Θέα προς την Ακρόπολη: σκέψεις και προβληματισμοί με τα μάτια του νόμου…
Ο Iκτίνος και ο Kαλλικράτης δε μπορούσαν με «μέτρα άκρας επιμέλειας» να φανταστούν ότι το έργο τους έμελε να αποτελέσει τόσο μεγάλο αντικείμενο διχασμών και δικαστικών διενέξεων. Σε πείσμα όμως της δικαιολογημένης άγνοιας των δημιουργών της, η Aκρόπολη των Αθηνών, αδιαμφισβήτητα μνημείο εξαίρετης πολιτιστικής σημασίας, έχει πολλάκις αποτελέσει αφορμή για διαμάχες. Ήδη από την απαρχή της ιστορίας της Αθήνας ο ιερός βράχος της Ακρόπολης υπήρξε τόπος έντονης λατρείας αλλά και πολεμικών συγκρούσεων. Στη μυθολογία αναφέρεται ότι στο βράχο της Ακρόπολης ανέβηκε η θεά Αθηνά και ο Ποσειδώνας για να διεκδικήσουν την κυριαρχία της πόλης. Τη μονομαχία κέρδισε η Αθηνά εξού και η πόλη μας ονομάστηκε Αθήνα. Απότοκοι αυτών των επιπλοκών ήταν ανέκαθεν λεηλασίες(βλ. έλγιν…), καταστροφές και ανεπανόρθωτες βλάβες σε σημαντικά μνημεία της ευρύτερης περιοχής. Ανάλογες όπως φαίνεται θα είναι οι συνέπειες και σήμερα ….
Στη σύγχρονη εποχή οι διαφορές για τα «μάτια» της Ακρόπολης παίρνουν συνήθως τη μορφή αιχμηρών διαλόγων. Οι συζητήσεις διεξάγονται μεταξύ κυρίως αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, στατικών, μουσειολόγων, πολιτικών μηχανικών, νομικών, αντιπροσώπων της πολιτικής εξουσίας ή και πολιτών, απλών ενδιαφερομένων για τα κοινά ή συχνότερα ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας που προτίθενται, εξοπλισμένοι όντες με υπέρμετρη αισιοδοξία, να αξιοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία με τον τρόπο που οι ίδιοι ονειρεύονται.
Το νέο μουσείο Ακρόπολης, τέκνο στην πραγματικότητα του Ιερού Βράχου που φιλοδοξεί να γίνει ένα παρακλάδι της γοητείας του και ένα παράρτημα της τουριστικής εμπορικότητάς του, έχει πολλές φορές έως σήμερα έρθει στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Φανατικοί υπέρμαχοί του υπογραμμίζουν με περίσσιο ίσως ρομαντισμό για την εποχή ότι «αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξη του Μουσείου και κυρίως της αίθουσας του Παρθενώνα είναι μία έντονη κραυγή αγωνίας του μνημείου που θέλει να ξαναδεί ενωμένα τα Γλυπτά του, θέλει να ξαναδεί ενωμένο όλο αυτό το διάκοσμο που -το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά- δεν έγινε ως αυτοτελές γλυπτό έργο, αλλά έγινε ως αναπόσπαστο τμήμα ενός ακινήτου μνημείου. Και εδώ αποκαθίσταται σε οπτική επαφή με το ακίνητο αυτό μνημείο, κάτι το οποίο μόνον η Αθήνα, μόνον αυτή η τοποθεσία ή άλλες, αλλά πάντως πολύ κοντά στον Βράχο, μπορούν να προσφέρουν»[1]
Στην αντίπερα όχθη οι πολέμιοί του κατακρίνουν το σύγχρονο αυτό οικοδόμημα για λόγους που αφορούν κυρίως στη γενικότερη ένταξη του και εναρμόνισή του με τον αρχαιολογικό χώρο του μακρυγιάννη και το οπτικό περιβάλλον του ιερού βράχου της Ακρόπολης[2]. Το θέμα έχει εκφύγει μάλιστα του εθνικού ενδιαφέροντος καθώς έχει διατυπωθεί σχετικό ερώτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή[3]. Το μέγεθος της διαφωνίας και τα συγκρουόμενα κοινωνικά, πολιτικά αλλά και ατομικά συμφέροντα καταδεικνύει και το γεγονός ότι η νομιμότητα της διαδικασίας και των επι μέρους πράξεων επί τη βάσει των οποίων ανεγείρεται το Μουσείο της Ακρόπολης έχει κρίνει το ΣτΕ έπειτα από αλλεπάλληλες αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί από συνδέσμους αρχιτεκτόνων και κατοίκων της περιοχής. Έχει εκδοθεί δε σειρά αποφάσεων οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον πραγματικό καθώς κρίνουν την πορεία του μουσείου και συγκαθορίζουν την τύχη του αλλά και νομικό αφού τα ζητήματα που κρίνονται αφορούν σε νομικά θέματα τα οποία πόρρω απέχουν απτο να είναι αυτονόητα. Για το λόγο αυτό οι περισσότερες αποφάσεις έχουν ληφθεί με ισχυρή μειοψηφία συμβούλων να διατυπώνει απόψεις αντίθετες από αυτή που τελικά διατυπώνεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Έτσι τα τελευταία χρόνια με αφορμή την ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχει στραφεί πολλές φορές στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Κοινός προβληματισμός είναι αν και κατά πόσον το νέο μουσείο ακρόπολης ιδωμένο από τη σκοπιά της Ακρόπολης και της ευρύτερης περιοχής μπορεί στην πραγματικότητα να επιτελέσει τους σκοπούς του, ήτοι να αναδείξει τα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου και να συμβάλλει στην