Ψηφίστηκε εχθές από το τρίτο θερινό τμήμα της Βουλής ο νέος νόμος για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων. Πρόκειται ειδικότερα για το Ν. 3886/2010 (ΦΕΚ 173 Α). Με το νόμο αυτό η ελληνική νομοθεσία εναρμονίζεται με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 και την Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, όπως τροποποιήθηκαν με την Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007.
Σε προηγούμενη ανάρτηση είχαμε δημοσιεύσει της δικονομικές οδηγίες κωδικοποιημένες (http://www.scribd.com/doc/1024550/-89665-9213).
Ο νέος νόμος, με τον οποίο καταργούνται ο Ν. 2522/1997 και ο Ν. 2854/2000 με εξαίρεση το άρθρο 6, περιλαμβάνει μία σειρά από σημαντικές τροποποιήσεις στο μέχρι σήμερα ισχύον σύστημα δικαστικής προστασίας για τις δημόσιες συμβάσεις.
Η πρώτη καινοτομία έγκειται στο γεγονός ότι στο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου (άρθρο 1) εντάσσονται πλέον ρητά και οι διαφορές που προκύπτουν από διαδικασίες ανάθεσης συμφωνιών-πλαισίων, συμβάσεων παραχώρησης δημοσίων έργων και δυναμικών συστημάτων αγορών (βλ. ειδικότερα την παρ. 2 του άρθρου 1).
Αρμόδιο δικαστήριο ορίζεται πλέον το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής, το οποίο δικάζει με τριμελή σύνθεση και εκδίδει αμετάκλητες αποφάσεις. Σε γενικές γραμμές εφαρμόζονται ως προς τη διαδικασία οι διατάξεις του πδ 18/1989. Σημαντική εξαίρεση ως προς την αρμοδιότητα αποτελούν οι συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων ή υπηρεσιών, οι συμβάσεις των εξαιρούμενων τομέων (Οδηγία 20054/17/ΕΚ) και όλες οι συμβάσεις με προϋπολογισμό μεγαλύτερο από 15.000.000 Ευρώ. Ειδική αναφορά γίνεται και στις διαφορές του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, οι οποίες αφορούν σε αξιώσεις αποζημίωσης αποκλεισθέντος διαγωνιζόμενου. Αρμόδια για την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων παραμένουν τα δικαστήρια που είναι αρμόδια κατά τις γενικές διατάξεις. Με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη καταργείται η αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων, τα οποία είχαν αρμοδιότητα για εκδίκαση Αιτήσεων Ασφαλιστικών των Ν. 2522/1997 και 2854/2000 σε ορισμένες περιπτώσεις ανάλογα με τη φύση της αναθέτουσας αρχής. Τούτο πλέον παύει να ισχύει και η αρμοδιότητα παραμένει στα Διοικητικά Εφετεία και το Συμβούλιο της Επικρατείας ανεξάρτητα από τη μορφή της αναθέτουσας αρχής. Τούτο θα οδηγήσει στο να υπάρξει μεγαλύτερη ομοιομορφία στις αποφάσεις που πρόκειται να εκδοθούν.
Η άσκηση της προδικαστικής προσφυγής παραμένει απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για τη μετέπειτα άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών. Προθεσμία για την άσκηση της είναι το δεκαήμερο από την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. Απόφαση που εκδίδεται επί προδικαστικής προσφυγής δεν προσβάλλεται με νέα προδικαστική προσφυγή, αλλά απευθείας με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Η προθεσμία για την έκδοση απόφασης από την αναθέτουσα αρχή είναι δεκαπενθήμερη. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής τεκμαίρεται απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής σιωπηρά. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί πάντως να κάνει δεκτή προσφυγή και μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας μέχρι και την προτεραία της δικασίμου της εν τω μεταξύ ασκηθείσας αίτησης ασφαλιστικών. Επίσης μπορεί να παραθέσει με το έγγραφο των απόψεών της προς το αρμόδιο δικαστήριο και πρόσθετη αιτιολόγηση στην προσβαλλόμενη πράξη. Προθεσμία για αυτήν τη συμπλήρωση ορίζεται το εξαήμερο πριν από τη δικάσιμο της συζήτησης της υπό κρίση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
