Στα όσα χρόνια υπάρχει αυτό που
σήμερα ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε συνηθίσει την έννοια του δημοψηφίσματος,
προκειμένου να εγκριθούν οι νεότερες και τροποποιημένες συνθήκες. Βασική αρχή
που προβλέπεται σε κάθε νεότερη Συνθήκη και προϋπόθεση της ισχύος της είναι η
έγκρισή από τα κράτη μέλη. Η διαδικασία έγκρισης επιλέγεται από τα ίδια τα
κράτη και συνήθως έχει να κάνει με τις προβλέψεις του κάθε Συντάγματος. Η δική μας
χώρα για παράδειγμα έχει επιλέξει η έγκριση των Συνθηκών να γίνεται από το
κοινοβούλιο, πράγμα που έχει γίνει και σε όλες τις περιπτώσεις με τις νέες
Συνθήκες από την ένταξή μας και μετά.
Οπωσδήποτε το δημοψήφισμα έχει
πάντοτε ένα χαρακτήρα πολύ πιο απρόβλεπτο και συνεπάγεται και μία σχετική
αμφιβολία σε σχέση με το αποτέλεσμά του. Αρκεί εδώ να θυμίσουμε το εξαιρετικά
αμφίρροπο γαλλικό δημοψήφισμα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία
ξεκίνησε και η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Επίσης αναφοράς χρήζει και η όλη διαδικασία
που σχετίστηκε με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο ουδέποτε
ίσχυσε λόγω απόρριψής του με δημοψηφίσματα συγκεκριμένων κρατών μελών.
Σε καμία περίπτωση δε χρειάζεται
εδώ να εισέλθουμε σε αναλύσεις σχετικά με την έννοια του δημοψηφίσματος, τα
πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Άλλωστε στη χώρα μας ως έννοια το
δημοψήφισμα είναι μία έννοια μάλλον άγνωστη και σίγουρα δε συνδέεται και τις πλέον
ευχάριστες μνήμες. Αναφορά άλλωστε σε αυτό παραλίγο να στοιχίσει τη συμμετοχή μας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον να
αναφέρει κανείς είναι ότι η διαδικασία της έγκρισης των Συνθηκών σχετίζεται με
το γεγονός ότι με αυτές τα κράτη μέλη αποφασίζουν να αναθέσουν αρμοδιότητες που
συνδέονται με την εθνική κυριαρχία σε υπερεθνικά όργανα. Αυτή η ανάθεση
αρμοδιοτήτων λοιπόν θα πρέπει να γίνεται με τη συναίνεση του κάθε κράτους, μέσα
από όποια διαδικασία τούτο επιλέξει.
Σε σχέση λοιπόν ακριβώς με αυτήν
την ανάθεση αρμοδιοτήτων έχει ξεκινήσει τον τελευταίο καιρό μία πολύ
ενδιαφέρουσα συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Εκ πρώτης όψεως αυτό που ξενίζει είναι το ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή
τουλάχιστον νέα Συνθήκη προς έγκριση. Επίσης είναι γνωστό ότι το Γερμανικό
Σύνταγμα είναι από εκείνα που αναθεωρούνται εξαιρετικά εύκολα, πράγμα το οποίο
έχει γίνει αρκετές φορές μέχρι σήμερα, προκειμένου να επιτευχθεί συμβατότητα με
το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η μοναδική επιφύλαξη που έχει άλλωστε εκφραστεί από
γερμανικής πλευράς σε σχέση με την υπεροχή των αποφάσεων των ευρωπαϊκών οργάνων
σε σχέση με αυτές των εθνικών, ήταν διαχρονικά η προστασία των συνταγματικά
κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων (πρόκειται για την περίφημη νομολογία „solange“.). Ωστόσο και αυτή η
επιφύλαξη έχει καμφθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό.
Στην παρούσα φάση λοιπόν η
συζήτηση αφορά σε δημοψήφισμα, στο οποίο ο γερμανικός λαός θα κληθεί να
αποφασίσει αν πραγματικά επιθυμεί την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ανάθεση
επιπλέον αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά όργανα. Αφορμή είναι ο μηχανισμός στήριξης
και η άποψη της καγκελαρίου που έχει εκφραστεί επανειλημμένως, σύμφωνα με την
οποία απαιτείται «περισσότερη Ευρώπη», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η παρούσα
δύσκολη οικονομική συγκυρία. Τούτο βέβαια επάγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα
έχει λόγο και ως εκ τούτου δυνατότητα εποπτείας των οικονομικών προγραμμάτων
των κρατών μελών.
Οπωσδήποτε πάντως η συζήτηση αυτή
συνδέεται και με τη δίκη που έχει γίνει ενώπιον του Bundesverfassungsgericht σχετικά
με την έγκριση της οικονομικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα μέλη της,
στην οποία έχουμε αναφερθεί από αυτό το blog και στο παρελθόν. Η απόφαση του Bundesverfassungsgericht αναμένεται
στις 12 Σεπτεμβρίου.
Εν αναμονή των εξελίξεων λοιπόν.