καλαισθησία του. Για πολλούς αυτό δεν είναι διόλου ρεαλιστικό. Στο μάτια του περιπατητή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ένα κτίριο ογκώδες και μη εναρμονισμένο με τις διαστάσεις των γύρω κτιρίων μπορεί να «σκεπάζει» τα μνημεία της Ακρόπολης και του Παρθενώνα τα οποία όμως θα πρέπει να είναι τα μόνα που υπερέχουν στο χώρο. Η σκέψη αυτή διατυπώνεται και σε μία από τις αποφάσεις του ΣτΕ (ΣτΕ 676/2005) όπου αναφέρεται στην παράγραφο 24 : «24. Επειδή, από τα εκτιθέμενα στο από 24.6.2003 πρακτικό τηςγνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) που συνοδεύει τηνπροσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού προκύπτει ότι έχειαντιμετωπισθεί το ζήτημα της σχέσεως του Μουσείου με το βράχο τηςΑκροπόλεως, εκτιμάται δε ότι το Μουσείο αφενός μεν δεν είναι ορατό από τηνοδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, συνεπώς δεν επιβαρύνει τα μνημεία καιδιατηρητέα κτίρια εκατέρωθεν της οδού, αφετέρου δε η υψομετρική του θέση καιη απόστασή του από την Ακρόπολη είναι τέτοια που να μην αλλοιώνει τοχαρακτήρα της περιοχής. Ειδικά, για το ανώτερο τμήμα του Μουσείου, ηκατασκευή του οποίου συνδέεται και με το ζήτημα του ύψους του κτιρίου, ησχεδίασή του κατά το συγκεκριμένο τρόπο υπήρξε αρχιτεκτονική επιλογή με σκοπότην οπτική σύνδεση των εκθεμάτων της Ακροπόλεως με τον ίδιο το βράχο τηςΑκροπόλεως. Κατόπιν αυτών, ο λόγος ακυρώσεως ότι η ανέγερση ενός κτιρίου τουμεγέθους, του ύψους και του όγκου του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως τελεί σεδυσαρμονία με τα μνημεία του βράχου της Ακροπόλεως και ότι η προσβαλλομένηδεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς το σημείο αυτό, πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ι. Μαρή, Ν.Σακελλαρίου, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ και Δ. Αλεξανδρή, η εκ τουΣυντάγματος και του αρχαιολογικού νόμου επιβαλλομένη προστασία και ανάδειξητων αρχαίων μνημείων έχει την έννοια ότι δεν είναι νόμιμη οποιαδήποτεπαρέμβαση εντός του αναγκαίου για την ανάδειξή τους χώρου, δυναμένη να βλάψειή να υποβαθμίσει ταύτα. Ειδικώς δε προκειμένου περί των μνημείων τηςΑκροπόλεως, τα οποία αποτελούν εξέχοντα στοιχεία της παγκόσμιας πολιτιστικήςκληρονομίας, η ανωτέρω συνταγματική προστασία καθιστά ταύτα και δεσπόζονταστοιχεία όχι μόνον της εγγύς των μνημείων ζώνης, αλλά ολοκλήρου της ευρύτερηςπεριοχής των Αθηνών, εις τρόπον ώστε να μην είναι επιτρεπτό να επισκιάζονταιεξ άλλων κτιρίων λόγω των διαστάσεων, ύψους, όγκου κ.λπ. αυτών. Κατά συνέπειαη κατασκευή του επιμάχου Μουσείου, ύψους από 15,30 μ. μέχρι 28,50 μέτρων καιόγκου σχεδόν πενταπλασίου του Παρθενώνος, σε απόσταση 370 μόλις μέτρων απότην νότια πλευρά του ιερού βράχου, προσβάλλει προδήλως και κατά κοινή πείρατην δεσπόζουσα θέση των μνημείων και συνιστά, για τον λόγο τούτο,ανεπίτρεπτον παρέμβαση εντός του αναγκαίου για την ανάδειξή τους χώρου.»
Έτσι λοιπόν η θέα του μουσείου από την ακρόπολη αλλά και της Ακρόπολης από το μουσείο αποτέλεσε το μίτο της Αριάδνης…
Το ζήτημα της θέας του μουσείου προς την ακρόπολη έγινε πιο οξύ πρόσφατα μετά τη ολοκλήρωση των κατασκευών του Μουσείου όπου διαπιστώθηκε από τους αρμόδιους φορείς ότι τα κτίρια αυτά που πάντοτε εξαιρούνταν από τη ρυμοτόμηση και τα οποία και κατά τη σκέψη της νομολογίας ήταν το «κάλυμμα» του όγκου του μουσείου από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου πρέπει να κατεδαφιστούν γιατί εμποδίζουν την απρόσκοπτη θέα προς την ακρόπολη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο πλαίσιο μιας γενικότερης κινητοποίησης των ενδιαφερομένων φορέων έχουν φέρει στο προσκήνιο μια γνωστή σε όλους πλέον ζωηρή αντιπαράθεση που εστιάζεται στην επικείμενη κατεδάφιση των δύο διατηρητέων κτιρίων επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου επί τη βάσει της εξασφάλισης στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης ανεμπόδιστης θέας προς τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
Η ενδεχόμενη κατεδάφιση των διατηρητέων μπορεί να μείνει στην ιστορία ως μια ακόμα λεηλασία στο βωμό του μεγαλείου της Ακρόπολης αν και στην Αθήνα του 2007 οι καταστροφές δε γίνονται από πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται εν καιρώ πολέμου αλλά από αποφάσεις που με καθαρό μυαλό λαμβάνονται υπό συνθήκες ειρήνης.