Εξαιρετικής σημασίας είναι τα όσα προβλέπονται με την παρ. 5 του άρθρου 4 του νέου νόμου. Σύμφωνα με αυτή δεν εφαρμόζονται επί των διαφορών που διέπονται από τον παρόντα νόμο, οι διατάξεις της νομοθεσίας ή και των κανονισμών των αναθετουσών αρχών που προβλέπουν την άσκηση διοικητικών προσφυγών κατά εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διαδικασίας διεξαγωγής διαγωνισμών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Με τον τρόπο αυτό επιλύεται το κρίσιμο ζήτημα σχετικά με την άσκηση των διοικητικών προσφυγών που μπορούν να ασκηθούν παράλληλη με την προδικαστική προσφυγή του νέου νόμου, με τρόπο που αρμόζει στα όσα έχουν κριθεί με τη σχετική νομολογία στο πλαίσιο της εφαρμογής των Ν. 2522/1997 και 2854/2000.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ασκείται εντός προθεσμίας 10 ημερών από τη ρητή ή σιωπηρή απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής η άσκησή της καθώς και η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών κωλύει την υπογραφή της σύμβασης, εκτός αν εκδοθεί προσωρινή διαταγή με αντίθετο περιεχόμενο. Κατά τα λοιπά πάντως με ρητή πρόβλεψη δεν κωλύεται η πρόοδος της διαγωνιστικής διαδικασίας. Μπορεί επίσης να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, ώστε να παρασχεθεί αποτελεσματικότερη δικαστική προστασία ή για να αρθεί το κώλυμα της υπογραφής της σύμβασης που έχει προαναφερθεί. Η αίτηση γίνεται δεκτή, εφόσον πιθανολογηθεί παράβαση κανόνα δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του εθνικού δικαίου. Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί αν προκύπτει βλάβη σημαντικότερου γενικού δημοσίου συμφέροντος.
Οι πράξεις των οποίων την ακύρωση μπορεί να ζητήσει ο ενδιαφερόμενος αναφέρονται στο άρθρο 7, όπου γίνεται και μία ενδεικτική αναφορά (όρος της διακήρυξης ή των τευχών δημοπράτησης ή άλλου εγγράφου σχετικού με τη διαδικασία του διαγωνισμού, πράξεις αποκλεισμού από τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, πράξεις αξιολόγησης και κατακύρωσης του διαγωνισμούς). Αν η πράξη ακυρωθεί μετά τη σύναψη της σύμβασης με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παρ. 2 (κώλυμα για την υπογραφή της σύμβασης λόγω του ότι ισχύει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων) η ισχύς της δεν πλήττεται, εκτός αν πριν από τη σύναψή της είχε ανασταλεί η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινή διαταγή. Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 9 του νέου νόμου.
Με το άρθρο 8 δίδεται η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης που υπογράφηκε για συγκεκριμένους λόγους (ανάθεση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, μη τήρηση της υποχρέωσης αναστολής της σύναψης της σύμβασης κατά τα ανωτέρω κ.α.). Η κήρυξη της σύμβασης ως άκυρης έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική ακυρότητα και οι αξιώσεις των μερών διέπονται από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στην περίπτωση που ο ανάδοχος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ακυρότητα της σύμβασης δε δικαιούται αποζημίωση ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή η εν λόγω αξίωσή του ικανοποιείται μόνο εν μέρει. Η διατήρηση της ισχύος της σύμβασης παρά την ακυρότητά της είναι δυνατό, εφόσον τούτο επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα αποκλεισθέντος ενδιαφερόμενου να διεκδικήσει αποζημίωση κατά ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 198 και 198 ΑΚ. Επίσης αν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η παράνομη πράξη της αναθέτουσας αρχής, τότε δικαιούται να διεκδικήσει αποζημίωση με τις γενικές διατάξεις. Για την επιδίκαση της αποζημίωσης αυτής απαιτείται να έχει προηγουμένως ακυρωθεί η παράνομη πράξη ή παράλειψη από το αρμόδιο δικαστήριο.
Με το άρθρο 10 προβλέπεται η υποχρέωση των ελληνικών αρχών να συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της να μεριμνά για την τήρηση του κοινοτικού δικαίου.
Οι διατάξεις του νέου νόμου για την καθ’ ύλη αρμοδιότητα αρχίζουν να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2011. Οι διατάξεις του νέου νόμου που διέπουν τις διαφορές που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται μετά την έναρξη ισχύος του. Η ισχύς του νέου νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε κάποια από τις διατάξεις του.
Για προβολή του πλήρους κειμένου του νόμου, της αιτιολογικής έκθεσης και ενός μικρού σχολιασμού του: http://www.scribd.com/doc/38475968