρετε, επιδιώκοντας
την όψη του Θεού, θα τη λάβετε διπλάσια.
ΙΟΥΔΑΙΣΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ΄, 23: "Ουκ
εκτοκιείς τω αδελφώ σου τόκον αργυρίου και τόκον βρωμάτων και τόκον
παντός πράγματος, ου εάν εκδανείσης."
Το
στοιχείο που κατέστησε την εβραϊκή θρησκεία ικανή να ασκήσει καταλυτική
επιρροή ήταν η ιδιαίτερη μεταχείριση που επεφύλασσε στον «ξένο». Η
ιουδαϊκή ηθική είχε δύο πρόσωπα: ανάλογα με το αν επρόκειτο για Εβραίους
ή μη Εβραίους, οι ηθικοί κανόνες ήσαν διαφορετικοί. Ό,τι αρχικά
εμφανίζεται ασφαλώς στην ηθική όλων των λαών, δηλαδή η διπλή ηθική
έναντι του ομοεθνούς και του αλλοδαπού, διατηρήθηκε στο εβραϊκό έθνος,
εξ αιτίας της ιδιαίτερης μοίρας του, καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του
και ως εντελώς πρόσφατα επηρέαζε τις επιχειρηματικές αρχές των Εβραίων.
Το
ιουδαϊκό δίκαιο αποτελεί ουσιώδες τμήμα του θρησκευτικού συστήματος όσο
και της ιουδαϊκής ηθικής. Το δίκαιο είναι θεόθεν θεσπισμένο, ηθικά ορθό
και θεάρεστο, ηθικός νόμος και θεία επιταγή αποτελούν για τον εβραϊσμό
έννοιες εντελώς αξεχώριστες (Sombart, 1998, σελ. 241).
Η
ιουδαϊκή θρησκεία κλείνει μέσα της ένα ιδιαίτερο δίκαιο για τους
αλλογενείς. Η πιο σπουδαία και πολυσυζητημένη ρύθμιση αυτού του εβραϊκού
δικαίου περί αλλογενών αφορά το πότε απαγορεύεται ή ορθότερα, το πότε
επιτρέπεται ο τόκος. Στην αρχαία ιουδαϊκή κοινωνία, όπως και παντού
αλλού, η μόνη
επιτρεπτή ή μάλλον αυτονόητη μορφή αλληλοβοήθειας ήταν κατά τις απαρχές
του πολιτισμού το άτοκο δάνειο. Ωστόσο ακόμα και στους αρχαιότερους
νόμους συναντώνται ήδη ρυθμίσεις που όριζαν ότι «από ξένο» (μη ομόφυλο
δηλαδή) επιτρέπεται να παίρνει κανείς τόκους. Το κυριότερο χωρίο όπου
εκφράζεται αυτό βρίσκεται στο Δευτ. Κγ΄ 20. Άλλες περικοπές της
Πεντατεύχου αναφερόμενες στον τοκισμό βρίσκουμε στην εξ.κβ’, 25 και το
Λευ. Κε’, 37. Τώρα, μ’ αυτές τις αρχές της Τορά συνδέεται από τους
καιρούς των Ταναίμ ίσαμε με σήμερα μια ιδιαίτερα ζωντανή συζήτηση, της
οποίας το επίκεντρο αποτελούν οι περίφημες αντιπαραθέσεις στην Baba
mezia fol.70b. Μεγάλο μέρος αυτής της συζήτησης είχε αποκλειστικό του
σκοπό να συσκοτίσει με κάθε λογής σοφιστείες την εξαιρετικά σαφή ρύθμιση
που θεσπίστηκε με την Τορά (και που σημειωτέον βρίσκεται και στη Μίσνα
σχεδόν αμετάβλητη). Στο Δευτ. Κγ΄, 20 λέγεται καθαρά: από τον ομοεθνή
σου δεν μπορείς να παίρνεις τόκο, από τον ξένο μπορείς. Βέβαια, ήδη τα
πανάρχαια αυτά κείμενα ήσαν διφορούμενα, με βάση τις ιδιότητες του
μέλλοντα και της προστακτικής σταεβραϊκά,
το εδάφιο μπορεί να διαβαστεί: με τον ξένο «δύνασαι» και με τον ξένο
«οφείλεις» να «τοκογλυφείς» (το οποίο πάντοτε δεν σημαίνει παρά:
εισπράττω τόκους).