Σε επίπεδο κοινωνικό, ηθικό και πολιτικό η σκοπιμότητα και το επιτρεπτό μιας αντίστοιχης ενέργειας επιδέχεται πολλαπλών συζητήσεων και τα επιχειρήματα που προτείνονται υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης γεννούν προβληματισμούς και πολλαπλά ερωτήματα. Η απάντηση στο ερώτημα «υπέρ ή κατά της θέας προς την Ακρόπολη» δεν είναι από τη σκοπιά αυτή και τόσο αυτονόητη. Κατά το σκέλος όμως που το ερώτημα αυτό τίθεται σε επίπεδο νομικό τα περιθώρια της επιχειρηματολογίας υπέρ της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων στενεύουν σημαντικά. Μια αναδρομή στο πλούσιο υλικό των αποφάσεων του ΣτΕ που προσβάλλουν τις αλλεπάλληλες πράξεις της διοίκησης που σχετίζονται με την ανέγερση του Μουσείου δε μπορεί παρά να προσφέρει ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ της πάγιας θέσης της νομολογίας αλλά και της ξεκάθαρης θέσης του αρχαιολογικού νόμου ότι κατεδάφιση διατηρητέων κτιρίων δεν είναι επιτρεπτή. Αλλά και ο ίδιος ο αποχαρακτηρισμός τους μόνον για πλάνη περί τα πράγματα ή όταν κριθεί οτι δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου είναι νοητός και αυτό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα της συγκεκριμένης περίπτωσης[4].
Για τις ανάγκες της ιστορίας έχει σημασία ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η θέα προς την ακρόπολη απασχολεί το ΣτΕ. Στη θέα προς την ακρόπολη γίνεται αναφορά από τους αρχαιολόγους σε πολλές περιπτώσεις που η εγγύτητα προς τον ιερό βράχο δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Πρόσφατα μάλιστα χειριστήκαμε μια υπόθεση ενός ιδιώτη ο οποίος θέλησε να χτίσει ένα σπίτι, για χρήση ιδιωτική στο Μετς και βρέθηκε και πάλι μπροστά του η Ακρόπολη. Με μεγάλη ευκολία τα αρμόδια αρχαιολογικά συμβούλια έκριναν ότι το ύψος του σπιτιού και δη ο τελευταίος όροφος αυτού, παρότι ήταν νόμιμο και σύμφωνο με το ισχύον πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής παρεμπόδιζε τη θέα προς την Ακρόπολη…..Η ευκολία με την οποία αναφέρονται τα εκάστοτε αρχαιολογικά συμβούλια στη θέα προς την Ακρόπολη είναι νομίζω χαρακτηριστική και οι συνειρμοί είναι λίγο πολύ ίδιοι για τον κοινό νου. Το ότι η θέα προς την Ακρόπολη αποτέλεσε από παλιά θέμα και λόγο περιορισμού της ιδιοκτησίας δε φαίνεται μόνο από τη νομολογία. Ο Τσιφόρος στο βιβλίο του η Ιστορία της Αθήνας, στις πρώτες κιόλας σελίδες αναφέρεται στην τακτική αυτή κατακρίνοντάς την με τον τρόπο του.
Καθότι όμως αφορά στις αποφάσεις του ΣτΕ που έχουν κρίνει επί των αδειών που δίνονταν ιδίως με εφαρμογή το άρθρο 50 του παλαιού αρχαιολογικού νόμου (τον οποίο και αντικατέστησε ο νέος αρχαιολογικός νόμος 3028/2002) συναντά κανείς αρκετές περιπτώσεις που γίνεται αναφορά στη θέα της Ακρόπολης (αλλά κάποτε και άλλων μνημείων) προκειμένου να απαγορευτεί η ανέγερση κτιρίων ψηλών που θα εμποδίζουν τη θέα προς αυτή. Σήμερα πάλι γίνεται από τους αρμόδιους φορείς επίκληση της θέας προς την ακρόπολη αλλά όχι για να απαγορευτεί η ανέγερση ενός νέου κτίσματος ή για να περιοριστεί αυτό ως προς το ύψος και τους όρους δόμησής του. Επικαλούνται τη θέα προς την Ακρόπολη σε ένα πρώτο στάδιο για να επιτραπεί η ανέγερση ενός κτιρίου ογκώδους και εκτός των συνήθων για την περιοχή διαστάσεων και σε ένα δεύτερο στάδιο στο βωμό της θέας προς την Ακρόπολη κινδυνεύουν να θυσιαστούν δύο διατηρητέα κτίρια τα οποία έχουν σύμφωνα αν με όσους γνωρίζουν από αρχιτεκτονική μεγάλη αξία πολιτιστική.