Για
το ερώτημα επαρκεί πλήρως η διαπίστωση ότι ο πιστός βρήκε στο ιερό
κείμενο αρχές που το λιγότερο του επέτρεπαν τον τοκισμό (στις συναλλαγές
με τους γκόιμ - αλλογενείς): ώστε σε όλον τον Μεσαίωνα ήταν
απαλλαγμένος από το βάρος της απαγόρευσης του τοκισμού, στο οποίο
υπάγονταν οι χριστιανοί. Το δικαίωμα αυτό, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σοβαρά
από τις διδασκαλίες των ραβίνων. Αναντίρρητα όμως υπήρξαν και εποχές
όπου η άδεια είσπραξης τόκων μεθερμηνεύτηκε σε υποχρέωση έντοκου
δανεισμού των ξένων, όπου δηλαδή ήταν δημοφιλής η αυστηρότερη ανάγνωση
(Sombart, 1998, σελ. 270).
Στον Ιουδαϊσμό η τοκογλυφία επιτρεπόταν μόνο στις συναλλαγές με τους ξένους, αλλά όχι και με τους αδελφούς. Αντίθετα, ο χριστιανισμός που αρνιόταν να υποστηρίξει τη διάκριση ανάμεσα στον οποιοδήποτε «του λαού μου» και στους
«ξένους»
(ή «αλλογενείς») προβάλλοντας στη θέση της σαν αξίωμα την «οικουμενική
αδελφοσύνη του ανθρώπινου γένους», όχι μόνο στέρησε τον εαυτό του από το
ισχυρό όπλο της «τοκογλυφίας» (δηλαδή του «τόκου» και της συσσώρευσης
του κεφαλαίου που τον συνόδευε) ως το σημαντικότερο μέσο για την
πρωταρχική οικονομική επέκταση αλλά και έγινε ταυτόχρονα εύκολη λεία της
θριαμβευτικής προέλασης του «πνεύματος του ιουδαϊσμού» (Μεσάρος, 1973,
σελ.34).
Η εθνικότητα
του Εβραίου είναι η εθνικότητα του εμπόρου, γενικά του χρηματανθρώπου –
γράφει ο Μαρξ τονίζοντας επανειλημμένα ότι «η κοινωνική χειραφέτηση του
εβραίου είναι η χειραφέτηση της κοινωνίας από τον ιουδαϊσμό», δηλαδή
από τη μερικότητα της «εθνικότητας» του χρηματανθρώπου ή γενικότερα, από
την εβραϊκή στενότητα της κοινωνίας. Η «εβραϊκή στενότητα» μπορούσε να
θριαμβεύσει στην «κοινωνία των ιδιωτών», γιατί η τελευταία απαιτούσε,
για την πλήρη της ανάπτυξη, τον δυναμισμό του «στον ανώτατο βαθμό
πρακτικού εβραϊκού πνεύματος» (Μεσάρος, 1973, σελ. 35).
Ο Χριστιανισμός
Με την ανάπτυξη του εμπορίου και τις ευκαιρίες χρηματικών συναλλαγών κατά
τον ύστερο Μεσαίωνα δύο τάσεις παρουσιάσθηκαν. Η μεν κοσμική πρακτική έτεινε
προς αύξηση των χρηματικών δανείων επί τόκω και το δικαιολογούσε αυτό
αναφερόμενη στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, η δε εκκλησία φοβισμένη από τη νέα αυτή εξέλιξη
καθιστούσε εμφανέστερη και γενικότερη την αρχική αυτής απαγόρευση. Στην μεγάλη
Σύνοδο του Λατεράνου (1179) η απαγόρευση της τοκοληψίας θεσπίσθηκε πρώτη στη
σειρά των θεσπισθεισών αυστηρών απαγορεύσεων (Ashley, 1914 στο Roll, 1953, σελ.
42) η δε ανάπτυξη των θρησκευτικών ταγμάτων, τα περισσότερα των οποίων έθεσαν
ως πρωτεύουσα αρχή τους τον πλήρη ασκητισμό, ήταν ένα άλλο σύμπτωμα αυτής της
κίνησης.