Και μέσα από το βλέμμα ενός νομικού ως παρατηρητή της μακράς πορείας του ζητήματος της ανέγερσης του νέου μουσείου ακρόπολης στη νομολογία του ΣτΕ ένα ερώτημα φαντάζει αν μη τι άλλο εύλογο¨ είναι ποτέ δυνατόν για ένα έργο το οποίο φαίνεται οτι έχει τόση σημασία για τον πολιτισμό και την τουριστική ανάπτυξη της χώρας και για το οποίο έχουν εκδοθεί πδ για τη χωροθέτησή του, υπάρχει ειδικός οργανισμός ανέγερσης κλπ να φτάνουμε το 2007 και με τετελεσμένη την ανέγερσή του στο συγκεκριμένο σημείο να συζητάμε με τόσο ζήλο αν θα κατεδαφιστούν αυτά τα δύο νεότερα μνημεία… Λες και η μέθοδος της αναζήτησης και εξέτασης εναλλακτικών λύσεων είναι κάτι άγνωστο στη διοίκηση και λες και ο αποχαρακτηρισμός των διατηρητέων μνημείων είναι κάτι τόσο αυτονόητο για τον ελληνικό πολιτισμό. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η νομολογία του Στε είναι σταθερά πολύ αυστηρή στον αποχαρακτηρισμό διατηρητέων.
Η ακρόπολη είναι ένα δεδομένο αιώνων και σίγουρα η αξία της δεν επιδέχεται αμφισβήτησης . Δεδομένα όμως ήταν και εως σήμερα τα δύο διατηρητέα κτίρια και δύσκολα μπορεί να πει κανείς οτι δεν είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές της «μεγάλης ιδέας» του νέου μουσείου οτι θα χρειαστεί αυτά να κατεδαφιστούν στο βωμό της ανέγερσης του νέου μουσείου. Ίσως είναι η αισιοδοξία, ίσως η κακή οργάνωση ίσως αδιαφορία . Πάντως και αν ακόμα η θέα προς την ακρόπολη μπορεί να εμποδίσει τον οποιοδήποτε ιδιώτη να χτίσει ένα ακόμη όροφο στο οικόπεδό του στο μέτς με συνέπειες σημαντικές για την προσωπική του περιουσία και για την ψυχοσύνθεσή του και μάλλον αδιάφορες συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο δε νομίζω οτι μπορεί να πεί κανείς το ίδιο και σίγουρα όχι με την ίδια ευκολία για το γκρέμισμα δύο κτιρίων τα οποία ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες θα έχουν για τους ιδιοκτήτες τους (οι οποίοι άλλωστε φιλοδοξούν τουλάχιστον να αποζημιωθούν) θα λείψουν σε όλους όσους έχουν μια έστω ελαφρά αίσθηση του όμορφου και του ιστορικά και αρχιτεκτονικά ξεχωριστού.
Εδώ που φτάσαμε σήμερα παρατηρώντας και σχολιάζοντας και μη μπορώντας πλέον με κανένα τρόπο να προλάβουμε το κακό και να μετατοπίσουμε για παράδειγμα το Μουσείο δύο τετράγωνα παρακάτω ή να το χτίσουμε με τέτοιο τρόπο που η θέα προς τον ιερό βράχο θα είναι πιο ελεύθερη βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μία γνωστή για τους νομικούς και ιδίως για τα δεδομένα του ΣτΕ σύγκρουση. Σύγκρουση αξιών και σύγκρουση δικαιωμάτων. Όσος χώρος όμως και αν καταλείπεται για προβληματισμούς φύσεως αισθητικής, κοινωνικής, ηθικής ή πολιτικής σε επίπεδο νομικό τα πράγματα φαντάζουν αρκετά ξεκάθαρα.
Στην κρίσης σας λοιπόν…
Στην κρίση μας….
[1] Απόσπασμα από το λόγο του κ. Ε. Βενιζέλου στα Εγκαίνια της έκθεσης προκαταρκτικών μελετών που υποβλήθηκαν στον διεθνή διαγωνισμό για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης
[2] Ο διάλογος είναι έντονος τόσο στις εφημερίδες όσο και στο διαδικτυακό χώρο και πολλές πληροφορίες βρίσκονται στα blogs. Ενδεικτικά και μόνο παραπέμπω : http://www.indy.gr/other-press/neo-moyseio-akropolis-opsimi-eyaisthisia-gia-ena-neoklasiko,, http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=733332, http://tsipiraskostas.blogspot.com/2007/07/blog-post_10.html, http://www.ellinikilatreia.gr/to_d_s_m_t_gia_ten_anhegerse_toy_nheoy_moysehioy_akrhopoles, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100006_21/07/2007_235186
[3]http://www.europarl.europa.eu/registre/seance_pleniere/compte_rendu/traduit/2003/01-16a/P5_CRE(2003)01-16A(ANN)_DEF_EL.doc
[4] ΣτΕ 1712/2002 παρ.7 «Εν όψει δε τουεπιδιωκόμενου με τον ως άνω χαρακτηρισμό σκοπού, δηλαδή της διηνεκούςπροστασίας των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν είναι επιτρεπτή ηανάκληση πράξεων χαρακτηρισμού στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς καιυπαγωγής των στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς του ν. 1469/50, ούτε η έκδοσηπράξεων αποχαρακτηρισμού, ολικού ή μερικού, των παραπάνω στοιχείων, εκτός ανδιαπιστωθεί αιτιολογημένως, κατόπιν νέας γνωμοδοτήσεως του αρμόδιουΣυμβουλίου, ότι ο χαρακτηρισμός είχε γίνει χωρίς να συντρέχουν οιπροϋποθέσεις του νόμου, ή εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα (βλ. ΣΕ
4392/97, 4808/87, 730/82 κ.ά.).»
Ο Iκτίνος και ο Kαλλικράτης δε μπορούσαν με «μέτρα άκρας επιμέλειας» να φανταστούν ότι το έργο τους έμελε να αποτελέσει τόσο μεγάλο αντικείμενο διχασμών και δικαστικών διενέξεων. Σε πείσμα όμως της δικαιολογημένης άγνοιας των δημιουργών της, η Aκρόπολη των Αθηνών, αδιαμφισβήτητα μνημείο εξαίρετης πολιτιστικής σημασίας, έχει πολλάκις αποτελέσει αφορμή για διαμάχες. Ήδη από την απαρχή της ιστορίας της Αθήνας ο ιερός βράχος της Ακρόπολης υπήρξε τόπος έντονης λατρείας αλλά και πολεμικών συγκρούσεων. Στη μυθολογία αναφέρεται ότι στο βράχο της Ακρόπολης ανέβηκε η θεά Αθηνά και ο Ποσειδώνας για να διεκδικήσουν την κυριαρχία της πόλης. Τη μονομαχία κέρδισε η Αθηνά εξού και η πόλη μας ονομάστηκε Αθήνα. Απότοκοι αυτών των επιπλοκών ήταν ανέκαθεν λεηλασίες(βλ. έλγιν…), καταστροφές και ανεπανόρθωτες βλάβες σε σημαντικά μνημεία της ευρύτερης περιοχής. Ανάλογες όπως φαίνεται θα είναι οι συνέπειες και σήμερα ….
Στη σύγχρονη εποχή οι διαφορές για τα «μάτια» της Ακρόπολης παίρνουν συνήθως τη μορφή αιχμηρών διαλόγων. Οι συζητήσεις διεξάγονται μεταξύ κυρίως αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, στατικών, μουσειολόγων, πολιτικών μηχανικών, νομικών, αντιπροσώπων της πολιτικής εξουσίας ή και πολιτών, απλών ενδιαφερομένων για τα κοινά ή συχνότερα ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας που προτίθενται, εξοπλισμένοι όντες με υπέρμετρη αισιοδοξία, να αξιοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία με τον τρόπο που οι ίδιοι ονειρεύονται.
Το νέο μουσείο Ακρόπολης, τέκνο στην πραγματικότητα του Ιερού Βράχου που φιλοδοξεί να γίνει ένα παρακλάδι της γοητείας του και ένα παράρτημα της τουριστικής εμπορικότητάς του, έχει πολλές φορές έως σήμερα έρθει στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Φανατικοί υπέρμαχοί του υπογραμμίζουν με περίσσιο ίσως ρομαντισμό για την εποχή ότι «αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξη του Μουσείου και κυρίως της αίθουσας του Παρθενώνα είναι μία έντονη κραυγή αγωνίας του μνημείου που θέλει να ξαναδεί ενωμένα τα Γλυπτά του, θέλει να ξαναδεί ενωμένο όλο αυτό το διάκοσμο που -το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά- δεν έγινε ως αυτοτελές γλυπτό έργο, αλλά έγινε ως αναπόσπαστο τμήμα ενός ακινήτου μνημείου. Και εδώ αποκαθίσταται σε οπτική επαφή με το ακίνητο αυτό μνημείο, κάτι το οποίο μόνον η Αθήνα, μόνον αυτή η τοποθεσία ή άλλες, αλλά πάντως πολύ κοντά στον Βράχο, μπορούν να προσφέρουν»[1]
Στην αντίπερα όχθη οι πολέμιοί του κατακρίνουν το σύγχρονο αυτό οικοδόμημα για λόγους που αφορούν κυρίως στη γενικότερη ένταξη του και εναρμόνισή του με τον αρχαιολογικό χώρο του μακρυγιάννη και το οπτικό περιβάλλον του ιερού βράχου της Ακρόπολης[2]. Το θέμα έχει εκφύγει μάλιστα του εθνικού ενδιαφέροντος καθώς έχει διατυπωθεί σχετικό ερώτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή[3]. Το μέγεθος της διαφωνίας και τα συγκρουόμενα κοινωνικά, πολιτικά αλλά και ατομικά συμφέροντα καταδεικνύει και το γεγονός ότι η νομιμότητα της διαδικασίας και των επι μέρους πράξεων επί τη βάσει των οποίων ανεγείρεται το Μουσείο της Ακρόπολης έχει κρίνει το ΣτΕ έπειτα από αλλεπάλληλες αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί από συνδέσμους αρχιτεκτόνων και κατοίκων της περιοχής. Έχει εκδοθεί δε σειρά αποφάσεων οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον πραγματικό καθώς κρίνουν την πορεία του μουσείου και συγκαθορίζουν την τύχη του αλλά και νομικό αφού τα ζητήματα που κρίνονται αφορούν σε νομικά θέματα τα οποία πόρρω απέχουν απτο να είναι αυτονόητα. Για το λόγο αυτό οι περισσότερες αποφάσεις έχουν ληφθεί με ισχυρή μειοψηφία συμβούλων να διατυπώνει απόψεις αντίθετες από αυτή που τελικά διατυπώνεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Έτσι τα τελευταία χρόνια με αφορμή την ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχει στραφεί πολλές φορές στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Κοινός προβληματισμός είναι αν και κατά πόσον το νέο μουσείο ακρόπολης ιδωμένο από τη σκοπιά της Ακρόπολης και της ευρύτερης περιοχής μπορεί στην πραγματικότητα να επιτελέσει τους σκοπούς του, ήτοι να αναδείξει τα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου και να συμβάλλει στην καλαισθησία του. Για πολλούς αυτό δεν