Η σημαντικότερη
θεωρία η οποία υποβοήθησε την κατάρρευση της παλιάς απαγόρευσης, ήταν η σχετική
προς το lucrum cessans. Η απώλεια ευκαιριών κέρδους εξαιτίας του δανεισμού
έγινε δικαιολογία τοκοληψίας.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει (Κατά τοκιζόντων, 2): «Ψεύδους αρχή το δανείζεσθαι˙ αχαριστίας αφορμή, αγνωμοσύνης, επιορκίας», και (Κατά τοκιζόντων, 3) «Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Φτωχός είσαι; Μη δανείζεσαι», και «μην αποκτήσεις πείρα του αλλόκοτου αυτού θηρίου, του τόκου» και (Κατά τοκιζόντων, 5): «Εκατοστολόγοι και δεκατοστολόγοι λέγονται μερικοί, φρικτά και να ακούγονται ονόματα, μηνιαίοι απαιτητητές, σαν τους επιληπτικούς κατά τις περιόδους της Σελήνης επιτίθενται στους φτωχούς, για την πονηρή δόση τους» και (PG 95, 1372B) «σκίσε, άνθρωπε, το άδικο γραμμάτιο, ώστε να λυθεί η αμαρτία. Εξάλειψε την ομολογία των βαρύτατων τόκων». Για τον Μέγα Βασίλειο το να έχουμε κάτι δικό μας στην αδελφότητα «είναι αντίθετο προς την μαρτυρία των Πράξεων περί των πιστευσάντων, όπου αναφέρεται ότι "ουδείς έλεγε ότι είναι εαυτού κάτι εκ των υπαρχόντων αυτού" (Πράξεις 4, 32). Εκείνος λοιπόν που λέγει ότι κάτι είναι ιδικόν του, κατέστησε τον εαυτόν του ξένον από την Εκκλησία του Θεού και από την αγάπη του Κυρίου (Όροι κατ’ επιτομήν, 85).
Για τον άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό ο
τόκος μιαίνει τη γη (Λόγος ιστ’, 18): «Ο δε τόκος και πλεονασμοίς την
γην εμίανε». Κατακρίνονται οι «σιτοκάπηλοι» και γενικά όσοι έμποροι
καραδοκούν για οικονομικά δύσκολες εποχές, ώστε να αισχροκερδίσουν
(Λόγος ιστ΄, 19): «Τι προς ταύτα ερούμεν, οι σιτώναι και σιτοκάπηλοι, οι
τηρούντες τας των καιρών δυσκολίας, ίνα εμπορήσωμεν, και ταις αλλοτρίαις
συμφοραίς εντρυφήσωμεν».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης
ισχυρίζεται ότι η τοκογλυφία είναι μια μορφή ληστείας και φόνου (Εις
τον Εκκλησιαστήν, 3), παρα φύσιν πράγμα που δημιουργήθηκε από τους
φιλοχρήματους: «Της πονηράς επινοίας τον τόκων, ην άλλην τις ληστείαν
και μιαιφονίαν ονομάσας, ουκ αν αμάρτοι του δέοντος. Ή τι γαρ διαφέρει
λαθραίοως εκ τοιχωρυχίας αλλότρια ληισάμενον έχειν, και τω φόνω του
παροδεύοντος, δεσπότην εαυτόν των εκείνου ποιείν, ή δια της των τόκων
ανάγκης κτάσθαι τα μη προσήκοντα; Ω κακής προσηγορίας! Τόκος όνομα της
ληστείας γίνεται. Ω πονηράς συζυγίας, ην η φύσις μεν ουκ εγνώρισεν, η δε
των φιλοχρηματούντων νόσος εν τοις αψύχοις εκαινοτόμησεν!» Ο Γρηγόριος
προειδοποιεί όσους σκοπεύουν να δανειστούν ότι αρραβωνιάζονται με
την πενία με πρόσχημα της ευεργεσίας (Κατά τοκιζόντων, 3):
«Ο γαρ έντοκον χρυσόν υποδεχόμενος, αρραβώνα πενίας λαμβάνει εν
προσχήματι ευεργεσίας, όλεθρον επεισάγων τη οικία» και υποστηρίζει ότι
ο τοκογλύφος εμπιστεύεται περισσότερο τους ανθρώπους από το Θεό, τον
οποίο καθυβρίζει (Κατά τοκιζόντων, 4) καθώς και ότι αν δεν υπήρχε
το πλήθος των τοκιστών, δε θα υπήρχε το πλήθος των φτωχών (Κατά
τοκιζόντων, 4). Γι’ αυτό προτείνει μόνο τη δωρεά ή το δάνειο δίχως
τόκο (Κατά τοκιζόντων, 11): «Εγώ πρώτον μεν το δωρείσθαι κηρύσσω
και παραγγέλλω. Έπειτα και το δανείζειν παρακαλώ. Ποιείν δε τούτο μη
μετά τόκων μηδέ πλεονασμών. Ομοίως γαρ ένοχος τιμωρία, και ο μη διδούς
δάνεισμα, και ο μετά τόκων διδούς».
Για το τριήμερο ευχόμαστε τα καλύτερα και θα επανέλθουμε με τον τόκο ώστε να γίνεται σαφές ότι το αυτονόητο δεν είναι πάντα όσο αυτονόητο φαίνεται.