είναι διόλου ρεαλιστικό. Στο μάτια του περιπατητή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ένα κτίριο ογκώδες και μη εναρμονισμένο με τις διαστάσεις των γύρω κτιρίων μπορεί να «σκεπάζει» τα μνημεία της Ακρόπολης και του Παρθενώνα τα οποία όμως θα πρέπει να είναι τα μόνα που υπερέχουν στο χώρο. Η σκέψη αυτή διατυπώνεται και σε μία από τις αποφάσεις του ΣτΕ (ΣτΕ 676/2005) όπου αναφέρεται στην παράγραφο 24 : «24. Επειδή, από τα εκτιθέμενα στο από 24.6.2003 πρακτικό τηςγνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) που συνοδεύει τηνπροσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού προκύπτει ότι έχειαντιμετωπισθεί το ζήτημα της σχέσεως του Μουσείου με το βράχο τηςΑκροπόλεως, εκτιμάται δε ότι το Μουσείο αφενός μεν δεν είναι ορατό από τηνοδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου και, συνεπώς δεν επιβαρύνει τα μνημεία καιδιατηρητέα κτίρια εκατέρωθεν της οδού, αφετέρου δε η υψομετρική του θέση καιη απόστασή του από την Ακρόπολη είναι τέτοια που να μην αλλοιώνει τοχαρακτήρα της περιοχής. Ειδικά, για το ανώτερο τμήμα του Μουσείου, ηκατασκευή του οποίου συνδέεται και με το ζήτημα του ύψους του κτιρίου, ησχεδίασή του κατά το συγκεκριμένο τρόπο υπήρξε αρχιτεκτονική επιλογή με σκοπότην οπτική σύνδεση των εκθεμάτων της Ακροπόλεως με τον ίδιο το βράχο τηςΑκροπόλεως. Κατόπιν αυτών, ο λόγος ακυρώσεως ότι η ανέγερση ενός κτιρίου τουμεγέθους, του ύψους και του όγκου του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως τελεί σεδυσαρμονία με τα μνημεία του βράχου της Ακροπόλεως και ότι η προσβαλλομένηδεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς το σημείο αυτό, πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ι. Μαρή, Ν.Σακελλαρίου, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ και Δ. Αλεξανδρή, η εκ τουΣυντάγματος και του αρχαιολογικού νόμου επιβαλλομένη προστασία και ανάδειξητων αρχαίων μνημείων έχει την έννοια ότι δεν είναι νόμιμη οποιαδήποτεπαρέμβαση εντός του αναγκαίου για την ανάδειξή τους χώρου, δυναμένη να βλάψειή να υποβαθμίσει ταύτα. Ειδικώς δε προκειμένου περί των μνημείων τηςΑκροπόλεως, τα οποία αποτελούν εξέχοντα στοιχεία της παγκόσμιας πολιτιστικήςκληρονομίας, η ανωτέρω συνταγματική προστασία καθιστά ταύτα και δεσπόζονταστοιχεία όχι μόνον της εγγύς των μνημείων ζώνης, αλλά ολοκλήρου της ευρύτερηςπεριοχής των Αθηνών, εις τρόπον ώστε να μην είναι επιτρεπτό να επισκιάζονταιεξ άλλων κτιρίων λόγω των διαστάσεων, ύψους, όγκου κ.λπ. αυτών. Κατά συνέπειαη κατασκευή του επιμάχου Μουσείου, ύψους από 15,30 μ. μέχρι 28,50 μέτρων καιόγκου σχεδόν πενταπλασίου του Παρθενώνος, σε απόσταση 370 μόλις μέτρων απότην νότια πλευρά του ιερού βράχου, προσβάλλει προδήλως και κατά κοινή πείρατην δεσπόζουσα θέση των μνημείων και συνιστά, για τον λόγο τούτο,ανεπίτρεπτον παρέμβαση εντός του αναγκαίου για την ανάδειξή τους χώρου.»
Έτσι λοιπόν η θέα του μουσείου από την ακρόπολη αλλά και της Ακρόπολης από το μουσείο αποτέλεσε το μίτο της Αριάδνης…
Το ζήτημα της θέας του μουσείου προς την ακρόπολη έγινε πιο οξύ πρόσφατα μετά τη ολοκλήρωση των κατασκευών του Μουσείου όπου διαπιστώθηκε από τους αρμόδιους φορείς ότι τα κτίρια αυτά που πάντοτε εξαιρούνταν από τη ρυμοτόμηση και τα οποία και κατά τη σκέψη της νομολογίας ήταν το «κάλυμμα» του όγκου του μουσείου από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου πρέπει να κατεδαφιστούν γιατί εμποδίζουν την απρόσκοπτη θέα προς την ακρόπολη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο πλαίσιο μιας γενικότερης κινητοποίησης των ενδιαφερομένων φορέων έχουν φέρει στο προσκήνιο μια γνωστή σε όλους πλέον ζωηρή αντιπαράθεση που εστιάζεται στην επικείμενη κατεδάφιση των δύο διατηρητέων κτιρίων επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου επί τη βάσει της εξασφάλισης στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης ανεμπόδιστης θέας προς τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
Η ενδεχόμενη κατεδάφιση των διατηρητέων μπορεί να μείνει στην ιστορία ως μια ακόμα λεηλασία στο βωμό του μεγαλείου της Ακρόπολης αν και στην Αθήνα του 2007 οι καταστροφές δε γίνονται από πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται εν καιρώ πολέμου αλλά από αποφάσεις που με καθαρό μυαλό λαμβάνονται υπό συνθήκες ειρήνης.
Σε επίπεδο κοινωνικό, ηθικό και πολιτικό η σκοπιμότητα και το επιτρεπτό μιας αντίστοιχης ενέργειας επιδέχεται πολλαπλών συζητήσεων και τα επιχειρήματα που προτείνονται υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης γεννούν προβληματισμούς και πολλαπλά ερωτήματα. Η απάντηση στο ερώτημα «υπέρ ή κατά της θέας προς την Ακρόπολη» δεν είναι από τη σκοπιά αυτή και τόσο αυτονόητη. Κατά το σκέλος όμως που το ερώτημα αυτό τίθεται σε επίπεδο νομικό τα περιθώρια της επιχειρηματολογίας υπέρ της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων στενεύουν σημαντικά. Μια αναδρομή στο πλούσιο υλικό των αποφάσεων του ΣτΕ που προσβάλλουν τις αλλεπάλληλες πράξεις της διοίκησης που σχετίζονται με την ανέγερση του Μουσείου δε μπορεί παρά να προσφέρει ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ της πάγιας θέσης της νομολογίας αλλά και της ξεκάθαρης θέσης του αρχαιολογικού νόμου ότι κατεδάφιση διατηρητέων κτιρίων δεν είναι επιτρεπτή. Αλλά και ο ίδιος ο αποχαρακτηρισμός τους μόνον για πλάνη περί τα πράγματα ή όταν κριθεί οτι δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου είναι νοητός και αυτό πόρρω απέχει από την πραγματικότητα της συγκεκριμένης περίπτωσης[4].
Για τις ανάγκες της ιστορίας έχει σημασία ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η θέα προς την ακρόπολη απασχολεί το ΣτΕ. Στη θέα προς την ακρόπολη γίνεται αναφορά από τους αρχαιολόγους σε πολλές περιπτώσεις που η εγγύτητα προς τον ιερό βράχο δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Πρόσφατα μάλιστα χειριστήκαμε μια υπόθεση ενός ιδιώτη ο οποίος θέλησε να χτίσει ένα σπίτι, για χρήση ιδιωτική στο Μετς και βρέθηκε και πάλι μπροστά του η Ακρόπολη. Με μεγάλη ευκολία τα αρμόδια αρχαιολογικά συμβούλια έκριναν ότι το ύψος του σπιτιού και δη ο τελευταίος όροφος αυτού, παρότι ήταν νόμιμο και σύμφωνο με το ισχύον πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής παρεμπόδιζε τη θέα προς την Ακρόπολη…..Η ευκολία με την οποία αναφέρονται τα εκάστοτε αρχαιολογικά συμβούλια στη θέα προς την Ακρόπολη είναι νομίζω χαρακτηριστική και οι συνειρμοί είναι λίγο πολύ ίδιοι για τον κοινό νου. Το ότι η θέα προς την Ακρόπολη αποτέλεσε από παλιά θέμα και λόγο περιορισμού της ιδιοκτησίας δε φαίνεται μόνο από τη νομολογία. Ο Τσιφόρος στο βιβλίο του η Ιστορία της Αθήνας, στις πρώτες κιόλας σελίδες αναφέρεται στην τακτική αυτή κατακρίνοντάς την με τον τρόπο του.
Καθότι όμως αφορά στις αποφάσεις του ΣτΕ που έχουν κρίνει επί των αδειών που δίνονταν ιδίως με εφαρμογή το άρθρο 50 του παλαιού αρχαιολογικού νόμου (τον οποίο και αντικατέστησε ο νέος αρχαιολογικός νόμος 3028/2002) συναντά κανείς αρκετές περιπτώσεις που γίνεται αναφορά στη θέα της Ακρόπολης (αλλά κάποτε και άλλων μνημείων) προκειμένου να απαγορευτεί η ανέγερση κτιρίων ψηλών που θα εμποδίζουν τη θέα προς αυτή. Σήμερα πάλι γίνεται από τους αρμόδιους φορείς επίκληση της θέας προς την ακρόπολη αλλά όχι για να απαγορευτεί η ανέγερση ενός νέου κτίσματος ή για να περιοριστεί αυτό ως προς το ύψος και τους όρους δόμησής του. Επικαλούνται τη θέα προς την Ακρόπολη σε ένα πρώτο στάδιο για να επιτραπεί η ανέγερση ενός κτιρίου ογκώδους και εκτός των συνήθων για την περιοχή διαστάσεων και σε ένα δεύτερο στάδιο στο βωμό της θέας προς την Ακρόπολη κινδυνεύουν να θυσιαστούν δύο διατηρητέα κτίρια τα οποία έχουν σύμφωνα αν με όσους γνωρίζουν από αρχιτεκτονική μεγάλη αξία πολιτιστική.
Και μέσα από το βλέμμα ενός νομικού ως παρατηρητή της μακράς πορείας του ζητήματος της ανέγερσης του νέου μουσείου ακρόπολης στη νομολογία του ΣτΕ ένα ερώτημα φαντάζει αν μη τι άλλο εύλογο¨ είναι ποτέ δυνατόν για ένα έργο το οποίο φαίνεται οτι έχει τόση σημασία για τον πολιτισμό και την τουριστική ανάπτυξη της χώρας και για το οποίο έχουν εκδοθεί πδ για τη χωροθέτησή του, υπάρχει ειδικός οργανισμός ανέγερσης κλπ να φτάνουμε το 2007 και με τετελεσμένη την ανέγερσή του στο συγκεκριμένο σημείο να συζητάμε με τόσο ζήλο αν θα κατεδαφιστούν αυτά τα δύο νεότερα μνημεία… Λες και η μέθοδος της αναζήτησης και εξέτασης εναλλακτικών λύσεων είναι κάτι άγνωστο στη διοίκηση και λες και ο αποχαρακτηρισμός των διατηρητέων μνημείων είναι κάτι τόσο αυτονόητο για τον ελληνικό πολιτισμό. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η νομολογία του Στε είναι σταθερά πολύ αυστηρή στον αποχαρακτηρισμό διατηρητέων.
Η ακρόπολη είναι ένα δεδομένο αιώνων και σίγουρα η αξία της δεν επιδέχεται αμφισβήτησης . Δεδομένα όμως ήταν και εως σήμερα τα δύο διατηρητέα κτίρια και δύσκολα μπορεί να πει κανείς οτι δεν είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές της «μεγάλης ιδέας» του νέου μουσείου οτι θα χρειαστεί αυτά να κατεδαφιστούν στο βωμό της ανέγερσης του νέου μουσείου. Ίσως είναι η αισιοδοξία, ίσως η κακή οργάνωση ίσως αδιαφορία . Πάντως και αν ακόμα η θέα προς την ακρόπολη μπορεί να εμποδίσει τον οποιοδήποτε ιδιώτη να χτίσει ένα ακόμη όροφο στο οικόπεδό του στο μέτς με συνέπειες σημαντικές για την προσωπική του περιουσία και για την ψυχοσύνθεσή του και μάλλον αδιάφορες συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο δε νομίζω οτι μπορεί να πεί κανείς το ίδιο και σίγουρα όχι με την ίδια ευκολία για το γκρέμισμα δύο κτιρίων τα οποία ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες θα έχουν για τους ιδιοκτήτες τους (οι οποίοι άλλωστε φιλοδοξούν τουλάχιστον να αποζημιωθούν) θα λείψουν σε όλους όσους έχουν μια έστω ελαφρά αίσθηση του όμορφου και του ιστορικά και αρχιτεκτονικά ξεχωριστού.
Εδώ που φτάσαμε σήμερα παρατηρώντας και σχολιάζοντας και μη μπορώντας πλέον με κανένα τρόπο να προλάβουμε το κακό και να μετατοπίσουμε για παράδειγμα το Μουσείο δύο τετράγωνα παρακάτω ή να το χτίσουμε με τέτοιο τρόπο που η θέα προς τον ιερό βράχο θα είναι πιο ελεύθερη βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μία γνωστή για τους νομικούς και ιδίως για τα δεδομένα του ΣτΕ σύγκρουση. Σύγκρουση αξιών και σύγκρουση δικαιωμάτων. Όσος χώρος όμως και αν καταλείπεται για προβληματισμούς φύσεως αισθητικής, κοινωνικής, ηθικής ή πολιτικής σε επίπεδο νομικό τα πράγματα φαντάζουν αρκετά ξεκάθαρα.
Στην κρίσης σας λοιπόν…
Στην κρίση μας….
[1] Απόσπασμα από το λόγο του κ. Ε. Βενιζέλου στα Εγκαίνια της έκθεσης προκαταρκτικών μελετών που υποβλήθηκαν στον διεθνή διαγωνισμό για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης
[2] Ο διάλογος είναι έντονος τόσο στις εφημερίδες όσο και στο διαδικτυακό χώρο και πολλές πληροφορίες βρίσκονται στα blogs. Ενδεικτικά και μόνο παραπέμπω : http://www.indy.gr/other-press/neo-moyseio-akropolis-opsimi-eyaisthisia-gia-ena-neoklasiko,, http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=733332, http://tsipiraskostas.blogspot.com/2007/07/blog-post_10.html, http://www.ellinikilatreia.gr/to_d_s_m_t_gia_ten_anhegerse_toy_nheoy_moysehioy_akrhopoles, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100006_21/07/2007_235186
[3]http://www.europarl.europa.eu/registre/seance_pleniere/compte_rendu/traduit/2003/01-16a/P5_CRE(2003)01-16A(ANN)_DEF_EL.doc
[4] ΣτΕ 1712/2002 παρ.7 «Εν όψει δε τουεπιδιωκόμενου με τον ως άνω χαρακτηρισμό σκοπού, δηλαδή της διηνεκούςπροστασίας των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν είναι επιτρεπτή ηανάκληση πράξεων χαρακτηρισμού στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς καιυπαγωγής των στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς του ν. 1469/50, ούτε η έκδοσηπράξεων αποχαρακτηρισμού, ολικού ή μερικού, των παραπάνω στοιχείων, εκτός ανδιαπιστωθεί αιτιολογημένως, κατόπιν νέας γνωμοδοτήσεως του αρμόδιουΣυμβουλίου, ότι ο χαρακτηρισμός είχε γίνει χωρίς να συντρέχουν οιπροϋποθέσεις του νόμου, ή εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα (βλ. ΣΕ
4392/97, 4808/87, 730/82 κ.ά.).»